Βία στη βία για εξουσία
Δημοσιεύθηκε: 16/05/2011 Filed under: Uncategorized | Tags: Greece, Politics, violence ΣχολιάστεΓ.ΑΡΧΟΝΤΑΣ
Τα κρούσματα βίας των τελευταίων ημερών – και η δολοφονία του Έλληνα, και η δολοφονία του μετανάστη, και οι συνήθεις πια τραυματισμοί διαδηλωτών από τα ΜΑΤ και οι εξίσου συνήθεις πια καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας από συγκεκριμένες υποομάδες διαδηλωτών – δεν έχουν ως αιτία την οικονομική κρίση. Αντίθετα! Τόσο η βία, όσο και η οικονομική κρίση, έχουν ρίζα κοινή: την απαξίωση της ισχύος του νόμου, την έλλειψη νομοκρατίας.
Η ελαστικότητα των νόμων για δεκαετίες θεωρούταν στην Ελλάδα περίπου δημοκρατική κατάκτηση. Η δυνατότητα της κατά περίπτωση ερμηνείας ή εφαρμογής των νόμων, φαινόταν στους περισσότερους, ανεξάρτητα από ιδεολογική στάση ή εκλογική συμπεριφορά, ένα χρήσιμο αντιστάθμισμα στον απρόσωπο χαρακτήρα των νομικών κειμένων. Χρήσιμο για πολλούς λόγους:
– ο πραγματικά ή κατά φαντασία αναξιοπαθής μπορούσε να επικαλεστεί την κατάστασή του ζητώντας εξαιρέσεις από το νόμο,
– ο φορέας της εκτελεστικής εξουσίας, εκλεγμένος ή διορισμένος, μπορούσε να ανταλλάσσει την άσκηση της ευρείας ευχέρειας του με ψήφους ή χρήμα,
– κοινωνικές ομάδες, συνδικάτα, επιχειρηματικά συμφέροντα, γνωρίζοντας ότι η ευχέρεια αυτή υπάρχει, διεκδικούσαν προνόμια πέρα από το νόμο ή, πράγμα που ισοδυναμεί μ’ αυτό, τη ψήφιση νόμων ενάντια στο κοινό, συλλογικό συμφέρον.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας φαύλος κύκλος. Αφ’ ενός ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό των εκλογέων ψήφιζε εκείνους τους υποψηφίους που του εξασφάλιζαν άδικα, παράνομα ή παράτυπα, οφέλη. Ανταλλασσόταν δηλαδή η ψήφος με διορισμούς, ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις, ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο. Η εξυπηρέτηση επιμέρους συμφερόντων έναντι του συλλογικού έγινε έτσι για πολλούς πολιτικούς εξαιρετικά αποδοτική πρακτική.
Αφ’ ετέρου, τόσο πολιτικοί όσο και πολιτικές δυνάμεις, ανταγωνίζονταν στην υποστήριξη αιτημάτων και πρακτικών πέρα από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Η παροχή υποστήριξης στο κλείσιμο δρόμων, στις καταλήψεις – συμβολικές ή μη – σε αιτήματα «υπέρβασης» του νόμου, «νομιμοποίησης» παρανομιών ή απαλλαγής παραβατών του νόμου από τις έννομες συνέπειες των παραβάσεών τους, έγιναν προνομιακά εργαλεία πολιτικής συναλλαγής. Και αν ένας πολιτικός έχει υποστηρίξει έστω και μια σχολική κατάληψη, δύσκολα αποκτά το ηθικό και πολιτικό κεφάλαιο να εφαρμόσει το νόμο σε παρόμοιες, μεγαλύτερης έκτασης και συνέπειας καταστάσεις. Οι παράνομα διεκδικούντες ξέρουν καλά ότι παρόμοιες πρακτικές είχαν στο παρελθόν την υποστήριξη ή την ανοχή των φορέων της εξουσίας. Και ξέρουν εξίσου καλά ότι οι πρακτικές αυτές αποδίδουν.
Ταυτόχρονα, η ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων από αυτά τα αιτήματα, και άρα η εξαγορά της εξουσίας, μόνο με ένα τρόπο μπορούσε να επιτευχθεί, τουλάχιστον για όσα από αυτά τα αιτήματα συνεπαγόταν χρηματικό κόστος: με ολοένα και μεγαλύτερο δανεισμό (ή έστω φορολόγηση), κυρίως εφόσον η παραγωγή ως τρόπος προσπορισμού των αναγκαίων και επιθυμητών κατέστη λιγότερο ελκυστική από την προσοδοθηρία, την συναλλαγή ‘ψήφοι για προνόμια’. Αυτή είναι η πολιτική αιτία της οικονομικής κρίσης.
Έτσι όμως, το πεδίο της κοινωνικής διεκδίκησης ξεχείλωσε υπερβολικά και έχασε τους κανόνες του. Ο νόμος από έκφραση του δικαίου και θεματοφύλακας του κοινού συμφέροντος έγινε σε μεγάλο βαθμό η επίσημη δεσμευτική κατοχύρωση του αποτελέσματος των πολιτικών συναλλαγών. Ακόμα και το Σύνταγμα, που διακηρυκτικά οφείλει να προστατεύει τα δικαιώματα ατόμων και ομάδων από τον εξαναγκασμό πλειοψηφιών ή ισχυρών μειοψηφιών, υποτάχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον κατακερματισμό των επιμέρους συμφερόντων.
Όταν όμως οι νόμοι χάνουν το εχέγγυο της δικαιοσύνης, όταν εφαρμόζονται επιλεκτικά και όταν αλλάζουν προς όφελος των καλύτερα τοποθετημένων στο παιχνίδι της συναλλαγής, τότε μαζί τους χάνεται και ο μοναδικός τρόπος αρμονικής συνάρθρωσης των επιμέρους ατομικών και ομαδικών συμφερόντων.
Και βεβαίως ταυτόχρονα χάνει το νόημα της η θεσπισμένη πολιτική διαδικασία. Ιδανικά ο πολιτικός αγώνας για την κατίσχυση στη δημόσια σφαίρα και στην κάλπη γίνεται στο πεδίο των επιχειρημάτων και έχει ως τρόπαιο την – συνταγματικά περιορισμένη – δυνατότητα άσκησης εξουσίας. Στην πράξη, διευρύνθηκαν τόσο τα όπλα του, με τη δυνατότητα της συναλλαγής αλλά και της καταφυγής σε έκνομες πράξεις, όσο και το ίδιο το τρόπαιο: η ευχέρεια του εκάστοτε φορέα της πολιτικής εξουσίας να διανέμει προσόδους έγινε τεράστια.
Σ’ αυτό το νοσηρό περιβάλλον, θαμπώνει ο λόγος της εκχώρησης του μονοπωλίου της βίας στο κράτος. Ο διαδηλωτής πιστεύει ότι το πολιτικό σύστημα δεν εκπροσωπεί ούτε τα δικά του συμφέροντα, ούτε το γενικό καλό. Ο αστυνόμος, των ΜΑΤ ή άλλων ομάδων, που παίρνει κατά περίπτωση εντολές να εφαρμόσει νόμους και κανονισμούς, δεν διαθέτει αυτόματα πρωτόκολλα σύννομης δράσης – όλο και πιο εύκολα εκτρέπεται. Οι εγκληματίες, εγχώριοι και αλλοδαποί, βλέπουν ότι οι νόμοι εφαρμόζονται στην καλύτερη περίπτωση με «κοινωνικό ρεαλισμό» και σίγουρα όχι σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Οι αγανακτισμένοι – εντός και εκτός εισαγωγικών -πολίτες βλέπουν ομοίως ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται. Το γενικό συμφέρον, ταυτόχρονα στόχος και προϋπόθεση της ευνομούμενης δημοκρατίας, εξαφανίζεται ως έννοια.
Συνεπώς, η καταφυγή στη βία, ως το ύστατο και εντέλει αποτελεσματικό μέσο για την επιδίωξη πολιτικών στόχων σε καθεστώς ανομίας, γίνεται η εύλογη επιλογή. Το πολιτικό παιχνίδι υποβαθμίζεται σε μηδενικού αθροίσματος – ότι κερδίσει κανείς, το αποσπά από κάποιον άλλο. Η ανομία φέρνει τη βία και όχι η βία την παρανομία.
Στο Σύνταγμα της Ελευθερίας, ο Friedrich Hayek προσδιορίζει τις αναγκαίες συνθήκες της νομοκρατίας: νόμοι με γενικό και αφηρημένο και όχι συγκεκριμένο και προνομιακό χαρακτήρα, σαφήνεια, καθολική εφαρμογή, βέβαιη σύνδεση πράξεων με τις συνέπειες τους. Μόνο έτσι μειώνεται το κοινωνικό κόστος συναλλαγής, μόνο έτσι εξαλείφεται η προσοδοθηρία και το καταλλακτικό παίγνιο γίνεται θετικού αθροίσματος, μόνο έτσι η καταφυγή στη βία χάνει τόσο τις αιτίες όσο και την αποτελεσματικότητά της.
Είναι προφανές ότι από αυτή τη συνθήκη απέχουμε υπερβολικά πολύ. Και το ζητούμενο είναι πώς η νομοκρατία, ή έστω το αίτημα γι’ αυτήν, μπορεί να εμπεδωθεί σε μια κοινωνία που επί δεκαετίες έχει μάθει στην πράξη ότι νόμος είναι το δίκιο κάποιου ή κάποιων, όμως σε καμία περίπτωση όλων. Τουλάχιστον ας εκτεθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο στην ιδέα ότι, όντως, ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός.