Γουρούνια δολοφόνοι!

«Η δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε ένα πεδίο παιγνίων μηδενικού αθροίσματος (ο θάνατός σου – η ζωή μου). Ακόμα χειρότερα, χάνουμε τη δυνατότητα να αναζητούμε μέσω διαλόγου και κριτικής την αλήθεια.»

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Παρακαλώ απαντήστε ειλικρινά στην ερώτηση που ακολουθεί: πόσο προκατειλημμένοι αισθάνεστε ότι είστε; Πόσο σας προδιαθέτει, θετικά ή αρνητικά, το πρόσωπο που εκφέρει μια άποψη για την άποψη αυτή; Σε τι βαθμό η στάση σας έχει ήδη προεξοφληθεί πριν ακούσετε καν το όποιο επιχείρημα; Και, περισσότερο απ’ όλα, κατά πόσο φιλτράρετε εκ των προτέρων τις απόψεις στις οποίες θα εκτεθείτε ώστε να επιβεβαιώνουν την άποψή σας;

Αν σπεύσατε να απαντήσετε «καθόλου», λυπάμαι πολύ αλλά η επιστήμη σας διαψεύδει. Οι επαναστατικές τεχνικές που χρησιμοποιούν σήμερα οι νευροεπιστήμες για την απεικόνιση της λειτουργίας του εγκεφάλου (fMRI, EEG, PET, κτλ) καταδεικνύουν ότι, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε με προκαταλήψεις. Τίποτα καινούργιο βέβαια για την κοινωνική ψυχολογία, για στοχαστές όπως ο Edmund Burke– που χαρακτήριζε την προκατάληψη «συμπυκνωμένη σοφία των αιώνων»[1], ή ο Friedrich Hayek, ο οποίος συνδυάζοντας τη μακρά παράδοση του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού με τα πορίσματα της θεωρητικής ψυχολογίας και της οικονομικής θεωρίας υποστήριζε ότι ο άνθρωπος πρωτίστως και κυρίως ακολουθεί κανόνες και δευτερευόντως – και μόνο όπου πραγματικά χρειάζεται – χρησιμοποιεί τη λογική του για να τους ασκήσει κριτική και να εφεύρει νέους. «Οι λειτουργίες της σκέψης», γράφει ο Hayek παραθέτοντας τον Alfred North Whitehead «μοιάζουν με τις επιθέσεις του ιππικού σε μια μάχη – είναι αυστηρώς περιορισμένες σε αριθμό, απαιτούν ξεκούραστα άλογα και πρέπει να γίνονται μόνο σε καθοριστικές στιγμές»[2].

Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, μερικές φορές αυτά τα άλογα της λογικής τα παραξεκουράζουμε! Και εξηγούμαι:

Παράδειγμα πρώτο: ΜΑΤ και μπάχαλα

Στα συχνά πλέον επεισόδια στις πλατείες και αλλού, πολλοί σπεύδουν να βγάλουν συμπεράσματα, ανάλογα με ποια ομάδα συμπαθούν. «Φταίνε τα γουρούνια οι μπάτσοι» οι μεν, «φταίνε τα ζώα οι μπαχαλάκηδες» οι δε. Τα όποια τεκμήρια (φωτογραφίες, βίντεο κτλ), ερμηνεύονται συχνά ομοίως με τρόπο που να επιβεβαιώνει την αρχική στάση του καθενός.

Και μ’ αυτό τον τρόπο συμβαίνουν τα εξής ωραία: αφ’ ενός, απεκδύεται η ομάδα μας κάθε ευθύνης και μάλιστα εκ των προτέρων. Αφ’ ετέρου, οι αντίπαλοι χάνουν σιγά-σιγά την ανθρώπινή τους ιδιότητα. Οι μπάτσοι είναι γουρούνια, οι μπαχαλάκηδες ζώα (και για μερικούς οι διαμαρτυρόμενοι Αγανακτισμένοι είναι συλλήβδην μπαχαλάκηδες – άρα ζώα): δεν αξίζουν να τους συμπεριφερθείς όπως σε άνθρωπο. Κι αυτό, η αφαίρεση της ηθικής υπόστασης  είναι η πρώτη και σπουδαιότερη προϋπόθεση της βίας: συνέβη με τους Ισπανούς κονκισταδόρες στην Αμερική που κατέσφαζαν τους ιθαγενείς με τη δικαιολογία ότι καθότι αβάφτιστοι δεν έχουν ψυχή, συνέβη με τους ναζί που κατέσφαζαν «υπανθρώπους», συνέβη με τους σταλινικούς, συμβαίνει λίγο-πολύ κάθε φορά που κάποιοι αποφασίζουν ότι χρειάζεται να αφαιρεθούν ανθρώπινες ζωές. Η βία δικαιολογείται γιατί δεν έχει ως αποδέκτες ανθρώπους, ή έστω όντα που θα τους άξιζε να συμπεριληφθούν στους ανθρώπους. Είμαι βέβαιος ότι κάποιοι εν Ελλάδι έχουν ήδη κατακτήσει αυτό το στάδιο της αφαίρεσης.

Παράδειγμα δεύτερο: δίκτυο, μπλογκόσφαιρα και τα λοιπά

Καλό και άγιο το διαδίκτυο. Επαναστατικότατη η δυνατότητα πρόσβασης, αλλά και καταγραφής, μετάδοσης και σχολιασμού των γεγονότων από τους πολίτες, μέσω μπλογκ (καλή ώρα!), twitter, youtube και τα λοιπά. Με μια προϋπόθεση: να μένουμε ανοιχτοί στην αντίθετη άποψη.

Το διαδίκτυο, με όλες του τις συνταρακτικές ευκολίες που μας προσφέρει, ενέχει ένα μεγάλο κίνδυνο: τον αυτοεγκλωβισμό μας σε ένα κύκλο πηγών με τις οποίες εκ των προτέρων συμφωνούμε. Όσοι χρησιμοποιείτε το διαδίκτυο ως κύρια πηγή ενημέρωσης, αναρωτηθείτε: τι ποσοστό των πηγών που επισκέπτεστε γνωρίζετε ότι βλέπουν τα πράγματα υπό πρίσμα διαφορετικό από το δικό σας; Σας έχω άσχημα νέα. Ακόμη και για τους πλέον υποψιασμένους, οι προκαταλήψεις δουλεύουν ασταμάτητα. Με αναγκαστικά ξενόγλωσσους όρους, ιδού κάποιες από αυτές:

  • Halo bias: ένα εξέχον χαρακτηριστικό, θετικό η αρνητικό, της πηγής αρκεί για να μας επηρεάσει σημαντικά ως προς τα υπόλοιπα και κυρίως ως προς το μεταδιδόμενο μήνυμα.
  • Confirmation bias: τείνουμε να υπερεκτιμούμε τη βαρύτητα των επιχειρημάτων που επιβεβαιώνουν την αρχική μας άποψη και αντίστοιχα να υποβαθμίζουμε τα αντεπιχειρήματα
  • Cognitive dissonance: τείνουμε να ερμηνεύουμε επιχειρήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να ταιριάζουν στις αρχικές μας απόψεις, ακόμη και στο βαθμό της πλήρους διαστρέβλωσής τους.
  • Group polarization: μια ομάδα ανθρώπων που πάνω-κάτω συμφωνούν ως προς κάτι, διαβουλευόμενη τείνει να καταλήγει σε πιο ακραίες θέσεις από αυτές που κάθε μέλος της πρέσβευε ατομικά.

Για μια πλήρη έκθεση των διεργασιών αυτών και των συνεπειών τους, παραπέμπω όσους ενδιαφέρονται στο εξαιρετικό έργο του Cass Sunstein, (2005) Why Societies Need Dissent. Cambridge: Harvard University Press, καθώς και σε οποιοδήποτε σοβαρό, σχετικά πρόσφατο εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας.

Με λίγα λόγια: αν ακολουθήσουμε τα ένστικτά μας, αν δηλαδή παρακολουθούμε όλο και περισσότερο πηγές πληροφόρησης με τις οποίες γνωρίζουμε εκ των υστέρων ότι συμφωνούμε και θωρακιζόμαστε από τους αντιφρονούντες, τότε όχι μόνο η εικόνα που θα αποκομίζουμε θα είναι μονόπλευρη, αλλά θα γίνουμε και (πιο) ακραίοι στις πεποιθήσεις μας.

Παράδειγμα τρίτο: κομματική πειθαρχία

Η κομματική πειθαρχία από τη μία διαφέρει γιατί γίνεται συνειδητά. Αν εξαιρέσουμε τις μάλλον γελοίες και σίγουρα απαράδεκτες για εκλεγμένο αντιπρόσωπο του έθνους «αποκαλύψεις» ότι η πειθαρχία αυτή επιβάλλεται με απειλές κατά της ζωής του εκάστοτε βουλευτή και της οικογένειάς του, καθένας από τους 300 φέρει συνειδητά την ευθύνη της ψήφου του. Από την άλλη, μοιάζει με τα παραπάνω ως προς το εξής: ύπατος στόχος δεν είναι η αλήθεια, αλλά η επιβίωση και κατίσχυση της ομάδας έναντι των απέναντι.

Θα είχε ενδιαφέρον οι 300 να μπορούσαν (ή να υποχρεώνονταν) να διατυπώσουν ανώνυμα τις απόψεις τους πριν από κάθε ψηφοφορία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ιδιαίτερα σήμερα, μπορεί να υποθέσει κανείς με μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας ότι τουλάχιστον στα κρίσιμα νομοσχέδια παραπάνω από τους μισούς βουλευτές μάλλον δεν αισθάνονται ιδιαίτερα άνετα με την ψήφο τους.

Παρηγοριά βεβαίως η προσδοκία της εξουσίας, της διατήρησης της, ή – για την ελάσσονα αντιπολίτευση – η ακηλίδωτη (από την πραγματικότητα) προσήλωση στα νάματα της ιδεολογίας. Ενδεχομένως, για τους λιγότερο κυνικούς, και η πεποίθηση ότι η με κάθε μέσο κατίσχυση του κόμματος – ή η ιδεολογική του «καθαρότητα» – αποτελεί προϋπόθεση για το συλλογικό καλό: «για να πάει ο τόπος μπροστά πρέπει πρώτα να ρίξουμε τους άλλους (ή να τους εμποδίσουμε από το να μας ρίξουν εμάς)».

Συμπέρασμα και μια μετριοπαθής πρόταση: Η αλήθεια ως ρυθμιστική αρχή

Και στα τρία παραδείγματα, η πραγματικότητα  έρχεται σε δεύτερη μοίρα έναντι του προσώπου ή της ομάδας που επηρεάζεται από αυτή, και το επιχείρημα έρχεται σε δεύτερη μοίρα έναντι του προσώπου ή της ομάδας που το εκφέρει.

Έτσι όμως η δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε ένα πεδίο παιγνίων μηδενικού αθροίσματος (ο θάνατός σου – η ζωή μου). Ακόμα χειρότερα, χάνουμε τη δυνατότητα να αναζητούμε μέσω διαλόγου και κριτικής την αλήθεια – με την έννοια της αντιστοίχησης στα εμπειρικά δεδομένα – που θα μας πάει παραπέρα. Τα όρια μας γίνονται οι πάσσαλοι στο μαντρί που κλειστήκαμε.

Με άλλα λόγια: οι «δικοί» μας δεν έχουν πάντα δίκιο. Με άλλα λόγια: από τη στιγμή που έχουμε αποκτήσει μια σφαιρική ιδέα των επιχειρημάτων που στηρίζουν τις απόψεις μας, είναι πολύ πιο χρήσιμο να εκτεθούμε, όσο γίνεται πιο ανοιχτά, και στα επιχειρήματα των απέναντι. Με άλλα λόγια: ας επιδιώξουμε, αντί της κατίσχυσης της ομάδας μας, την αλήθεια. Όπως πρότεινε ο Popper, ας παραδεχθούμε ότι «μπορεί εγώ να έχω άδικο και εσύ δίκιο, αλλά από την κοινή μας προσπάθεια μπορεί να φτάσουμε πιο κοντά στην αλήθεια»[3].

Ας αναγνωρίσουμε λοιπόν τις προκαταλήψεις που δουλεύουν εντός μας και ας τις πολεμήσουμε, τουλάχιστον στα σημαντικά. Διαφορετικά, με τα (δανεικά) λεφτά που κάποτε εξασφάλιζαν την συναρμογή των αντιφατικών συμφερόντων αποδεδειγμένα πλέον να μην υπάρχουν, ας ετοιμαζόμαστε για ακόμα μεγαλύτερη πόλωση και βία. Ενδεχομένως δε και για νεκρά ζώα – δίποδα όμως.

 


[1].] Edmund Burke (1790) Reflections on the Revolution in France. (1955) London: J.M. Dent & Sons, 84.

[2] The Constitution of Liberty, Chicago Univerity Press, 1960, σελ 73, αλλά και Law, Legislation andLiberty vol 1: Rules and Order, Chicago Univesity Press, 1973, σσ. 11 κ.ε.

[3] Karl Popper (1945) The Open Society and Its Enemies. London: , Golden Jubilee Edition,London (Routledge) 1995,  455 .

Advertisement


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s