Γιατί η Αλέκα Παπαρήγα έχει δίκιο.

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Πριν από λίγες μέρες, κατά την επίσκεψή της στις εκδηλώσεις του 20ου Αντιιμπεριαλιστικού Διημέρου της ΚΝΕ στα Καμένα Βούρλα, η Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ δήλωσε, μεταξύ άλλων: «Αυτό που εμείς επιδιώκουμε, είναι να κατανοήσει ο λαός ότι δεν έχουμε κρίση χρέους. Έχουμε κρίση του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού συστήματος του καπιταλισμού. Το χρέος είναι επακόλουθο και, αν ο λαός δεν σηκώσει κεφάλι σχεδιασμένα, οργανωμένα και προσανατολισμένα, τότε και μετά από πενήντα χρόνια θα συνάπτονται δάνεια και θα πληρώνουμε ασήκωτα χρέη».

Έχει απόλυτο δίκιο η κυρία Παπαρήγα! Πολύ περισσότερο από τα όποια πυροσβεστικά και διαχειριστικά μέτρα, για να  αποφευχθεί η επανάληψη της ίδιας ιστορίας στο μέλλον, χρειάζονται σημαντικές συστημικές αλλαγές. Ιδού οι δύο σημαντικότερες.

1. Σε τα μας.

Η κρίση χρέους, σε ό,τι αφορά τους χειρισμούς της Ελλάδας, δημιουργήθηκε ως επακόλουθο της δυνατότητας των εκάστοτε κυβερνήσεων να συσσωρεύουν ελλείμματα. Εμφατικά: αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να εγγράφουν ελλείμματα χρόνο με το χρόνο, το χρέος δεν θα είχε δημιουργηθεί. Και ξανά: ακόμα και ο χειρότερος πρωθυπουργός, με ολόκληρη την ορδή των Νεφελίμ να τον διατάζει, δεν θα μπορούσε να μας οδηγήσει σ’ αυτή την κρίση, αν δεν είχε τη δυνατότητα συσσώρευσης ελλειμμάτων.

Η μεγάλη δημοσιονομική εκτράχυνση κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Α. Παπανδρέου, με κύρια εργαλεία τον πληθωρισμό και τη δανειοληψία, είχε ως εμφανές αποτέλεσμα ότι «ο κοσμάκης έφαγε ψωμάκι». Είχε όμως και πολύ λιγότερο εμφανείς, καταστροφικές συνέπειες.

Πρώτα απ’ όλα διέστρεψε τα κίνητρα της οικονομικής δράσης. Η παροχή εύκολου χρήματος (το οποίο φυσικά ήταν εξ αρχής γνωστό ότι θα αποπληρώναμε έντοκα αργότερα), κατέστησε επωφελή επενδυτικά σχέδια που υπό άλλες συνθήκες κανείς δεν θα σκεφτόταν να αναλάβει. Στην καλύτερη περίπτωση δημιουργήθηκαν φούσκες οι οποίες για να διατηρηθούν έπρεπε ολοένα και περισσότερο χρήμα να διοχετεύεται σ’ αυτές (βλέπε οικοδομές). Στη χειρότερη περίπτωση, το κράτος μοίραζε τα χρήματα που δανειζόταν στους δικούς του.

Δεύτερη συνέπεια λοιπόν, η κομματικοποίηση της οικονομίας και ο μετασχηματισμός της με επίκεντρο το Δημόσιο. Ο Δημόσιος Υπάλληλος έγινε ο πρώτος κρίκος διοχέτευσης της ρευστότητας στην οικονομία. Η ανεργία αντιμετωπίστηκε με τη διόγκωση του Δημοσίου, το οποίο απαιτούσε ολοένα και περισσότερα χρήματα (από φόρους και νέα δάνεια). Ακόμη και κλάδοι τυπικά ανεξάρτητοι από το Δημόσιο, όπως ο αγροτικός, συνδέθηκαν σε τέτοιο βαθμό με το κράτος ώστε η μεγάλη πλειονότητα των αγροτών να θεωρεί εδώ και καιρό τις επιδοτήσεις βασική προϋπόθεση επιβίωσης. Όσο μάλιστα το χρήμα έρρεε, τόσο πιο ελκυστική γινόταν η προοπτική να εργαστεί κανείς στο Δημόσιο ή στο παρα-Δημόσιο έναντι της αυτόνομης απασχόλησης. Και κάπως έτσι, σταματήσαμε να παράγουμε.

Παράπλευρη συνέπεια το ότι οι ομάδες αυτές απέκτησαν με το χρόνο διαπραγματευτική δύναμη. Ούτε η ΓΕΝΟΠ θα μπορούσε να κατεβάζει διακόπτες, ούτε οι αγρότες θα είχαν λόγο να κλείνουν τις εθνικές, αν δεν ακολουθούταν αυτή η πρακτική. Οι κοινωνικές ομάδες γρήγορα εθίστηκαν στην ιδέα ότι κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο, κανένα αίτημα ανεδαφικό. Μόνη προϋπόθεση η πολιτική βούληση. Άλλωστε, λεφτά υπήρχαν, ή μπορούσαν να βρεθούν από δάνεια.

Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν το μη αναστρέψιμο της επιλογής του Α. Παπανδρέου. Από τη στιγμή που ξεκίνησε η τεχνητή ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω της κατανάλωσης, μέσω πληθωρισμού και δανείων, λίγα πράγματα μπορούσαν να κάνουν οι μετέπειτα κυβερνήσεις. Κι αυτό γιατί, αν προσπαθούσαν να τιθασεύσουν τα δημοσιονομικά ή, ακόμα πιο δύσκολο, να διορθώσουν τις στρεβλώσεις στην οικονομική δράση, θα είχαν να υποστούν όχι μόνο τη γενική λαϊκή δυσαρέσκεια αλλά και μια πολύ απτή και μετρήσιμη ύφεση και άνοδο της ανεργίας. Συνταγή σίγουρης πολιτικής αυτοκτονίας.

Συμπέρασμα: η απόδειξη ότι μάθαμε από τα όσα πάθαμε θα είναι η θεσμική κατοχύρωση, το συντομότερο δυνατό, της υποχρέωσης ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Χωρίς ελλείμματα δεν δημιουργούνται χρέη και κρίσεις δανεισμού. Από την άλλη, αν υπάρχει η δυνατότητα και η κουλτούρα των ελλειμμάτων, άπαξ και ξεκινήσει η χιονοστιβάδα του δανεισμού, δύσκολα σταματά – οι πολίτες βλέπουν τα βραχυπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα και αδιαφορούν για τις καταστροφικές συνέπειες στο μέλλον. Το οποίο μέλλον, όπως αποδείχθηκε, δεν είναι πάντα απώτερο.

2. Έξω από δω.

Σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, η ελληνική και η παγκόσμια κρίση, έχουν κοινή αιτία: τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού.

Η ιστορία είναι γνωστή: ο πατέρας Μπους, πιστεύοντας ότι η ιδιοκτησία είναι προϋπόθεση για υπεύθυνους πολίτες, υποχρέωσε τις τράπεζες ένα ποσοστό των δανείων τους να τα παράσχουν σε αφερέγγυους. Οι τράπεζες ζήτησαν εξασφαλίσεις έναντι του ρίσκου που θα αναλάμβαναν. Έτσι, υπό τις κρατικές ευλογίες, δημιουργήθηκαν τοξικά επενδυτικά προϊόντα που επιμέριζαν το ρίσκο, καταβάλλοντας ουσιαστικά μέρισμα επί του αυξημένου τζίρου (περισσότερα δάνεια ίσον περισσότερος τζίρος).

Όντως περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι υπό κανονικές συνθήκες έπαιρναν δάνεια και αγόραζαν σπίτια. Όντως, η ανάπτυξη των ΗΠΑ πήρε τα πάνω της καθώς ο κατασκευαστικός κλάδος φούσκωνε και μαζί του επακόλουθα ολόκληρη η οικονομία, χρήματα κυκλοφορούσαν και οι τράπεζες αύξαναν διαρκώς τη χρηματιστηριακή τους αξία. Όντως ο πληθωρισμός, που θα ήταν η πρώτη ένδειξη ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά αν ακολουθούταν μια καθαρά κεϋνσιανή πρακτική ενίσχυσης της ρευστότητας, καθυστέρησε να φανεί κρυμμένος κάτω από τα σπίτια που συνήθως δεν είναι καταναλωτικά αγαθά, αλλά περιουσιακά στοιχεία. Μέχρι που τα σπίτια άρχισαν να μπαίνουν σε υποθήκες για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης…

Οι υπόλοιποι πρόεδροι, Δημοκρατικοί (Κλίντον) και Ρεπουμπλικάνοι (Μπους υιός) ομοίως, βλέποντας τα φανερά επωφελή κοινωνικά και αναπτυξιακά αποτελέσματα της κρατικής παρέμβασης στην παροχή χρήματος συνέχισαν την πολιτική αυτή και μάλιστα με διαρκώς εντονότερους ρυθμούς. Οι φούσκες το έχουν αυτό: αν δεν τις τροφοδοτείς ολοένα και περισσότερο σκάνε – αλλά, από την άλλη, κάποια στιγμή σκάνε ούτως η άλλως.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι και ο υπόλοιπος πλανήτης ακολούθησε στα βήματα των ΗΠΑ. Όταν οι αμερικανικές τράπεζες τζιράρανε έτσι, κάτι έπρεπε να γίνει και με τις υπόλοιπες, προκειμένου να ανταγωνιστούν αυτό το (αθέμιτο) πλεονέκτημα. Η λύση ήταν προφανής: χαμηλά επιτόκια. Στην περίπτωσή μας η ΕΚΤ έφτασε να ορίζει κεντρικό επιτόκιο 0,5% λίγο πριν σκάσει η κρίση το 2008! Και βεβαίως η Ελλάδα έσπευσε, όσο μπορούσε λόγω ευρώ, να «επωφεληθεί» από τα χαμηλά επιτόκια για να διευρύνει ακόμη περισσότερο το χρέος της.

Εμφατικά: αν οι κυβερνήσεις (πρώτα των ΗΠΑ και στη συνέχεια της ΕΕ και αλλού) δεν συνωμοτούσαν με τις τράπεζες για να ενισχύσουν τεχνητά την ανάπτυξη μέσω χαμηλών επιτοκίων, ούτε τέτοια κρίση θα είχαμε, ούτε τα «καταραμένα» ασφάλιστρα κινδύνου ή τα δομημένα ομόλογα θα είχαν δημιουργηθεί.

Απόδειξη λοιπόν ότι μάθαμε από όσα πάθαμε θα είναι η αφαίρεση από τις Κεντρικές Τράπεζες η δυνατότητα τέτοιων παρεμβάσεων στην παροχή του χρήματος. Δύσκολο – πολύ δύσκολο – αλλά εφικτό.

Επίλογος: Επανάσταση λαέ;

Ο καπιταλισμός λοιπόν βρίσκεται σε κρίση. Όμως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του έναντι των εναλλακτικών είναι η προσαρμοστικότητά του. Οι οικονομικές θεωρίες που μας οδήγησαν στην κρίση στην Ελλάδα και τον κόσμο, δεν είναι οι μόνες. Η Αυστριακή Οικονομική Σχολή εδώ και δεκαετίες έχει περιγράψει το μηχανισμό δημιουργίας των κρίσεων μέσα από την παρέμβαση των κυβερνήσεων στην παροχή χρήματος μέσω των τραπεζών για την τεχνητή ενίσχυση της ανάπτυξης[1]. Είναι μια εναλλακτική που δεν είχε πέραση, κυρίως γιατί υπογραμμίζει πως το εύρος των όσων μπορεί το κράτος και οι φορείς του να κάνουν επωφελώς είναι μικρότερο απ’ ό,τι συνήθως φανταζόμαστε.

Η αγορά είναι πάνω απ’ όλα μηχανισμός συντονισμού των σχεδίων των ανθρώπων. Συντονισμού κατ’ ανάγκη ατελούς καθώς οι πληροφορίες πάνω στις οποίες βασίζουμε τα σχέδιά μας είναι με τη σειρά τους πάντα ατελείς, αποσπασματικές, συχνά υπόρρητες. Λάθη συμβαίνουν διαρκώς, καθημερινά. Η οικονομία βρίσκεται σε διαρκή ανισσοροπία, είναι μια δυναμική διαδικασία προσαρμογής και αλλαγών. Προϋπόθεση για την προσαρμογή αυτή είναι η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών, που συμπυκνώνουν και καθιστούν διαθέσιμη την αναγκαία πληροφορία. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η μη παρέμβαση στην παροχή και την αξία του χρήματος. Μόνο έτσι τα λάθη γίνονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, αυτό των επιμέρους επενδυτικών σχεδίων. Και μόνο έτσι, υπάρχουν πάντα εναλλακτικές στρατηγικές, έτοιμες να πάρουν τη θέση τους.

Ο σοσιαλισμός βασίζεται στην υπόθεση ότι η πληροφορία αυτή μπορεί να συγκεντρωθεί κεντρικά. Ο καπιταλισμός που οδήγησε στην κρίση, βασίστηκε στην υπόθεση ότι είναι εφικτή και επιθυμητή η παρέμβαση στα επιτόκια για την ενίσχυση της ανάπτυξης.

Απέναντι σ’ αυτές τις λανθασμένες υποθέσεις, υπάρχει εναλλακτική. Και ως προς αυτό, για να αφαιρέσουμε από τις Κυβερνήσεις, τις Κεντρικές Τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα τη δυνατότητα να δημιουργούν κρίσεις κρύβοντας τις καταστροφικές συνέπειες των επιλογών τους κάτω από τα λαοφιλή βραχυχρόνια αποτελέσματα του πληθωρισμού, χρειάζεται όντως ο λαός να «σηκώσει κεφάλι σχεδιασμένα, οργανωμένα και προσανατολισμένα». Διαφορετικά όντως «και μετά από πενήντα χρόνια θα συνάπτονται δάνεια και θα πληρώνουμε ασήκωτα χρέη».


[1] Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση της αυστριακής προσέγγισης στο μηχανισμό αυτό βλ. το συλλογικό Richard M. Ebeling (ed). The Austrian Theory of Trade Cycle and other essays, the Ludwig von Mises Institute, 1996, δωρεάν διαθέσιμο εδώ: http://mises.org/pdf/austtrad.pdf

Advertisement


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s