Εκκλησία και σύγχρονη κοινωνία

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

«Για την Εκκλησία της Ελλάδος, η θρησκεία του καθενός δεν είναι μια επιλογή της ελεύθερης βούλησής του. Είναι μέρος της υπόστασης του κάθε γνήσιου Έλληνα. Μπορεί να είναι κανείς μουσουλμάνος, εβραίος, άθεος, καθολικός ή διαμαρτυρόμενος και να είναι Έλληνας πολίτης, αλλά όχι «πραγματικά» Έλληνας με την πλήρη έννοια. Η ορθοδοξία, πάντα σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, είναι συνυπόστατη με τηνελληνικότητα. Αν διαχωρισθεί το ένα από το άλλο, χάνει η Εκκλησία την προνομιακή της θέση στην πολιτεία, πράγμα που σημαίνει όχι μόνο απώλεια κύρους αλλά και ανυπολόγιστη οικονομική ζημία

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ σοβαρός προβληματισμός πάνω στη σχέση μεταξύ κράτους και θρησκείας, δηλαδή ανάγκης εδραίωσης κοσμικού κράτους. Χαρακτηριστικά, η συνήθης αναφορά στη σχέση αυτή είναι μεταξύ κράτους και εκκλησίας, υπονοώντας ότι η  θρησκεία και το θρησκεύεσθαι ταυτίζεται με την ορθοδοξία: οι «εξαιρέσεις» που αποτελούν οι μουσουλμάνοι, οι ισραηλίτες, οι καθολικοί, οι μη θρησκευόμενοι και άλλοι, αποτελούν μηδαμινό ποσοστό, ώστε να δικαιολογείται αυτή η ταύτιση.

Τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια ότι συγκρούστηκε η Εκκλησία με την Πολιτεία το 2000 για το θέμα των δελτίων ταυτότητας και την αναγραφή του θρησκεύματος σε αυτά. Πολύ πιθανό να επαναληφθεί η διένεξη πιο έντονα σε σχέση με την περιουσία και γενικότερα τα οικονομικά της Εκκλησίας. Όσο, όμως, δεν αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, τέτοιες διενέξεις θα επαναλαμβάνονται και θα καθυστερεί ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Η εκκοσμίκευση του κράτους είναι προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό μιας χώρας.  Ο Ο διαχωρισμός μεταξύ κράτους και εκκλησίας έχει πραγματοποιηθεί σε όλες τις προηγμένες χώρες, είτε επίσημα (Γαλλία, Ιταλία) είτε de facto (Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία). Όμως, ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι επιθυμητός μόνο ως μέσον για να επιτευχθεί ο σκοπός της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού. Υπηρετεί άμεσα μια αξία που είναι η ελευθερία συνείδησης και η ανεξιθρησκία. Η αναγνώριση μιας θρησκείας ως επίσημης ή επικρατούσας σε ένα κράτος υποβιβάζει αυτομάτως τις άλλες: η ανεξιθρησκία νοείται ως απλή ανοχή για τις «άλλες», οι οποίες ακολουθούνται «κατά συγγνώμην». Και αυτή η διάκριση, δεν είναι μόνο θεωρητική. Έχει και υλικό αντίκρισμα. Από τη στιγμή που μια θρησκεία αναγνωρίζεται ως επικρατούσα, έχει δικαίωμα προνομιακής  μεταχείρισης από την πολιτεία. Και αυτή η προνομιακή μεταχείριση μεταφράζεται σε χρήμα, μεταξύ άλλων: μισθοδοσία κληρικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας –και όχι άλλων δοξασιών- την απαλλαγή από φορολογία και πολλά άλλα.

Το πρόβλημα δεν είναι καθαρά νομικό. Αν ήταν απλώς νομικό, θα μπορούσε να κλείσει οριστικά με την εναργή ανάλυση του  αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση, σε συνέντευξή του λίγο πριν πεθάνει[1]. Το δικαίωμα στην ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, λέει ο διαπρεπής συνταγματολόγος,  που κατοχυρώνει το άρθρο 13 του Συντάγματος, αποτελεί θεμελιώδη διάταξη του τελευταίου, μη υποκείμενη σε αναθεώρηση, σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 3, η οποία είναι αναθεωρήσιμη και αναφέρεται στην ορθοδοξία ως επικρατούσα θρησκεία. Το θρησκεύεσθαι, υποστηρίζει ορθότατα ο Α. Μάνεσης, είναι ιδιωτική υπόθεση του καθενός. Και το Σύνταγμα οφείλει να κατοχυρώσει αυτό το δικαίωμα, όπως και γενικότερα την ιδιωτικότητα ­ και αυτό γίνεται με τη θέσπιση της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (Ν. 2472/1997).

Αν εκφράζαμε τις ίδιες σκέψεις με όρους πολιτικής κοινωνιολογίας, θα λέγαμε ότι η ορθόδοξη εκκλησία, όπως και κάθε άλλη οργάνωση σε μια σύγχρονη πολιτεία, ανήκει στην κοινωνία πολιτών. Η κοινωνία πολιτών είναι μια σφαίρα ελευθερίας και το κράτος οφείλει να τη σέβεται, ακριβώς επειδή σέβεται την ελευθερία και τα δικαιώματα του πολίτη. Το κράτος οφείλει σεβασμό στην κοινωνία πολιτών και στις οργανώσεις της, που περιλαμβάνουν τους θρησκευτικούς θεσμούς οποιουδήποτε είδους: την ορθόδοξη εκκλησία και τις οργανώσεις της, τις αντίστοιχες καθολικές, προτεσταντικές και άλλες χριστιανικές εκκλησίες ή άλλου τύπου οργανωτικές μορφές, καθώς και εκείνες που ανήκουν σε μη χριστιανικά δόγματα.

Αυτά υποστηρίζουν οι εκσυγχρονιστές. Και αυτό είναι που αρνείται η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, ως επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία. Ας προσπαθήσουμε να δούμε το ζήτημα με τα μάτια της τελευταίας. Πριν απ’ όλα, η Ελληνική Εκκλησία δεν βλέπει τον εαυτό της ως τμήμα της κοινωνίας πολιτών, αλλά ως μέρος του κράτους, με την ευρύτερη έννοια. Και δεν επιθυμεί να παραιτηθεί από αυτόν της το ρόλο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα οικονομικό μονοπώλιο με την καθαρότερη μορφή, που όπως τα  περισσότερα μονοπώλια, προστατεύεται από το κράτος.Το μονοπώλιο συνίσταται στην προνομιακή θέση που κατέχει η Εκκλησία της Ελλάδος στα πολιτειακά πράγματα και στην προστασία που απολαμβάνει έναντι άλλων θρησκειών και ομολογιών.

Η ανάγκη του πιστού να θρησκεύεται είναι μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη, αξιοσέβαστη, αλλά δεν παύει από το να είναι ανάγκη, που για να εξυπηρετηθεί χρειάζεται οργάνωση και οικονομικούς πόρους..  Αν τη δει κανείς στο πλαίσιο μιας ανοιχτής κοινωνίας, η δυνατότητα παροχής των καταλλήλων υπηρεσιών που να καλύπτουν την ανάγκη αυτή πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους. Τι δικαιολογεί την αποκλειστικότητα που αναγνωρίζεται στην Εκκλησία της Ελλάδος; Μόνο η αντίληψη του κράτους ως υπεύθυνου για την προστασία της Αληθινής Πίστης. Το κράτος πρέπει, όχι μόνο να στηρίζει τη Μία και μοναδική Εκκλησία που εκφράζει την Πίστη αυτή, αλλά και να καταπολεμά τις αιρέσεις καθώς και να απαγορεύει τον προσηλυτισμό[2]. Αν, όμως, παίρναμε στα σοβαρά την αναγνώριση της ανεξιθρησκίας στη χώρα μας, δεν θα υπήρχε νόμος κατά του προσηλυτισμού και δεν θα υπήρχε Διεύθυνση «Αλλοθρήσκων» και «Αλλοδόξων» στο Υπουργείο Παιδείας. Στο πλαίσιο πραγματικής πνευματικής ελευθερίας, άρα πλουραλισμού και ελεύθερης διακίνησης ιδεών, οι έννοιες του «αλλό»-θρησκου, του «αλλό»-δοξου και του «προσηλυτισμού» δεν έχουν θέση.

Για την Εκκλησία της Ελλάδος, όμως, η θρησκεία του καθενός δεν είναι μια επιλογή της ελεύθερης βούλησής του. Είναι μέρος της υπόστασης του κάθε γνήσιου Ελληνα. Ο Ελληνας, σύμφωνα με αυτήν την ιδέα,  δεν γίνεται, αλλά  γεννιέται ορθόδοξος. Μπορεί να είναι κανείς μουσουλμάνος, εβραίος, άθεος, καθολικός ή διαμαρτυρόμενος και να είναι έλληνας πολίτης, αλλά όχι «πραγματικά» Ελληνας με την πλήρη έννοια. Η ορθοδοξία, πάντα σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, είναι συνυπόστατη με την ελληνικότητα. Αν διαχωρισθεί το ένα από το άλλο, χάνει η Εκκλησία την προνομιακή της θέση στην πολιτεία, πράγμα που σημαίνει όχι μόνο απώλεια κύρους αλλά και ανυπολόγιστη οικονομική ζημία. Δεν είναι μόνο οι μισθοί των κληρικών που διακυβεύονται, εφόσον σήμερα πληρώνονται από το κράτος, δηλαδή από τους φορολογουμένους ­ ορθόδοξους και μη. Είναι η όλη προστασία που παρέχει το κράτος στην Εκκλησία της Ελλάδος έναντι των «ανταγωνιστικών» δοξασιών (Χιλιαστών, Ευαγγελιστών, Παλαιοημερολογιτών, Ουνιτών κ.ά.).

Η Εκκλησία στο σημείο αυτό δεν συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά από οποιαδήποτε συντεχνία ή άλλη ομάδα πίεσης που ζητούν προστασία των «κεκτημένων δικαιωμάτων» τους από το κράτος. Διακατέχεται από την ίδια αγοραφοβία και τον φόβο του ανταγωνισμού με τις ομάδες αυτές. Πάει πιο πέρα όμως απαιτώντας απόλυτα προνομιακή μεταχείριση, υπό την ιδιότητα του θεματοφύλακα της εθνικής υπόστασης του Ελληνα. Η επιμονή ωστόσο σε προνόμια είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της κοινωνίας πολιτών. Η ιδέα από την οποία εμπνέεται είναι προνεωτερική και προδημοκρατική. Και το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να ενδώσει στην πίεση που οποιοσδήποτε ασκεί για την αναγνώριση οποιουδήποτε προνομίου.

Ο γράφων δεν είναι κατά της θρησκείας, ούτε κατά της ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ένας φωτισμένος ιεράρχης θα έπρεπε να είναι υπέρ του διαχωρισμού θρησκείας και κράτους για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι καθαρά ωφελιμιστικός για την επικρατούσα ορθόδοξη πίστη. Η απαλλαγή από τον κρατικό προστατευτισμό και ο ανταγωνισμός με άλλες δοξασίες, θα αύξανε, αντί να μειώσει, τις παρουσίες των πιστών στις εκκλησίες, όπως συμβαίνει στην Αμερική. Η χαλάρωση που παρατηρείται εδώ και σε πολλές περιπτώσεις, ο μαρασμός της εκκλησιαστικής κοινότητας, οφείλεται στην αδιαφορία της επίσημης εκκλησίας, μια και έχει τη μονοπωλιακή σιγουριά που της προσφέρει το κράτος[3].  Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο θα έπρεπε η ηγεσία της Ελληνικής Εκκλησίας να δεχθεί, ακόμα και να επιζητήσει, το διαχωρισμό από το κράτος είναι για το ίδιο της το γόητρο. Αλλιώς παραμένει ένα «προστατευμένο είδος» που μοιραία θα μαραζώσει και θα ωθηθεί στη σφαίρα του άσχετου με την ζώσα κοινωνία. Ήδη στα μάτια πολλών έχει πάρει αυτόν το δρόμο με τα σκάνδαλα που δεν συμμαζεύονται τα οπισθοδρομικά καμώματα πολλών εκπροσώπων της..

Μια άλλη πολιτική, με ένα θαρραλέο βήμα προς τα εμπρός, θα έδινε άλλο αέρα στην ίδια. Ο εύκολος δρόμος είναι συνυφασμένος με τον εκκλησιαστικό λαϊκισμό. Ελληνική παράδοση. Αυτός, όμως, μπορεί να αποδώσει πολύ λίγο, όπως έδειξε η διένεξη για τις ταυτότητες πριν από έντεκα χρόνια. Ο λόγος γι αυτό έχει να κάνει με την αποτυχία της εκκλησίας στην Ελλάδα, ακόμα και σ’ εκείνα που ανέλαβε να εκπληρώσει, και κυρίως στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας του δικού της ποιμνίου. Η ίδια η θρησκευτική υπόσταση του ελληνορθόδοξου βασίζεται σε ελάχιστα στοιχεία πίστης. Οι περισσότεροι συμπατριώτες μας είναι θρησκευτικώς αδιάφοροι, δογματικώς ανίδεοι, λατρευτικώς χαώδεις. Αυτή η διαπίστωση μετρά και την αποτυχία της ελληνορθόδοξης εκκλησίας στο διδακτικό της έργο. Αυτή είναι η «πέτρα της πίστεως» επί της οποίας εδράζεται; Στη θέση της πέτρας αυτής έχει μόνο το κράτος, που την προστατεύει έναντι άλλων ανταγωνιστών, μαζί με τα (ακόμα) κλειστά επαγγέλματα, τους απολαμβάνοντες «φόρους υπέρ τρίτων» και άλλα προσοδοθηρικά αποκτημένα προνόμια.

Αν επιμείνει σ’ αυτή την οδό η  Εκκλησία της Ελλάδος, είναι βέβαιο ότι δίνει μάχες χαρακωμάτων, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο αγώνας πια έχει κριθεί αρνητικά για την ίδια. Είναι βέβαιο ότι πολλοί εκπρόσωποί της επαφίενται στην ιστορικιστική πλάνη ότι το μέλλον προβλέπεται να επιβεβαιώσει το παρελθόν. Και στο παρελθόν η εκκλησία κέρδισε πολλές – όχι όλες – τις μάχες που έδωσε με το κράτος. Δεν κέρδισε, όμως, ποτέ τη μάχη με την αγορά και την κοινωνία της κατανάλωσης. Περισσότεροι άνθρωποι θα πάνε για ψώνια απ’ ότι στην Εκκλησία αν ανοίξουν τα σουπερμάρκετ τις Κυριακές. Άλλωστε λιγότεροι εκκλησιάζονται από τότε που δεν κλείνουν υποχρεωτικώς τα καφενεία την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Και αυτό συνέβη όχι διότι η πολιτεία έγινε πιο φιλελεύθερη, αλλά διότι η τηλεόραση κατέστησε ανενεργό την απαγόρευση.

Ο δρόμος προς τον εκσυγχρονισμό είναι ανεπίστρεπτος. Υπάρχει θέση για τη θρησκεία και την πενυματικότητα στο σύγχρονο κόσμο. Αρκεί να γίνει αντιληπτό ότι είναι εξ ίσου θεμιτό, κοινωνικά αξιοπρεπές και πνευματικά ακέραιο να ζει κανείς με ή χωρίς θρησκευτική πίστη. Αν, λοιπόν, η συνύπαρξη μεταξύ θρησκευομένων και μη θρησκευομένων είναι αναγκαία και σύμφυτη με τον τρόπο ζωής μιας σύγχρονης, ανοιχτής κοινωνίας, κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει και μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών δοξασιών. Το κράτος, εκ των πραγμάτων, δεν θα μπορεί να παίξει τον προστατυτικό του ρόλο, προσφέροντας προνομιακή θέση σε μια θρησκεία, θεωρώντας την «επικρατούσα». Όσο διατηρείται «τεχνητά» στη θέση αυτή, τόσο η θα γίνεται όλο και πιο φανερή η απόστασή της από την πραγματικότητα, η αναρμοδιότητά της με το σύγχρονο κόσμο και απώτερα η περιθωριοποίησή της. Ήδη για πολλούς, οι θρησκευτικές τελετές και η εκφορά ορισμένων φράσεων προκαλούν τη θυμηδία : «απεταξάμην τον Σατανάν», «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»[4] κ.α. δηλαδή, τις ακούνε με την ανοχή που δείχνει αναγκαστικά -«κι αυτό θα περάσει»- ανόητους παρήλικες. Αυτός είναι ο προορισμός που τάσσει στον εαυτό της η ορθόδοξη εκκλησία;


[1] Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο  Βήμα, 21.5.2000.

[2] Άρθρο 13 § 2 του Συντάγματος: «Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων. Η άσκησις της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλη την δημοσίαν τάξιν ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται».

[3] Γ. Σαρηγιαννίδης «Περί διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους» στο forum για την Ελλάδα (2011) Φύλλα Ελευθερίας σ. 108.

[4] δ γυνήγυν να φοβται τν νδρα . Επιστολή Παύλου προς Εφεσίους 5, 33. Φυσικά, όλοι γελάνε όταν ακούν αυτή τη φράση σε γαμήλια τελετή, παραγνωρίζοντας ότι το κείμενο δεν λέει ‘να φοβήται’ , αλλά ίνα φοβήται, εννοώντας, βέβαια, να σέβεται τον άνδρα και όλα αυτά μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο όπου τονίζεται η ανάγκη αμοιβαίας προσήλωσης, αγάπης κλπ. Όλα αυτά παραβλέπονται, διότι η Εκκλησία, στο ζήλο της να διατηρήσει κατά γράμμα την αρχαία μορφή και την αρχαΐζουσα γλώσσα, δεν έλαβε τον κόπο να εξηγήσει πέντε πράγματα στους πιστούς της. Με αποτέλεσμα την εξ υπαιτιότητός της  γελοιοποίηση του διδάγματός της.

Advertisement

One Comment on “Εκκλησία και σύγχρονη κοινωνία”

  1. Ο/Η Φρεάντλης λέει:

    Ἂν καὶ εἰς τὸ ἐπίμαχον θέμα τῶν «ταυτοτήτων» παραμένω ἀσαλέυτως σταθερὸς εἰς τὴν «ἀρχὴν τῆς προαιρετικότητος», συμφωνῶ ἀπολύτως ἐπὶ τοῦ πλήρους διαχωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους.
    Ὁ διαχωρισμὸς αὐτὸς εἶναι ἀπόρροια τῆς μορφῆς τοῦ Κράτους μας. Ἂν εἴμεθα αὐτοκρατορία, κατὰ τὰ ῥωμαϊκὰ πρότυπα, δὲν θὰ ἐτίθετο θέμα. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαθέτωμεν «ἐπίσημον», «αὐτοκρατορικὴν» θρησκείαν…
    Ὡς ὑποτιθέμενον φιλελεύθερον, κοινοβουλευτικῆς συγκροτήσεως κράτος, δὲν νοεῖται μία τέτοια σύζευξις, πολλῷ μᾶλλον ἐναγκαλισμός.
    Ἕνα πρωτόκολλον τιμῆς, θὰ μπορῇ, ὀρθῶς καὶ δικαίως, νὰ ἀποδίδῃ πρωτοκαθεδρικὰς διακρίσεις εἰς ἑορτασμοὺς καὶ λοιπὰ συμβολικὰ δρώμενα, πρὸς τοὺς ἐκπροσώπους τῆς ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ Ἐκκλησίας. Λέγω τῆς ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ καὶ ὄχι τῆς ἐν γένει ὀρθοδόξου, εἰς ἀναγνώρισιν τοῦ ἱστορικοῦ της ῥόλου εἰς τοὺς Ἀγώνας ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Ῥόλου ὁ ὁποῖος ἐγνωσμένως τὴν ἔφερεν εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν «Μητέρα Ἐκκλησίαν» κατ᾿ ἐπανάληψιν.
    Ἐπίσης, ἕνα κονκορδᾶτον, θὰ μποροῦσε νὰ ῥυθμίζῃ λεπτομερείας τινάς, προκειμένου ὁ χωρισμὸς αὐτὸς νὰ μὴν προσλάβῃ άπαξιωτικὸν χαρακτῆρα.
    Ἐν πάσῃ περιπτώσει, μακαριστέα ἡ βαυαρικὴ Ἀντιβασιλεία, ὡς λυτρώσασα τοὐλάχιστον Πατρίδα καὶ Ἐκκλησίαν, ἀπὸ πάσης ὑπερορίου «φιλοστόργου ἀγκάλης»…
    Καὶ ἂς τὴν λοιδωροῦν τινες νεόκοποι πατριῶται!


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s