Έχουμε άγραφο Σύνταγμα

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το φθινόπωρο του 1989 όταν έγινε ολιγοήμερη κατάληψη του Υπουργείου Παιδείας, επί υπουργίας Σημίτη-Κοντογιαννόπουλου, από σχετικά μικρή ομάδα σπουδαστών ξένων γλωσσών με αίτημα την ισοτιμία των διπλωμάτων τους με πανεπιστημιακά πτυχία.  Το γεγονός αυτό ήταν τόσο μπανάλ, που ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως. Ο λόγος για τον οποίο το θυμάμαι είναι η υποδειγματική αμεριμνησία της τότε Οικουμενικής Κυβέρνησης Ζολώτα, μπρος σε πράξεις που ο στενοκέφαλος θα ονόμαζε παράνομες. Ήμουν τότε σύμβουλος του Υπουργού και μετέπειτα Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου και είχα απουσιάσει μερικές μέρες λόγω ασθενείας. Έφτασα κατά τις 11 το πρωί και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες, για να πάω στο γραφείο μου στον 3ο όροφο (Ο ανελκυστήρας ήταν σχεδόν μονίμως χαλασμένος).

Ο ευτραφής και συμπαθής αστυνομικός που ήταν στην είσοδο, με «αναγνώρισε» και δεν μου ζήτησε έγγραφη άδεια εισόδου. Το ίδιο δεν συνέβη με νεαρό διοπτροφόρο που μπήκε βιαστικός και με ξεπέρασε δρασκελώντας τρία – τρία τα σκαλοπάτια. «Εσύ που πάς;» τον ρώτησε. Ο νεαρός, από πάνω από τη σκάλα, έστριψε και του είπε με το φυσικότερο τρόπο: «Κατάληψη». Μαγική λέξη, σαν το «Σουσάμι, άνοιξε!», στις «Χίλιες και μια νύχτες». Ο αστυνομικός χαμογέλασε συγκαταβατικά και είπε : «Α! Πέστο, ντε!». Δηλαδή, δηλώνεις «Κατάληψη!» και όλοι πρέπει να οπισθοχωρήσουν.

Η κατάληψη δημοσίων χώρων είναι αυτό που στην επιστήμη του μάνατζμεντ ονομάζεται S.O.P. – Standard Operating Procedure, δηλαδή μια σταθερή μέθοδο δράσης, απόλυτα κατανοητή  και αποδεκτή, όταν μια αναξιοπαθούσα ομάδα την αποφασίσει. Τόσο πολύ έχει γίνει αυτό καθεστώς, που προ ετών, ο κ. Ευρυπίδης Στυλιανίδης, Υπουργός Παιδείας, είχε πει ότι «είναι δικαίωμα του κάθε μαθητή να αντιδράσει με τον τρόπο που αυτός νομίζει σωστό». Το παράνομο σχετικοποιείται. Αν ορισμένοι αισθάνονται «ριγμένοι», κάνουν κατάληψη. Είναι δικαίωμά τους. Και αυτό είναι αποδεκτό σε ένα χώρο που η λογική έχει αποδημήσει εδώ και καιρό, ωσάν να ζούσαμε σε ένα σουρεαλιστικό τόπο και χρόνο, όπου το άτοπο και το εξωφρενικό θεωρείται αυτονόητο..  Παραπέμπει απ’ ευθείας στο διήγημα του Γκόγκολ «Η μύτη» (1835), που θεωρείται ως ένα από τα πρώτα δείγματα της λογοτεχνίας του παραλόγου. Ένας αξιωματούχος χάνει τη μύτη του. Η μύτη φεύγει, ξανάρχεται, ταξιδεύει με αμάξι, ντύνεται, μιλάει, την ψάχνουν πολλοί, παίρνει ύφη μεγαλειώδη. Το παράλογο δεν βρίσκεται, όμως, στο ότι κάνει όλα αυτά που λογικά δεν θα ανέμενε κανείς από τη μύτη να κάνει. Το παράλογο συνίσταται στο ότι όλοι οι χαρακτήρες μέσα στη νουβέλα δεν σαστίζουν με τους παράλογους ρόλους που παίζει η πανταχού παρούσα μύτη.

Αυτό ισχύει και για τις καταλήψεις ως σιωπηρά ανεκτές, ιδίως όταν αυτοπροσδιορίζονται ως «συμβολικές». Η ίδια η έκφραση είναι δηλωτική της μεστής βλακείας που ενέπνευσε την πράξη που περιγράφει. Οι μηχανικοί τις προάλλες κατέλαβαν «συμβολικά» ορισμένα γραφεία Πολεοδομίας[1] Η απόφαση πάρθηκε «πανελλαδικά». Η συνήθης ερώτηση δημοσιογράφων είναι αν πράγματι ήταν «πανελλαδική» μια τέτοια ή άλλη ανάλογης υφής απόφαση, αν πάρθηκε «ομόφωνα» ή «κατά πλειοψηφία», χωρίς ούτε στιγμή να τους περάσει από το νου ότι η ίδια η κατάληψη είναι παράνομη και απαράδεκτη. Από την άλλη μεριά, πώς να δεχθούμε ότι είναι παράνομη η κατάληψη, αν έχει καθιερωθεί ως τρόπος διαμαρτυρίας αποδεκτή από το «άγραφο σύνταγμα» ;  Όταν υπάρχει μια «σχετική» ανοχή στην παρανομία, σημαίνει ότι αυτή δεν είναι «απόλυτη» αλλά μόνο «σχετική». Ένας μηχανικός μιμητισμός την καθιερώνει ως πρακτική ρουτίνας. Την έχει επιλέξει και εγκρίνει η κοινή γνώμη εδώ και χρόνια. Μπορεί να στοιχίζει κάπως, αλλά της αξίζει!

Ας σταθούμε, όμως, στην ίδια την «στρατηγική» της κατάληψης και να εξετάσουμε τη λογική της. Δεν αμφιβάλλω ότι πάρα πολλές φορές ο καταληψίας αισθάνεται απελπισμένος και αδικαίωτος. Δεν αρνούμαι ότι αξίζει τον κόπο να συζητήσει η κυβέρνηση και να ανακαλύψει τα αίτια της οργής, να εντοπίσει το πρόβλημα και να προχωρήσει σε κάποια λύση που να μην είναι μπάλωμα. Αν μπούμε στη θέση των καταληψιών, πρέπει να εξετάσουμε, αν εξυπηρετεί τους εκάστοτε στόχους μας μια κατάληψη ή αν είναι ατελέσφορη και ζημιογόνα για μας τους ίδιους. Και η αλήθεια είναι ότι μια κατάληψη τονώνει ψυχολογικά εκείνους που την αναλαμβάνουν και φέρουν εις πέρας. Χαρίζει αμέσως την αίσθηση μιας κατάκτησης. Πλην όμως, η αίσθηση αυτή είναι απατηλή. Και αυτό συμβαίνει διότι ο «αντίπαλος» δεν είναι ούτε το κτήριο,  ούτε το άψυχο και έμψυχο υλικό που περιέχει, αλλά κάτι το άυλο και αφηρημένο, που δεν «καταλαμβάνεται». Γι αυτό και πέρα από τη ζημιά που προκαλείται, η κατάληψη δεν απολήγει σε υποχώρηση μιας απόφασης.

Ας προχωρήσουμε πιο πέρα. Ας κάνουμε την υπόθεση ότι μια κατάληψη απαντά σε κάποια στρατηγική που να πηγαίνει πέρα από τη σκοπιμότητα της «επαναστατικής γυμναστικής». Η κατάληψη δημόσιου χώρου δίνει στους καταληψίες μια άλλη απατηλή αίσθηση: μιας νίκης στο πεδίο της μάχης, ότι αποτελεί τεκμήριο υπεροχής επί του αντιπάλου. Η αλήθεια είναι ότι αυτό  ισχύει ενίοτε, υπό ορισμένες συνθήκες. Τελικός σκοπός μιας αναμέτρησης, όμως, δεν είναι η κατάληψη. Και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις η κατάληψη είναι μέσον και όχι αυτοσκοπός. Η κατάληψη χωρίς στρατηγικό ή τακτικό στόχο γινόταν μόνο από ατάκτους – όπως ήταν οι βασιβουζούκοι του οθωμανικού στρατού. Οι «συμβολικοί» καταληψίες, που είναι συχνά μορφωμένοι άνθρωποι, τι επιδιώκουν; Συνήθως για να έχουν την αίσθηση ότι κάνουν «κάτι». Παρά «τίποτε» καλύτερα «κάτι». Ο  συνήθης συλλογισμός του αμήχανου πολιτικού, του αδιάβαστου μαθητή, του άπειρου τεχνίτη.

Βέβαια, η συμβολική κατάληψη, μπορεί να νοηθεί ως μια θεατρική παράσταση στον μακρινό απόηχο του παρισινού  Μάη του 1968. Εκεί, όμως, οι καταληφθέντες χώροι του πανεπιστημίου και του Θεάτρου ODÉON άνοιξαν στο κοινό και ακολούθησε γόνιμος διάλογος ιδεών. Δεν υπήρχε ίχνος συντεχνιακής πίεσης. Δεν υπήρχε υποψία απόφασης με «δημοκρατικές διαδικασίες», εφόσον το φαινόμενο ήταν αυθόρμητο και ανοργάνωτο.  Ηταν μια ανεπανάληπτη περίοδος άνθησης του πνεύματος, όπου κυριάρχησε το σύνθημα «η φαντασία στην εξουσία». Έστω, με αυτόν τον ουτοπικό σκοπό, οι καταλήψεις αυτής της περιόδου είχαν το νόημά τους. Έχουν  να επιδείξουν κάτι αντίστοιχο οι δικές μας καταλήψεις ή το καθ’ ημάς πνεύμα τους.;Οραματίζονται – ουτοπικά, έστω – μια άλλη κοινωνία, όπως οι γάλλοι φοιτητές του 1968;

Βέβαια, οι καταλήψεις πανεπιστημιακών κτιρίων στην Ελλάδα αντλούν και από την παράδοση του αντιδικτατορικού αγώνα, που είχε ως αποκορύφωμα την κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973[2]. Εκεί, όμως, είχαμε να κάνουμε με μια δικτατορία, όπου δεν υπήρχε δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης, ούτε αλλαγής μέσα από νόμιμες διαδικασίες. Η αντίσταση σ’ αυτό το καθεστώς ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να «παρανομεί»: τα εισαγωγικά τίθενται για να ακυρώσουν την έννοια της λέξης που περιέχουν, διότι η αντίσταση σε ένα παράνομο καθεστώς δεν υπόκειται σε νόμους που επιβάλλει το ίδιο. Όσοι, επομένως, αντιστάθηκαν σ’ αυτό το καθεστώς μετήλθαν «παράνομα» μέσα διότι υπηρετούσαν μια ανώτερη νομιμότητα που αντιπροσωπεύει η δημοκρατία. Υπό καθεστώς δημοκρατίας δεν νομιμοποιούνται όσοι μετέρχονται αυτά τα μέσα, τα οποία είναι παράνομα – χωρίς εισαγωγικά. Γι’ αυτό και η κατάληψη δεν εκφράζει καμιά έννοια νομιμότητας.

Η ανοχή της κοινής γνώμης στην παραβίαση του νόμου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις καταλήψεις, οφείλεται – εν μέρει, τουλάχιστον – στη θολή αναγνώριση του θεμιτού της χαρακτήρα επί δικτατορικού καθεστώτος. Η δημοκρατία, όμως, δεν ανέχεται να συγχέεται με τη δικτατορία 37 ολόκληρα χρόνια μετά την κατάργηση της τελευταίας. Η ιδέα, επιπλέον, ότι η κατάληψη αποτελεί μια νίκη και ότι μπορεί να αποτελέσει βάση για επιβολή όρων όταν προβάλλεται κάποιο αίτημα είναι όχι μόνο ηθικά απαράδεκτη αλλά, όπως έχει αποδειχθεί, πολιτικά ατελέσφορη, εφόσον δεν εξυπηρετεί  τους διακηρυγμένους σκοπούς των καταληψιών. Μόνο εκείνοι που λεηλατούν αυτούς τους χώρους συμπεριφέρονται λογικά από τη δική τους σκοπιά.

Οι σύγχρονοι αυτοί βασιβουζούκοι ευφραίνονται καταστρέφοντας ότι δεν μπορούν να αρπάξουν. Καταστρέφουν ή βεβηλώνουν με τα ανορθόγραφα ορνιθοσκαλίσματά τους, εθνικά μνημεία. Καταστρέφουν σε πανεπιστημιακούς χώρους βιβλία, εργαστήρια, πίνακες. Το σκάνδαλο δεν βρίσκεται στην ίδια την καταστροφή. Το σκάνδαλο βρίσκεται στο γεγονός ότι η πολιτεία αναλάμβάνει το κόστος του κεφιού των κυρίων αυτών, αντί να το επωμίζονται οι μαμάδες και μπαμπάδες τους. Το ότι το κόστος το αναλαμβάνουμε εμείς, οι φορολογούμενοι, δικαιολογείται, όταν η κατάληψη με τα συνοδευτικά της – καταστροφές και κλοπές- θεωρείται νόμιμη εν ευρεία εννοία.

Αυτό ακριβώς, όμως, συνεπάγεται η ιδέα που έχει εκφρασθεί επανειλημμένως από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, σύμφωνα με την οποία οι καταλήψεις πανεπιστημιακών κτιρίων αποτελούν δημιουργική εμπειρία για τους νέους και ότι είναι καλύτερο η σύγχρονη νεολαία να επιδίδεται στη ρίψη βομβών μολότοφ παρά να κάθεται σε καναπέδες. Αν οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι αυτών των δυνάμεων πιστεύουν ειλικρινά τέτοιο πράγμα, δεν έχουν παρά να προτείνουν να περιληφθεί το κόστος της μύησης στην ευγενή τέχνη των καταλήψεων στον προϋπολογισμό και να ορισθεί αντίστοιχος «κωδικός» από το υπουργείο Οικονομικών[3]. Και θα πρέπει όλες οι πολιτικές δυνάμεις να το δεχθούν, διότι είναι απόλυτα συμβατή με την αρχή της αναγνώρισης της κατάληψης ως νόμιμης εν ευρεία εννοία, από το άγραφο, πλην όμως, καθ’ όλα αποδεκτό κομμάτι του Συντάγματος.


[1] http://www.youtube.com/watch?v=-w6TTl-4lmE.

[2] Αναφέρονται οι χρονολογίες επακριβώς, διότι φαίνεται ότι είναι άγνωστες στους καταληψίες της Πλατείας Συντάγματος με το σύνθημά τους «η Χούντα δεν τελείωσε το 73».  Τελείωσε το 1974

[3] Θα μου αντιταθεί, ίσως, ότι μάλλον θα προβάλλουν αντιρρήσεις τα μέλη της τρόικας. Μα εμείς είμαστε η Ελλάδα που αντιστέκεται στους τροϊκανούς και άλλους εχθρούς του  Έθνους μας. Άλλωστε, για να επαναλάβω τα απλά και σοφά λόγια του κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για τους τροϊκανού: « Με βλάκες και προτεστάντες δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα»  βλ. http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=411305

Advertisement


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s