Η λογική της τυραννίας

Οὕτως ἀπόλοιντο τύραννοι.

Δ. Δημητράκος

Σκέψεις πάνω στο θάνατο του Καντάφι

Ο Μουάμαρ Καντάφι, δικτάτορας της Λιβύης από το 1969, φονεύθηκε στις 20 Οκτωβρίου από συμπατριώτες του στην πόλη Σιρτ (Σύρτιδα) , που ήταν η γενέτειρα και το καταφύγιο του. Ο Καντάφι κατέλαβε την εξουσία πραξικοπηματικά το 1969 και την κράτησε μέχρι το θάνατό του – για 42 ολόκληρα χρόνια , πράγμα που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ. Πολιτεύθηκε με τον τυραννικότερο και αιματηρότερο τρόπο, με πλήρη έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, χιλιάδες συλλήψεις και δεκάδες δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων κάθε χρόνο. Και είχε ένα πράγματι φρικτό τέλος. Πολλοί είναι που θα πούνε ότι του άξιζε. Το ίδιο είχε ειπωθεί και το 2006 για τον ιρακινό δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, τον Τσαουσέσκου το 1989, τον Χίτλερ το 1945: Θα μπορούσε να πει κανείςSic semper tyrannis – δηλαδή, «(ας πεθαίνουν) έτσι πάντα οι τύραννοι». Η ειρωνεία είναι ότι η φράση αυτή ειπώθηκε από τον δολοφόνο του Αμερικανού προέδρου Αβραάμ Λίνκολν  ο1865, τον οποίο η ιστορία αναγνωρίζει ως μεγάλο απελευθερωτή και όχι ως τύραννο.

 

Η αυτόκατατσροφικότητα της τυραννίας

Γεγονός είναι, πάντως, ότι πολλοί θεωρούν ότι αυτό είναι τα αναπόφευκτο τέλος των δικτατόρων, πράγμα ιστορικά αβάσιμο. Ο Στάλιν πέθανε στο κρεβάτι του – το ίδιο και ο Πινοσέτ. Ο Φράνκο επίσης, όπως και ο Μάο.

Πού οφείλεται, όμως, η πεποίθηση ότι η νέμεση ακολουθεί τον τύραννο; Μία πηγή αυτής της πίστης είναι η πάγκοινη αντίδραση στην προκλητική υπεροψία του τυράννου, στην αυτό-θεοποίησή του. Οι αρχαίοι λαοί καταδίκαζαν αυτήν την ακράτεια αλαζονείας. Οι Εβραίοι την θεωρούν πρόκληση έναντι του θείου και προοίμιο καταστροφής[1]. Οι Έλληνες την ονομάζουν βρι[2] και την συνδέουν με επηρμένα προκλητική συμπεριφορά, την οποία δεν αφήνουν ατιμώρητη οι θεοί. Ο τύραννος μεθάει με τη δύναμη που έχει αποκτήσει και οδηγείται στην καταστροφή. Η τελική του συντριβή είναι, κατά κάποιον τρόπο, υπαγορευμένη από μια αδυσώπητη μεταφυσική ανάγκη. Τιμωρείται από ανώτερες δυνάμεις που δεν του συγχωρούν την έπαρσή του, την ιδέα ότι μπορεί να τις αντικαταστήσει σε δύναμη και σε δόξα. Νομοτελειακά, σύμφωνα με αυτή την ιδέα, ο τύραννος πορεύεται προς την αυτοκαταστροφή του.

Αυτό, όμως, είναι ιστορικά ανακριβές, όπως είδαμε. Δεν υπάρχει εμφανής αιτιακή συνάφεια μεταξύ τυραννίας και τιμωρίας. Αλλά όσο και αν είναι λανθασμένη αυτή η θεωρία, υποκρύπτει μια αλήθεια: ότι η τυραννική πολιτική είναι αδιέξοδη και ότι όταν βαδίζει προς το πολιτικό της τέλος, ο τύραννος δεν έχει το λειτουργικό εξοπλισμό να το αντιληφθεί, πράγμα που συχνά τον οδηγεί στην τελική καταστροφή. Το περιβάλλον του τυράννου αναγκαστικά τον ξεγελάει, διότι συμμερίζεται την απομόνωσή του από την υπόλοιπη κοινωνία, και επομένως τις αυταπάτες του.

 Οι αυλοκόλακες και άλλοι παράσιτοι του κάθε δικτάτορα δεν είναι σε θέση να δώσουν χρήσιμες συμβουλές για την επιβίωσή του, διότι κυριαρχούνται από το φόβο μη χάσουν το κεφάλι τους ή τη θέση τους. Εκπέμπουν συνεχώς ενθαρρυντικά και κολακευτικά μηνύματα. Ακόμα και όταν ο τύραννος είναι κυκλωμένος και στενεύουν ασφυκτικά τα περιθώρια δράσης, οι σύμβουλοί του θεωρούν βραχυπρόθεσμα ασφαλέστερο για τους ίδιους να επιδείξουν μαξιμαλισμό σε θετικές προσδοκίες. Δηλώνουν απερίφραστα ότι υπάρχει δυνατότητα αναστροφής της κατάστασης. Και βέβαια ο τύραννος υιοθετεί ασμένως τα ελπιδοφόρα μηνύματα των συμβούλων του.

Έτσι, ο τύραννος, τυφλωμένος από τη μέθη της φαινομενικής του παντοδυναμίας, οδηγείται στην καταστροφή, βήμα προς βήμα. Ο σύμβουλος που θέλει να συστήσει ρεαλισμό και σύνεση δεν θα εισακουσθεί, και μάλιστα κινδυνεύει να εξοντωθεί  ως «προδότης», εφόσον η συμβουλή του προσκρούει στα μαξιμαλιστικά μηνύματα των άλλων συμβούλων.

Η αυταπάτη της τυραννικής παντοδυναμίας

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί λογικά. Δεν χρειάζεται να πιστέψουμε σε μια «μυστηριώδη» ειμαρμένη που οδηγεί τον τύραννο στην καταστροφή, ούτε  να υιοθετήσουμε  μια «ψυχολογιστική» προσέγγιση που εξηγεί τη συμπεριφορά του με αποκλειστικό γνώμονα την παράνοια του. Η ανάλυση της λογικής της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, λαμβάνοντας υπόψη και το «θεσμικό περιβάλλον», δηλαδή, τον τρόπο λειτουργίας του κύκλου που τον περιστοιχίζει, οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα.

 Ο σύμβουλος βρίσκεται σε μια κατάσταση «διλήμματος του φυλακισμένου», εφόσον σε περιόδους κρίσης στο περιβάλλον του τυράννου δεν επικρατεί κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο κάθε «παίκτης» είναι δύσπιστος έναντι των άλλων και  επιλέγει τη στάση μη συνεργασίας (defection). Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει ότι επικρατεί «συστημικά» μια ισορροπία εσωτερικής τρομοκρατίας: κανείς δεν τολμά και δεν επιθυμεί να ταυτισθεί ως λιγότερο ένθερμος υποστηρικτής της κρατούσας κατάστασης από οποιονδήποτε άλλον. Αυτή η στάση δεν αποφέρει μακροπρόθεσμα, αλλά είναι για τον σύμβουλο ασφαλέστερη εκείνη τη στιγμή, εφόσον αλλιώς θα εισέπραττε άμεσα τα επίχειρα της δυσμένειας του ηγεμόνα δυσμένεια.  Έτσι φτάνει στο χειρότερο αποτέλεσμα για όλους, εφόσον και τα άλλα μέλη του τυραννικού συμβουλίου, θα κάνουν την ίδια επιλογή, υπολογίζοντας τους υπολογισμούς των άλλων[3].

Με τον τρόπο αυτό, η χίμαιρα της τυραννικής παντοδυναμίας αναπαράγεται, ενώ η ισχύς του τυραννικού καθεστώτος απομονώνεται και ατροφεί εσωτερικά. Ως  κλειστό σύστημα που είναι, δεν λαμβάνει τα σήματα που θα του επέτρεπαν την διόρθωση πορείας ή την αναδιοργάνωσή του, ώστε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη αρμοστικότητα σε σχέση με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Σε ένα εντελώς αφηρημένο πεδίο, αυτά μπορούν να χρησιμεύσουν ως λογική εξήγηση της λειτουργία του τυραννικού «συστήματος». Στο πρακτικό πεδίο ο τύραννος, δεν διαθέτει την ασφαλιστική δικλείδα της κριτικής στο έργο και στις πρωτοβουλίες, με αποτέλεσμα να μη διορθώνονται τα λάθη του. Τα εμπόδια που συναντά ξεπερνιούνται με μεγαλύτερη επίδειξη εξουσιαστικής ακράτειας. Απομονώνεται ο τύραννος και η ομάδα που τον στηρίζει. Κάποια στιγμή, το επικείμενο τέλος του είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού, αλλά ο ίδιος δεν το πιστεύει, όπως ο Μακμπέθ αδυνατεί να πιστέψει ότι το δάσος του Μπίρναμ προχωράει και κυκλώνει το ημι-εγκαταλελειμμένο κάστρο του. Μέχρι το τέλος παραμένει κυριευμένος από τη «μαγεία» της αποσαθρωμένης πλέον, δύναμής του.

Στο μεγάλο αυτό του έργο ο Shakespeare προσφέρει μια ζωηρή εικόνα της εξουσιαστικής παραφροσύνης, μέσα σε μια ατμόσφαιρα από την οποία δεν λείπει ούτε η ερεβώδης αποξένωση του τυράννου από τον κόσμο των ανθρώπινων αρμονιών, ούτε το τραγικό στοιχείο της αδυσώπητης πορείας του προς τον όλεθρο. «Σύμβουλοί» του είναι οι μάγισσες που συνεχώς τον ενθαρρύνουν και τον καθησυχάζουν και μόνο στο τέλος καταλαβαίνει ότι τον έχουν ξεγελάσει. Πιστεύει ότι είναι «μαγικά» ανοσοποιημένος κατά της ήττας και καταστροφής του. Και πεθαίνει με το λάθος του.

Οι «δυνάμει» τύραννοι και η δημοκρατία

Αναρωτιέμαι αν αυτή η λογική της πορείας της τυραννίας προς ένα άσχημο τέλος δεν ισχύει σε μικρότερο βαθμό –έστω – στην πολιτική γενικότερα, όταν υπάρχουν ελλείμματα διαφάνειας που οι θεσμοί δεν μπορούν να καλύψουν. Η αδιαφάνεια της τυραννίας είναι μια συμπυκνωμένη μορφή της αδιαφάνειας που συνοδεύει κάθε πολιτική εξουσία. Το ίδιο ισχύει και για την τάση προσωπολατρίας στο στενό ή στον ευρύτερο κύκλο του. Αυτός ο κύκλος λειτουργεί ως «σύστημα» γύρω από τον πολιτικό. Ο κάθε υπουργός ή υφυπουργός στην Ελλάδα διαθέτει ένα τέτοιο «σύστημα». Γραμματείς, οδηγοί, σωματοφύλακες, κλητήρες, σύμβουλοι και άλλοι παρατρεχάμενοι συνιστούν αυτό το «σύστημα», κύρια λειτουργία του οποίου είναι η καθημερινή επιβεβαίωση της προσωπικότητας του πολιτικού  και της υπερεπάρκειας του στο οφίκιο που κατέχει.

Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για το υπερβολικά υψηλό κόστος αυτού του «συστήματος» στη χώρα μας. Εκείνο που πρέπει επίσης να τονιστεί είναι πόσο βλαπτικά λειτουργεί, ακόμα και για τον ίδιο τον πολιτικό που ασκεί εξουσία. Στην Ελλάδα βαραίνει ακόμα η παράδοση του Οθωμανικού δοβλετιού στον κρατικό Λεβιάθαν και μαζί της η αδιαφάνεια στον τρόπο με τον οποίο ασκείται  η εξουσία. Ο εξουσιαστής είναι συνεχώς εκτεθειμένος στον πειρασμό να έχει πάντα τον πειρασμό να υιοθετήσει τα ευχάριστα μηνύματα που του δίνει το «σύστημα» και να απορρίψει τα δυσάρεστα από το ευρύτερο, περιβάλλον. Επιπλέον, ο δυνητικός τυραννίσκος εμφωλεύει σε μεγάλο αριθμό πολιτικών σε δημοκρατικές χώρες.

Ο πολιτικός, είτε έχει εκλεγεί δημοκρατικά, είτε έχει επιβληθεί ως δικτάτορας ασκεί εξουσία, δηλαδή, περιορίζει τις ελευθερίες των πολιτών. Και αντί να θεωρεί το λειτούργημά του ως αναγκαίο κακό, και να το ασκήσει με ταπεινότητα που αρμόζει στην ιδιότητα που σεμνότυφα ότι πληροί, ήτοι εκείνη του υπηρέτη του δημοσίου συμφέροντος, το ύφος και η συμπεριφορά του είναι εκείνη του άρχοντα προς υφισταμένους. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν έχει τα συνήθη γνωρίσματα του τυράννου – την ροπή προς μεγαλομανία και εξουσιαστική ακράτεια – είναι συνηθέστατα άνθρωπος κενός με την πλήρη έννοια. Η κενότητά του συνίσταται στην  έλλειψη οποιασδήποτε πνευματικής ενδοχώρας που να του δίνει τη  δυνατότητα αξιολόγησης της δράσης του και της θέσης του.

Μπορεί να πει κανείς ότι ακριβώς αυτή η κενότητα βρίσκεται στην πηγή της αναζήτησης εξουσίας – η επιβολή της θέλησής του σε άλλους ανθρώπους.  Γι αυτό και συχνά απογοητεύονται όσοι αναζητούν σε πολιτικές προσωπικότητες ιδιαίτερο «βάθος» ή «χαρακτήρα». Συνηθέστατα η πολιτική προσελκύει κοινούς ανθρώπους που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον, ή πρόσωπα με αναμφίβολες ικανότητες, αλλά μη πλήρως ισορροπημένες προσωπικότητες.[4]

Υπάρχουν, όμως, σε μια δημοκρατία, ασφαλιστικές δικλείδες κατά του εκτροχιασμού της εξουσιομανίας, σε μια δημοκρατία, όσο χαμηλή κι αν είναι η ποιότητα της τελευταίας. Κύρια ασφαλιστική δικλείδα είναι η δυνατότητα άσκησης κριτικής, είτε μέσα στο κοινοβούλιο, είτε στα έντυπα και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Σε ένα δικτατορικό καθεστώς, αυτή δεν μπορεί να δει το φως της ημέρας. Μπορεί αυτή να θέτει εμπόδια στην εφαρμογή μιας πολιτικής που συναντά δυσχέρειες, που έχει υψηλό πολιτικό κόστος. Μπορεί τα μέσα ενημέρωσης να μην είναι πάντα στο ύψος τους. Μπορεί ο συνδυασμός δημαγωγικής πολιτικής με ανεύθυνη δημοσιογραφία να οδηγεί σε αδιέξοδα. Στις δημοκρατίες, αντίθετα από το κοινώς λεγόμενο, υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισής τους, όχι πάντα αυτόματοι, αλλά πάντως αναίμακτοι – πράγμα που δεν ισχύει για τα τυραννικά καθεστώτα.

Η τελευταία παρατήρηση δεν πρέπει να  εκληφθεί ως αυτάρεσκα καθησυχαστική για  τη δημοκρατία στη χώρα μας. Μπορεί να μην κινδυνεύουμε από την αναρρίχηση ενός Καντάφι στο πηδάλιο της εξουσίας. Αλλά μινι-τυράννους, έχουμε από πάνω μας, ουκ ολίγους. Το θεσμικό περιβάλλον που έχουμε δημιουργήσει μας εξασφαλίζει έναντι της ακράτειας που θα μπορούσαν να είχαν να αναπτύξει ερήμην του. Δεν το έχουμε, όμως, ενισχύσει και αναπτύξει όσο θα έπρεπε για να προστατεύει τον πολίτη από τις αυθαιρεσίες του κράτους και γενικότερα από τις επιβουλές των εχθρών της ανοιχτής κοινωνίας.


[1] «πρ συντριβς γεται βρις» (Παλαιά Διαθήκη, Σοφία Σολομῶντος, ΙΣΤ΄, 18).

[2] «δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος»  Αἰσχύλου Εὐμενίδες,  534.

[3] Πάνω στο μοντέλο του «διλήμματος του φυλακισμένου» η κλασική μελέτη είναι των Duncan R. Luce and Howard Raiffa (1957) Games and Decisions. New York: John Wiley and Sons. βλ. Morton D. Davis  (1970, 1983) Game Theory. A Nontechnical Introduction. New York: Dover Publications και William Poundstone (1992) Prisoner’s Dilemma New York: Anchor Books.

[4] Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες που είχαν ακεραιότητα, μεγάλη πολιτική οξυδέρκεια και αποτελεσματικότητα, ενώ ταυτόχρονα ήταν και πνευματικά εναργείς. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ορισμένοι από αυτούς άφησαν πίσω τους και ένα συγγραφικό έργο υψηλής ποιότητας  : Ελευθέριος Βενιζέλος,Winston Churchill, Charles De Gaulle, Antonio Gramsci..

Advertisement


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s