Η Δέσμευση στην Πολιτική
Δημοσιεύθηκε: 01/11/2012 Filed under: Uncategorized ΣχολιάστεΔ. Δημητράκος
Όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια ακούμε από πολιτικούς σε ιθύνουσες θέσεις να διακηρύσσουν με στόμφο ότι «δεσμεύονται» να επιτύχουν κάτι. Τις περισσότερες φορές η δήλωση αυτή απλώς δεν τηρείται και αποδεικνύεται μια αρλούμπα με περικεφαλαία. Πέρα, όμως, από την εμπειρία μας, ας εξετάσουμε την ίδια την έννοια της πολιτικής δέσμευσης, κυρίως όσον αφορά προγραμματικές εξαγγελίες.
Η έννοια της δέσμευσης
Τι σημαίνει ότι «δεσμεύεται» ένας πολιτικός ή ένα πολιτικό κόμμα; Ένα συνηθισμένο άτομο, δεσμεύεται με κάποιο συμβόλαιο που υπογράφει. Δεσμεύομαι με μια υπόσχεση, αν επέχει θέση υποχρέωσης. Αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τις πολιτικές υποσχέσεις – που συνηθέστατα περιγράφονται από τους πολιτικούς αρχηγούς ως «προσωπικές».
Αλλά οι δεσμεύσεις των πολιτικών δεν έχουν την αναγκαστική ισχύ ενός συμβολαίου. Και το συμβόλαιο διαφέρει από μια απλή υπόσχεση . Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται αμοιβαία και η δικαιοσύνη επιβάλλει την τήρησή τους. Το ίδιο δεν ισχύει για μια απλή υπόσχεση. Αυτή δίδεται μονομερώς και δηλώνει μια πρόθεση και συγχρόνως πρόβλεψη Μια υπόσχεση που δίνει κάποιος είναι μονομερής και δηλώνει μια πρόθεση και συγχρόνως μια πρόβλεψη ότι θα πραγματοποιηθεί, επειδή η τήρησή της εξαρτάται από τον ίδιο. (Το ίδιο, ισχύει, συμμετρικά, και με μια απειλή). Η μη τήρησή της μπορεί να έχει συνέπειες, βέβαια. Αυτός που δεν τηρεί το λόγο του γίνεται ευρύτερα γνωστός ως αφερέγγυος και υφίσταται απώλειες από το κεφάλαιο εμπιστοσύνης που διαθέτει. Συνήθως, όμως, ο υποσχόμενος έχει τη δυνατότητα να αποδεσμευθεί ανωδύνως από την υποχρέωση να τηρήσει τα υπεσχημένα, επικαλούμενος κάποιο σοβαρό λόγο. Από τη στιγμή που η υπόσχεση δίνεται μονομερώς, αυτός στον οποίο δίδεται η υπόσχεση δεν είναι κάτοχος κάποιου πράγματος που το στερείται αν δεν υλοποιηθεί η υπόσχεση.
Συμβόλαιο, υπόσχεση και πολιτική «δέσμευση»
Το αντίθετο συμβαίνει με την υπογραφή ενός συμβολαίου – ή με την προφορική συμφωνία που έχει την ίδια δεσμευτική αξία, αν θεωρείται ότι επέχει θέση γραπτού συμβολαίου. Εκεί οι δύο συμβαλλόμενοι δεσμεύονται αμοιβαία, δηλαδή, ανταλλάσσουν μέρος της ελευθερίας που έχει ο καθένας με σκοπό το αμοιβαίο όφελος, οπότε οπωσδήποτε ο ένας χάνει αν ο άλλος δεν τηρήσει τα υπεσχημένα. Η τήρηση των όρων της συμφωνίας από τον Α και η αθέτησή τους από τον Β συνεπάγεται όφελος για το δεύτερο εις βάρος του πρώτου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας προϋποθέτει την ύπαρξη μηχανισμών ελέγχου και ενδεχομένως επιβολής κυρώσεων. Και δεν είναι ανάγκη να «φταίει» κάποιος για να υποστεί αυτές τις κυρώσεις, από τη στιγμή που δεν έχουν τηρηθεί οι όροι μιας συμφωνίας. Οι κυρώσεις αυτές αποτελούν μέρος του «κόστους» της μη τήρησης των όρων αυτών. Ο μη συμμορφούμενος σ’ αυτούς αναλαμβάνει εν γνώσει του το «κόστος» αυτό, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί ότι υπήρχε δόλος στη μη τήρηση της συμφωνίας και χωρίς να απαλλάσσεται αν αποδειχθεί το αντίθετο.
Η αθέτηση μιας υπόσχεσης έχει επίσης κόστος, αλλά αυτό είναι έμμεσο και σχετίζεται με τη φερεγγυότητα και το καλό όνομα του υποσχόμενου. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον πολιτικό. Στην πολιτική το απρόβλεπτο είναι καθοριστικής σημασίας και μπορεί πάντα να το επικαλεσθεί ένας πολιτικός όταν δεν μπορεί να φέρει εις πέρας τις υποσχέσεις του. Το απρόβλεπτο είναι συνυφασμένο με την πολιτική δραστηριότητα, πέρα από τις προγραμματικές εξαγγελίες, ακόμα και όταν ορίζονται ως δεσμεύσεις. Και γι αυτό, αυτός που υπόσχεται στην πολιτική, ριψοκινδυνεύει να μην μπορέσει να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, πράγμα που μπορεί να του στοιχήσει ακριβά σε ψήφους. Γι αυτό και σε πολιτικά ώριμες δημοκρατίες, ο πολιτικός αρκείται σε προβλέψεις και πιο σπάνια αποτολμά να δεσμευθεί.
Η «δέσμευση» πολιτικών στην Ελλάδα
Σε μια πολιτική κουλτούρα σαν τη δική μας, ο πολιτικός αρκετά εύκολα εγγυάται, δεσμεύεται ή και ορκίζεται. Υπό αυτές τις συνθήκες το κόστος αθέτησης των πολιτικών υποσχέσεων είναι μηδενικό, εφόσον οι πολίτες εύκολα ξεχνούν, αλλά κυρίως ιδίως διότι η μη τήρηση του λόγου, η μη πραγματοποιούμενη απειλή, η ρητορική μπλόφα είναι βαθύτατα εγγεγραμμένη στα ήθη μας. Η «υπόσχεση» είναι κάποια φράση που περιέχει τη λέξη αυτή ως πρόσθετη διαβεβαίωση. Ο ρόλος της είναι να ενισχύσει τη σιγουριά που πρέπει να έχει κανείς γι αυτά που λέει ο «υποσχόμενος». Δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα. Δεν δίδεται με πρόθεση εξαπάτησης, αλλά μέσα στο γενικότερο πλαίσιο διανοητικής και ηθικής ελαφρότητας που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στη χώρα μας μια «πολιτική δέσμευση» δεν λειτουργεί ποτέ σχεδόν όπως μια πραγματική δέσμευση, αλλά μάλλον ως δήλωση προθέσεων με ρητορική έμφαση. Η σημασία της είναι ανάλογη με αυτήν που οφείλει να δώσει κανείς σε ερωτικές υποσχέσεις, αν δεν μαγεύεται από αυτές.
Αυτά, ως προς την κουλτούρα μας, η οποία διαμορφώνει αντίστοιχο ορίζοντα προσδοκιών. Ο ψηφοφόρος πράγματι παρασύρεται συχνά από ένα πλέγμα εντυπώσεων, μέσα στο οποίο οι υποσχέσεις παίζουν σημαντικό ρόλο. Όταν επικρατεί αυτός ο λαϊκισμός, ισχναίνει η υποχρέωση λογοδοσίας που έχει ένα πολιτικό κόμμα στους ψηφοφόρους. Η πειστικότητα που μπορεί να έχει ένα κόμμα στην Ελλάδα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ιδεολογικό προφίλ που μπορεί να σχηματίσει και να μεταδώσει, τη γενικότερη εικόνα που παρουσιάζει, τα σύμβολα και τα επικοινωνιακά τρικ,ακόμα και τις φαντασιακές προβολές που προκαλεί σε πλήθος ανθρώπων. Πολύ λίγο μετράει η τεκμηρίωση, η επιχειρηματολογία, ο υπολογισμός του κόστους των εξαγγελιών. Για αντίστοιχους λόγους, η αποτυχία που αυταπόδεικτα συνάγεται από τη μη εκπλήρωση προγραμματικών στόχων δεν κρίνεται από τους ψηφοφόρους με την ίδια αυστηρότητα που απαντάται σε ώριμες δημοκρατίες όπως είναι π.χ. η Βρετανία. Γι αυτό οι προγραμματικές δεσμεύσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή συμβάλλουν κυρίως στη διαμόρφωση του προφίλ ενός κόμματος ή μιας πολιτικής προσωπικότητας και έτσι κρίνονται τελικά από την κοινή γνώμη.
Θα μπορούσε αυτό να αλλάξει; Ίσως, αλλά μόνο με μια μείζονος σημασίας μεταβολή στα πολιτικά μας ήθη, που θα περιλαμβάνει το και τις αρχές που διέπουν το Σύνταγμα και τη λειτουργία των θεσμών. Όσο αυτά δεν έχουν μια αρχική συμβολαιοκρατική βάση, που να ριζώσει και στα ήθη μας, η πολιτική θα είναι πελατειακή και θα έχει ως κυρίαρχο στοιχείο το λαϊκισμό πλαισιωμένο με ωραιόλογες υποσχέσεις, παρουσιασμένες ως «δεσμεύσεις» : πολιτικά ερωτόλογα που πείθουν τους αφελείς και κλείνουν το μάτι στους πελάτες-προσοδοθήρες – αυτούς που γυρεύουν να ωφεληθούν εις βάρος των άλλων.