Απεργίες Και Προσοδοθηρία

Μια ταπεινή πρόταση για ένα προσοδοθηρικό αντικίνητρο

Δημήτρης Δημητράκος

Για άλλη μια φορά ακινητοποιούνται τα πάντα με την απεργία στις συγκοινωνίες. Κάθε συνδικάτο, εδώ και πολλά χρόνια, έχει τη δυνατότητα να εκβιάζει την εκάστοτε κυβέρνηση κρατώντας σε ομηρία το κοινό.  Συνηθέστατα η κυβέρνηση δεν υποκύπτει, αλλά η εθνική ζημία είναι τεράστια.   Και συνηθέστατα οι απεργίες αυτές αφορούν το δημόσιο και όχι τον ιδιωτικό τομέα. Είναι, επιπλέον γνωστό, ότι οι απεργοί δεν χάνουν μεροκάματα, χρησιμοποιώντας διάφορα τερτίπια – δηλώνοντας άρρωστοι (πρόσφατα στο Μετρό), ή βαφτίζοντας την απεργία τους «στάση εργασίας» (δικαστές) κλπ. Η επιτυχία τους βασίζεται στη μονιμότητά τους και στη συμπυκνωμένη εκβιαστική τους  ισχύ σε ορισμένους τομείς. Η «δύναμη βλάβης» που έχουν είναι τεράστια και τη χρησιμοποιούν αδίστακτα για να διαφεντέψουν τα προνόμια τους.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ζητείται από πολλούς η άρση της μονιμότητάς τους. Η πρόταση, όμως, αυτή είναι ανέφικτη, διότι κανένα κόμμα στην εξουσία δεν θα τολμούσε να την εφαρμόσει. Επί πλέον, μια σύγχρονη χώρα χρειάζεται ένα σώμα υπευθύνων κρατικών λειτουργών με το προνόμιο της μονιμότητας – τουλάχιστον στα ανώτερα κλιμάκια. Το προνόμιο της μονιμότητας ­ πέρα από την απολαβή ενός ικανοποιητικού μισθού,­ είναι το αντάλλαγμα που χορηγεί η πολιτεία για να μη χάσει τα πολύτιμα στελέχη της στην αγορά εργασίας.

Για να χρησιμοποιήσουμε τεχνική γλώσσα, τα προνόμια που απολαμβάνει ένας δημόσιος υπάλληλος αντιπροσωπεύουν το «κόστος ευκαιρίας» που πρέπει να πληρωθεί για τις υπηρεσίες που προσφέρει. Αν όμως πληρωθεί περισσότερο από αυτό το «κόστος ευκαιρίας», το πλεόνασμα αποτελεί μορφή οικονομικής προσόδου, δηλαδή μιας πληρωμής πάνω και πέρα από αυτό που χρειάζεται ως κίνητρο για ένα οικονομικό υποκείμενο για να προσφέρει ορισμένες υπηρεσίες. Και κάθε μορφή οικονομικής προσόδου με αυτή την έννοια είναι αδικαιολόγητη: ­ από τα υπερκέρδη ενός μονοπωλίου ως την προνομιούχο μονιμότητα ενός κλητήρα.

Διορισμοί και προνόμια

Η προσοδοθηρία μικρής ή μεγάλης κλίμακας παίρνει πολλές και διάφορες μορφές στην Ελλάδα: χαριστικές συμβάσεις, υπερκέρδη, αργομισθίες, παρασιτικούς διορισμούς στο Δημόσιο, καθώς και επιδοτήσεις πάσης φύσεως. Το προσοδοφόρο προνόμιο όμως είναι ακριβώς εκείνο που είναι οικονομικά και κοινωνικά αδικαιολόγητο. Σήμερα αντιστρέφονται οι όροι. Οι πληρωμές και οι διορισμοί όχι μόνο δεν γίνονται κατ’ αξίαν, αλλά θεωρείται επιτυχία ­ και το κυριότερο, θεωρείται θεμιτή η αναζήτηση μιας τέτοιας «επιτυχίας» ­ όταν γίνονται πέρα και πάνω από την αξία ή την καταλληλότητα του ωφελουμένου [1].

Είναι σε όλους γνωστό ότι η ύπατη φιλοδοξία  της πλειονότητας των νέων ήταν μέχρι σήμερα – και συνεχίζεται να είναι- να καταστεί κρατικοδίαιτος διά βίου, εξασφαλίζοντας μια θέση στο Δημόσιο. Η προσοδοθηρία του έχει εμφυσηθεί από την οικογενειακή του ανατροφή.

Η επικράτηση όμως του προσοδοθηρικού ήθους ­ και η εισβολή στο Δημόσιο ευρύτατων ομάδων που διακατέχονται από αυτό το ήθος, έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις πολιτών που αναρωτιούνται πού θα πάει επιτέλους αυτή η κατάσταση, η οποία μεταξύ άλλων εκτρέφει και την απεργιακή επιτρεπτικότητα στους δημόσιους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ. Η επιτρεπτικότητα αυτή συνίσταται στην ανοχή που δείχνει η πολιτεία στις απεργιακές κινητοποιήσεις προκειμένου περί κρατικών υπαλλήλων[2]. Η ελληνική οικονομία υφίσταται πάμπολλες ζημιές από απεργίες στον κρατικό τομέα, όπου ο απεργός δεν κινδυνεύει με απόλυση αλλά ούτε καν περικοπές μισθού στη διάρκεια της απεργίας.

 Ένα προσδοθηρικό αντικίνητρο

Η απεργία στο δημόσιο είναι μια βίαιη και συμπυκνωμένη μορφή προσοδοθηρίας, με την έννοια ότι μέσα από αυτή επιζητείται η διατήρηση ή η επέκταση ενός οικονομικού προνομίου (ή ενός προνομίου που είναι μεταφράσιμο σε οικονομικούς όρους). Η πίεση που ασκείται είναι καθαρά πολιτική, διότι η κυβέρνηση προσμετρά το συνολικό κόστος επίλυσης του προβλήματος και το πολιτικό κόστος μη ικανοποίησης του απεργιακού αιτήματος ογκούται υπέρμετρα όταν οι κινητοποιήσεις αυτές… ακινητοποιούν την κοινωνία φράζοντας δρόμους, κάνοντας κατάληψη σε κτίρια κτλ. Και επειδή πάσσαλος πασσάλω εκρούεται θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάποιο… προσοδοθηρικό αντικίνητρο στις απεργίες.

Ενα τέτοιο μέτρο θα ήταν η χορήγηση ενός ειδικού πριμ, υπολογισμένου με βάση το ετήσιο κόστος των απεργιών στην ελληνική οικονομία. Αν το κράτος εκχωρήσει ένα κλάσμα αυτού του κόστους, ας πούμε 20%, η κοινωνία θα έχει κέρδος, πληρώνοντας σχετικά φθηνά για ένα «δημόσιο αγαθό» ή μάλλον θα εξαγοράζει σε αρκετά καλή τιμή το κόστος ενός «δημόσιου κακού».

Το πριμ αυτό θα μπορούσε να πάρει τη μορφή συλλογικού επιδόματος εργασιακής παρουσίας ,  που θα χάριζε το κράτος σε εκείνους τους εργαζομένους που θα έχουν συμπληρώσει έναν ορισμένο αριθμό ημερών εργασίας ως το τέλος του έτους. Δεν το «δικαιούνται» αυτό το επίδομα. Δεν είναι μέρος του μισθού τους. Δεν τους το χρωστάει κανείς. Δίδεται χαριστικά σε εκείνους που ευδοκίμως υπηρέτησαν για αυτό το διάστημα. Δεν δίνεται σε εκείνους που για οποιονδήποτε λόγο, που μπορεί να είναι και δική τους επιλογή η οποία δεν αποκλείεται και να τους τιμά, αποποιούνται αυτό το επίδομα, συμμετέχοντας σε μια δίκαιη ίσως και ηρωική απεργία. Στην περίπτωση αυτή δεν συμμετέχουν στη μοιρασιά του συλλογικού αυτού επιδόματος. Οσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των απεργών τόσο μεγαλύτερη θα είναι η μερίδα του επιδόματος που θα εισπράξει ο μη απεργός.  

Και είναι αρκετά δύσκολο, αλλά συγχρόνως αξιέπαινο και ηρωικό, λαμβάνοντας υπόψη τις κρατούσες νοοτροπίες, να θελήσει κανείς να παραιτηθεί ενός επιδόματος, που όχι μόνο δεν θα εισπράξει αν απεργήσει, αλλά θα πάρει άλλος στη θέση του και εις βάρος του.  Ο μη απεργός γίνεται «προσοδοθήρας» ωφελημάτων που θα αντλήσει από τις θυσίες των άλλων, δηλαδή, των απεργών. Υπό το σημερινό καθεστώς, ο απεργός στο δημόσιο επιβραβεύεται ως «λαθρεπιβάτης» (free rider), όπως ονομάζεται στη σύγχρονη οικονομία αυτός που απολαμβάνει ένα αγαθό χωρίς να πληρώνει. Με το μέτρο αυτό, ο free rider θα είναι ο μη απεργός, εισπράττοντας το πριμ μη αγωνιζόμενος.

Το μέτρο αυτό σώζει και την τιμή των απεργών στο δημόσιο οι οποίοι αντιμετωπίζονται σήμερα ως «τζάμπα μάγκες», εφόσον δεν ριψοκινδυνεύουν τίποτε. Από τη στιγμή που, χωρίς να χάσουν τίποτε από τον μισθό τους ή την ίδια τους τη θέση στο δημόσιο, τους δίδεται η ευκαιρία να αποποιηθούν εθελοντικά ένα πλεονέκτημα «για την τιμή των όπλων», κανένας δεν θα μπορεί να τους ψέξει για «τζάμπα μαγκιά». Ισα – ίσα, η αποποίηση αυτή θα τους τιμά. Θα αντιπροσωπεύει την πραγματική αξία της μαγκιάς τους. Αυτή μπορούν να την αποδείξουν άλλωστε… απεργώντας κατά του μέτρου αυτού, αν και εφόσον υιοθετηθεί[3].


[1] Γι αυτό και οι διαμαρτυρίες που εκφράζονται για τους μη αξιοκρατικούς διορισμούς π.χ. σε ΔΕΚΟ, είναι μάταιες, από τη στιγμή που η επικρατούσα κουλτούρα και τα τρέχοντα ήθη επιβραβεύουν την αναξιοκρατία: όσο λιγότερη η πραγματική καταλληλότητα  κάποιου διορισμένου, τόσο μεγαλύτερη η «αξία» του ως μάγκα, καταφερτζή, κλπ.

[2] Όπως είναι γνωστό, απεργίες στον ιδιωτικό τομέα, σχεδόν ποτέ δεν πραγματοποιούνται.

[3] Θα είναι ηθικά δύσκολο για αυτούς τους συνδικαλιστές να αποδυθούν σε «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» για …να μην πάρουν ορισμένοι από αυτούς ένα επίδομα!

Advertisement


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s