ΔΝΤ Και Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε: 03/02/2013 Filed under: Uncategorized | Tags: πολλαπλασιαστης, ΑΕΠ, ΔΝΤ, ελλαδα, κρίση 2 ΣχόλιαΓ. Αρχόντας
Τι σημαίνει το λάθος στους πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ.
Μεγάλη αναταραχή προκάλεσε η ομολογία στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ότι το πρόγραμμα για την Ελλάδα έπεσε έξω ως προς τον «δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή» ή, με απλά λόγια, ως προς το ακριβές μέγεθος των συνεπειών των μέτρων λιτότητας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Κάποιοι μάλιστα έσπευσαν να ερμηνεύσουν αυτές τις δηλώσεις ως απόδειξη της συνολικής αποτυχίας της πολιτικής λιτότητας. Είναι όμως όντως έτσι;
Α. Η υποχρεωτική ανεπάρκεια της μακροοικονομικής προσέγγισης.
Ας δούμε πρώτα τι είναι αυτοί οι περιβόητοι πολλαπλασιαστές.
Πάνω-κάτω, είναι αυτό που λέει το όνομά τους: σε μια συνάρτηση που συνδέει διάφορες παραμέτρους – μεταβλητές, οι πολλαπλασιαστές (οι συντελεστές στα καθαρά μαθηματικά) προσδιορίζουν το βάρος της επίδρασης της μίας παραμέτρου επί της άλλης· κάτι σαν το χ = 2ψ. Ο συντελεστής, ή πολλαπλασιαστής 2 μας δείχνει ότι το χ αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό από το ψ. Αν το ψ είναι 1, τότε το χ γίνεται 2. Αν το ψ είναι 2, τότε το χ γίνεται 4 και ούτω καθεξής.
Τώρα, οι οικονομικές συναρτήσεις διαφέρουν από τις καθαρά μαθηματικές ως προς το εξής: στόχος τους είναι η αναπαράσταση ενός περίπλοκου φαινομένου – του οικονομικού – και η πρόβλεψη της εξέλιξής του. Η περιπλοκότητα της οικονομίας έγκειται στο ότι οι επιμέρους εκφάνσεις της είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης δισεκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι δρουν βάσει των ατελών πληροφοριών που διαθέτουν επιδιώκοντας τους υποκειμενικούς τους σκοπούς – κι όλα αυτά, ενώ ταυτόχρονα, κάθε δράση ανατροφοδοτεί το σύστημα, δηλαδή επηρεάζει, έστω και κατ’ ελάχιστο, τα μελλοντικά αποτελέσματα.
Αυτό που επιχειρούν να κάνουν οι οικονομολόγοι που ασχολούνται με έννοιες όπως ο πολλαπλασιαστής, είναι να δημιουργήσουν ένα λειτουργικό μοντέλο αυτής της περιπλοκότητας το οποίο θα επιτρέπει την εξαγωγή βάσιμων προβλέψεων. Επιλέγουν λοιπόν κάποιες παραμέτρους από το σύνολο των δισεκατομμυρίων μεταβλητών, σταθμίζουν με δοκιμές και λάθη την μία έναντι της άλλης, και συντάσσουν συναρτήσεις που, όπως ισχυρίζονται, τους επιτρέπουν να διατυπώνουν προβλέψεις[1]. Ως προς αυτό, το ΔΝΤ με τον πχ Βαρουφάκη ή τον Λαπαβίτσα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα: ακολουθούν όλοι την ίδια μακροοικονομική μεθοδολογία.
Από ένα περίπλοκο φαινόμενο λοιπόν, επιλέγονται κάποιες παράμετροι, σταθμίζονται μεταξύ τους και έτσι δημιουργείται ένα απλούστερο μοντέλο υποτίθεται αντίστοιχο: αν κάτι συμβαίνει στο μοντέλο, υποτίθεται ότι το ίδιο θα συμβεί και στην πραγματικότητα. Είναι προφανές όμως ότι, ακόμα και με τις παραδοχές όσων ασπάζονται την μεθοδολογική επάρκεια αυτής της προσέγγισης (υπόθεση κατά της οποίας υπάρχουν πολλές και ισχυρές ενστάσεις[2]), απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να συνεχίσει το μοντέλο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα,είναι η τελευταία να μην αλλάζει ριζικά, να διατηρείται δηλαδή μια ορισμένη κανονικότητα στη λειτουργία της, που εξασφαλίζει ότι η αντιστοιχία της αρχικής παραμετροποίησης συνεχίζει να ισχύει.
Αυτό εξ ορισμού δεν συμβαίνει υπό συνθήκες κρίσης. Ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους οι μεταβλητές αλλάζει και μάλιστα κατά πολύ. Για παράδειγμα, ενώ υπό κανονικές συνθήκες η πληρωμή των τελών κυκλοφορίας θεωρείται σχεδόν βέβαιη, από ένα σημείο και μετά, πολλοί ιδιοκτήτες ΙΧ αποφασίζουν ότι τους συμφέρει περισσότερο να καταθέσουν τις πινακίδες τους. Ενώ υπό κανονικές συνθήκες το πετρέλαιο θέρμανσης θεωρείται ότι έχει μια σχετικά μη ελαστική ζήτηση, από ένα σημείο και μετά πολλοί καταφεύγουν σε εναλλακτικές όπως το ξύλο, το ρεύμα ή τα μπουφάν και τις κουβέρτες. Τέτοιες αλλαγές είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραμετροποιηθούν, πόσο μάλλον να προβλεφθούν.
Ο Friedrich Hayek, μεταξύ άλλων στο άρθρο του “The Primacy of the Abstract” [3], τονίζει ότι η αναγκαία αφαίρεση από την περίπλοκη πραγματικότητα κάποιων από τις λειτουργούσες παραμέτρους προκειμένου να δημιουργηθεί ένα απλούστερο μοντέλο, συνεπάγεται αναγκαστικά ότι η πρόβλεψη βάσει των μοντέλων αυτών είναι τουλάχιστον επισφαλής. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της περιπλοκότητας του οικονομικού φαινομένου, υποστηρίζει ο Hayek, οι προβλέψεις μπορούν να είναι μόνο γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα, να αποφαίνονται μοναχά επί των γενικών τάσεων.
Γι’ αυτό λοιπόν, κάθε είδους μακροοικονομική πρόβλεψη – του ΔΝΤ όπως και του Βαρουφάκη – είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πέσει έξω, ιδίως από την στιγμή που η πραγματικότητα την οποία υποτίθεται ότι αναπαριστούν τα μοντέλα της αλλάξει ριζικά, όπως εξ ορισμού συμβαίνει στις κρίσεις.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, σε εποχές κρίσεων οι θεσμοί και κυρίως οι σχέσεις των θεσμών με τους πολίτες αλλάζουν απρόβλεπτα (συχνά μάλιστα δεν λειτουργούν καθόλου), με αποτέλεσμα αυτό που έχει προβλεφθεί με βάση την «κανονική» λειτουργία κάποιου θεσμού να μην πραγματοποιείται. Αυτό το μη καθαρά οικονομετρικό δεδομένο, επηρεάζει προφανώς σε μεγάλο βαθμό τα οικονομικά αποτελέσματα.
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, όπως χαρακτηριστικά τονίζει πλειστάκις ο Hayek, ένας οικονομολόγος που είναι μόνο οικονομολόγος, δεν είναι καλός οικονομολόγος: όταν κανείς σχεδιάζει οικονομικά προγράμματα ή όταν κάνει σχετικές προβλέψεις, πρέπει να λαμβάνει υπόψη και μη οικονομικά μεγέθη (από τους θεσμούς, μέχρι την πολιτική βιωσιμότητα και την διεθνή συγκυρία), ακόμα και αν αυτά δεν είναι εύκολο, ή είναι εντελώς αδύνατο, να παραμετροποιηθούν αριθμητικά.
Β. Τα επώδυνα μέτρα δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Συνεπάγεται όμως αυτό ότι τα επώδυνα μέτρα θα μπορούσαν να αποφευχθούν; Αναμφίβολα όχι.
Η κρίση που ζούμε είναι η συνέπεια μιας μακράς περιόδου στρέβλωσης της εθνικής οικονομίας – μιας μακράς περιόδου μη βιώσιμων επενδύσεων του κεφαλαίου (χρημάτων, πρώτων υλών, γνώσεων, ανθρώπινου δυναμικού κτλ).
Τις τελευταίες δεκαετίες, η πρόσβαση σε αφύσικα φτηνό χρήμα αρχικά μέσω πληθωρισμού και στη συνέχεια μέσω δανεισμού που έγινε ακόμα πιο εύκολος μετά και την συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη, κατέστησε εφικτές και επικερδείς επενδύσεις που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν βιώσιμες. Σκεφτείτε για παράδειγμα τις πάμπολλες μπουτίκ ανά οικοδομικό τετράγωνο που πλέον έχουν κλείσει, ή τα μαγαζιά με «είδη δώρων». Το επίπεδο κατανάλωσης, χάρη στην οποία λειτουργούσαν αυτά τα μαγαζιά, εξαρτιόταν από την διαρκή (και διαρκώς αυξανόμενη) διαθεσιμότητα φτηνού χρήματος. Ομοίως, από τα δανεικά χρηματοδοτούταν το Δημόσιο, η οικοδομή (άλλη «ραχοκοκαλιά της οικονομίας»), ο αγροτικός κόσμος κτλ.
Το deficit spending όμως, οι δημόσιες δαπάνες από δανεικά που δημιουργούν έλλειμμα, δεν μπορούν να κρατούν για πάντα. Κάποτε η φούσκα σπάει και τότε όλες αυτές οι λάθος επενδύσεις, που υπό κανονικές συνθήκες είτε δεν θα γίνονταν, είτε θα αποτύγχαναν μία-μία και σε περιβάλλον που θα απορροφούσε τις συνέπειες αυτών των επιμέρους αποτυχιών, έσκασαν όλες μαζί με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Συνεπώς, όποια λύση και αν προκρινόταν για το ελληνικό πρόβλημα – Μνημόνιο, παύση πληρωμών, επιστροφή στη δραχμή, ακόμα και το εκτεταμένο τύπωμα ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα –η παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας θα έπρεπε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναγκαστικά να αλλάξει. Κι αυτό σημαίνει ότι σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα πολλοί άνθρωποι θα έχαναν τη δουλειά τους, πολλοί θα έχαναν τα χρήματα που είχαν επενδύσει, η κατανάλωση θα μειωνόταν, οι κοινωνικές συνέπειες θα ήταν βαριές και αισθητές.
Συμπερασματικά: Η επώδυνη διόρθωση των στρεβλώσεων είναι σε κάθε περίπτωση αναπόφευκτη. Και οι συγκεκριμένες προβλέψεις ως προς τις επιμέρους συνέπειες του οποιουδήποτε προγράμματος αντιμετώπισης της κρίσης είναι αναγκαστικά επισφαλείς, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούν ακριβή μεγέθη. Η μόνη δυνατή πρόβλεψη αφορά τις γενικές τάσεις.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι αν το «Μνημόνιο πρέπει να καταργηθεί», αλλά το πώς το πρόγραμμα θα προσαρμοστεί, ή μάλλον πώς θα προσαρμόζεται διαρκώς, στις αναπόφευκτες μεθοδολογικά αστοχίες της κάθε μακροοικονομικής προσέγγισης. Το πεδίο αναμέτρησης των διαφόρων προτάσεων είναι ο συνδυασμός της διάρκειας, της έντασης και της κατανομής των συνεπειών της διόρθωσης – όχι η αναγκαστικά επώδυνη διόρθωση καθ’ αυτή. Μαγικές λύσεις, δυστυχώς, δεν υπάρχουν.
[1] Αναγκαστικά η προσπάθειά τους αυτή υπόκειται στους μεθοδολογικούς περιορισμούς που θέτει το πρόβλημα της “εφαρμοστικότητας της καμπύλης” (curve fitting problem): επιλέγονται διάφορα στοιχεία που χρησιμεύουν ως παράμετροι σε μία συνάρτηση, και επιλέγεται και η ίδια η συνάρτηση – εκείνη που βάσει των στοιχείων παρουσιάζει πειστικότερη εφαρμογή για να γίνει ορθή πρόβλεψη.
[2] Βλέπε χαρακτηριστικά Hayek (1937) Economics and Knowledge, και (1943) The Facts of The Social Sciences στο Hayek (1948) Individualism and Economic Order (σς. 33-76). Chicago University Press.
[3] Hayek (1969) The Primacy of the Abstract στο Hayek (1978) New Studies in Philosophy, Politics, Economics and the History of Ideas (σς. 35-49). London: Routledge
Νομίζω ότι δεν λαμβάνετε υπόψη ότι αυτά που αναφέρετε ισχύουνε για τις ελεύθερες, λίγο-πολύ- καπιταλιτιστικές αγορές και κοινωνίες και όχι για την ελληνική «σοβιετικού τύπου» πραγματικότητα, όπου οι θεσμοί δεν λειτουργούσαν ποτέ. Είναι συνεπώς μοιραίο οι προβλέψεις, απ’ όπου και αν προέρχονται, συνεχώς να αποτυγχάνουν, η δε εξήγηση των παρελθόντων ανάγεται όλο και λιγότερο στην σφαίρα της οικονομικής επιστήμης.
Θεωρω το προβλημα περησοτερο πολιτιστικο και οικονομικο