Αριστερός Συντηρητισμός
Δημοσιεύθηκε: 29/03/2013 Filed under: Uncategorized 2 ΣχόλιαΓ. Αρχόντας
Μια κριτική στο άρθρο του καθηγητή Κωνσταντίνου Τσουκαλά «Νέα ήθη: έξω χαραμοφάηδες, επίορκοι και λοιποί “ύποπτοι”».
Έχοντας στο παρελθόν την τύχη να έχω τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά καθηγητή έστω και μόνο για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και παραγωγικό εξάμηνο, αισθάνομαι την ανάγκη να ασκήσω ανοιχτή κριτική στο περιεχόμενο και το πνεύμα του πρόσφατου άρθρου του που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 23 Μαρτίου 2013 – ιδίως μάλιστα εφόσον οι θέσεις που εκφράζει εκεί είναι απολύτως χαρακτηριστικές μιας ευρύτερης, εξαιρετικά δημοφιλούς στάσης.Ο Τσουκαλάς ξεκινά λέγοντας ότι η «μεταρρυθμιστική ευχολογία» είναι συχνά κοινότοπη – επίθετο που του επιτρέπει να ξεπεράσει τον σκόπελο της ευθείας απάντησης στο κρίσιμο ερώτημα: ανεξάρτητα από τις όποιες προτάσεις κατατίθενται σχετικά, το ίδιο το μεταρρυθμιστικό αίτημα καθαυτό, είναι ή όχι εύλογο, επίκαιρο, επιτακτικό;Βεβαίως, στην συνέχεια η απάντηση δίνεται, έστω και πλαγίως. Ο δημόσιος τομέας κατά τον Τσουκαλά είναι «πάσχων» εντός-εισαγωγικών. Ή μάλλον: μόνο εντός εισαγωγικών. Και τα εισαγωγικά δεν σταματούν εδώ. Ο αναγνώστης τα συναντά 22 φορές σε 8 παραγράφους – 23 αν μετρήσουμε και τον τίτλο. Είναι προφανές ότι ο Τσουκαλάς διαφωνεί με την έννοια που οι φιλομεταρρυθμιστές δίνουν στις λέξεις – όμως ο ίδιος δεν τις αποκαθιστά. Μάλλον, θεωρεί την σωστή τους εννοιολόγηση αυτονόητη για τον αναγνώστη…Για τον Τσουκαλά λοιπόν, η συζήτηση περί εξυγίανσης του Δημοσίου είναι μάλλον άτοπη. Γράφει:
«Ακόμα κι αν ακούγονται ευλογοφανείς οι κοινότοπες αυτές γενικολογίες μπορεί να είναι υποβολιμαίες και αποπροσανατολιστικές. Ο αποφαντικά μεταρρυθμιστικός λόγος τείνει πάντα να λέει τη μισή μόνο αλήθεια παρακάμπτοντας τις αντιφάσεις που κατ’ ανάγκην ενυπάρχουν σε όλα τα αξιακά και πολιτικά διακυβεύματα. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό πως, για να είναι δυνατόν να λειτουργεί αποτελεσματικά και ορθολογικά ο πάσχων δημόσιος τομέας, θα πρέπει να προσλαμβάνεται και να λειτουργεί ακριβώς όπως και ο υγιής ιδιωτικός, δεν υπάρχουν πλέον αξιακά διλήμματα και ο φαύλος κύκλος τετραγωνίζεται. Η μόνη εγγύηση για την καλή λειτουργία του κράτους είναι να ακολουθεί πιστά τα αγοραία πρότυπα.»
Το μεταρρυθμιστικό αίτημα είναι συνεπώς απλώς μια πρόφαση προκειμένου να εισαχθούν αγοραία πρότυπα στην λειτουργία του κράτους! Και το τίμημα, το εξής:
«Θα πρέπει ταυτόχρονα να υπονομευθούν ή και να αποδυναμωθούν οι συμβολικές και πολιτικές σκοπιμότητας (sic) που σφράγιζαν την ιδέα του δημόσιου τομέα και του δημόσιου συμφέροντος με την ιστορική τους ιδιαιτερότητα. Οι κρατικοί μηχανισμοί καλούνται να λειτουργούν με μόνα κριτήρια την παραγωγική τους αποτελεσματικότητα και τη (μετρήσιμη) «ποσότητα» του παραγόμενου «έργου».»
Ποια είναι λοιπόν κατά τον Τσουκαλά η «ιστορική ιδιαιτερότητα», ποιες είναι οι «συμβολικές και πολιτικές σκοπιμότητες»; Η εξής μία: η εξαίρεση του κράτους από ποσοτικά κριτήρια. Γράφει παρακάτω πως, υπό την αγοραία αντίληψη:
«Η ποιότητα υποκλίνεται στην ποσότητα, η δίκαιη, κριτική και επιεικής στάθμιση αντιφατικών καταστάσεων υποτάσσεται στον αυτοματισμό της παραγωγικής μεγιστοποίησης […] Οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί είναι απλοί παραγωγοί χρήσιμων υπηρεσιών, ενώ οι πολίτες που τις «χρησιμοποιούν» δεν είναι παρά ορθολογικοί «χρήστες».»
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσει κανείς το παραπάνω απόσπασμα. Ο ένας είναι πως η μέχρι σήμερα παραγόμενη ποιότητα στο Δημόσιο θα υποκλιθεί στον στόχο της ποσότητας. Ο άλλος είναι πως ακόμα κι αν ποιότητα σήμερα δεν παράγεται – ή δεν παράγεται σε ικανοποιητικό βαθμό – ακριβώς επειδή η επιδίωξη ποσοτικών αποτελεσμάτων είναι στόχος ασύμβατος με την επίτευξή της ποιότητας (ισχυρισμός που παρουσιάζεται ως περίπου αυταπόδεικτός!), η τελευταία χάνεται οριστικά ακόμα και ως δυνατότητα. Πάντως, τα προηγούμενα εισαγωγικά στον «πάσχοντα» δημόσιο τομέα, μάλλον γέρνουν την ερμηνευτική ζυγαριά προς το συμπέρασμα πως ο Τσουκαλάς όντως πιστεύει ότι το Δημόσιο σήμερα παράγει ποιότητα!
Και γιατί, κατά τον Τσουκαλά, επιδιώκεται η ποσοτικοποίηση; Για να
«εμφανιστεί ως αναγκαία η κατάργηση της ιστορικής μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων […] Στο μέτρο που ο παράδεισος είναι αντιπαραγωγικός, είναι, μας λένε, απολύτως λογικό και δίκαιο η «αναγκαία» εργασιακή κόλαση να πλήττει όλους υπό ίσους όρους.» Παράδεισος λοιπόν το Δημόσιο, από τον οποίο οι ποσοτικόπληκτοι μεταρρυθμιστές θέλουν να εξορίσουν όσους έχουν την τύχη να τον απολαμβάνουν σήμερα!
Ακολουθεί ένας μάλλον χοντροκομμένος strawman:
«Η μονιμότητα πρέπει λοιπόν να καταργηθεί παντού, η εργασιακή ανασφάλεια να γενικευθεί, η αυθαιρεσία του εργοδότη να θεσμοποιηθεί και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από την εργασιακή πειθαρχία να πατάσσεται αμείλικτα. Ως βλαπτικοί λοιπόν, όλοι οι μη χρήσιμοι είναι αναλώσιμοι. Όπως έλεγε ο Χέρμπερτ Σπένσερ, θα πεθάνουν και είναι καλό να πεθάνουν.»
Όσοι λοιπόν ζητούν να εισαχθούν ποσοτικά κριτήρια στο Δημόσιο (βλέπε: κριτήρια εν γένει), είναι κοινωνικοί δαρβινιστές που θέλουν να πεθαίνουν οι μη χρήσιμοι!
Παρακάτω, συνεχίζει:
«Η καταστατική αυτή προτεραιότητα της αγοραίας αποτελεσματικότητας συνιστά ρήξη με μιαν ολόκληρη παράδοση. Να θυμηθούμε πως μέχρι πρόσφατα οι ισχύουσες διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα θεωρούνταν απολύτως επαρκείς για να απαλλάσσουν το σύστημα από τους «επίορκους» και τους «αργόμισθους».»
Ακόμα μια έμμεση απάντηση για το αν το Δημόσιο είναι πάσχον ή «πάσχον»: Για τον Τσουκαλά οι ισχύουσες διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα είναι απολύτως επαρκείς! Καμία ανάγκη δεν υπάρχει για την αναθεώρησή τους. Άλλωστε,
«οι ολιγάριθμοι ψευδοτυφλοί της Ζακύνθου παραδόθηκαν στη δημόσια χλεύη με μόνο στόχο να υπονομευθεί το σύστημα υγείας»!
Και βεβαίως, το άρθρο κλείνει με την απαραίτητη, πλην όμως, απολύτως άσχετη με το θέμα κατακλείδα που όλους μας ενώνει:
«Να θυμηθούμε ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο πρόεδρος Μπους εγκαινίασε μετά βαΐων και κλάδων μια νέα κατηγορία αποδιοπομπαίων, τους «ύποπτους». Απλές «ενδείξεις» ότι μπορεί κάποιος να ενέχεται σε αντισυστημικές ενέργειες αρκούσαν για να εγκλειστεί επ’ αόριστον στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο».»
Όποιος ζητά εξυγίανση του Δημοσίου, κριτήρια αξιολόγησης και λογοδοσίας είναι περίπου ιδεολογικός συνοδοιπόρος του βασανιστή Μπους και οραματίζεται νέα κολαστήρια τύπου Γκουαντάναμο για τους Δημόσιους Υπαλλήλους οι οποίοι αντιστεκόμενοι φυλάνε για λογαριασμό όλων μας τις Θερμοπύλες του εργασιακού παραδείσου, των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και συμβολισμών του κράτους, μιας ολόκληρης παράδοσης.
Υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν μάλλον παράδοξο ένας διαπρεπής Αριστερός στοχαστής να εκφράζει θέσεις τόσο καταφανώς συντηρητικές, αν αυτό δεν είχε γίνει πλέον ο κανόνας σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον εγχώριο δημόσιο διάλογο.
Δυστυχώς όμως, η στάση του Τσουκαλά είναι χαρακτηριστική του ιδιότυπου ελληνικού Αριστερού συντηρητισμού: Δεν είναι κατά των ποσοτικών κριτηρίων, της κατάργησης της μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων, των απολύσεων: είναι κατά της αξιολόγησης εν γένει, κατά της λογοδοσίας ως αρχής, κατά της μεταρρύθμισης συνολικά. Τα πράγματα, κατά τον Τσουκαλά, έχουν καλώς – και η προσπάθεια αλλαγής τους, αν δεν είναι πρόφαση για την συνειδητή πρόκληση ζημίας, τουλάχιστον θα έχει αρνητικά αποτελέσματα. Ο Hirschman μάλλον θα εκπλησσόταν αν μάθαινε ότι ο δημόσιος λόγος Ευρωπαίων σοσιαλιστών μπορεί τόσο εύκολα να ταξινομηθεί στην τυπολογία της Ρητορικής της Αντίδρασης που συνέταξε.
Δυστυχώς, η παράδοση της ιδιαιτερότητας που θέλει να διαφυλάξει ο αγαπητός και σεβαστός μου καθηγητής υπερβαίνει τα εργασιακά ήθη του Δημοσίου: αφορά τα ήθη του εν Ελλάδι δημόσιου διαλόγου, τον αποκλεισμό θεμάτων από την δυνατότητα κριτικής ως δήθεν κεκτημένων ή στοιχείων της ιδιοσυστασίας μας, την χρήση ρητορικών τεχνασμάτων στη θέση των επιχειρημάτων, την εξομοίωση των φορέων της αντίπαλης άποψης με τους συλλογικούς μας δαίμονες. Πρόκειται για μια παράδοση προς την οποία – το ομολογώ κι ας θεωρηθώ συνοδοιπόρος του Μπους – δεν τρέφω καμία συμπάθεια.
Για όλα αυτά, η μεταρρύθμιση τόσο στο Δημόσιο, όσο και στον δημόσιο διάλογο είναι, contra Tsoukalam, απολύτως αναγκαία.
—
Βλέπε ακόμη το πολύ ενδιαφέρον σχετικό άρθρο του Παναγιώτη Καρκατσούλη «Όχι άλλη «μεταρρύθμιση» – Μεταρρύθμιση τώρα!» εδώ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΑΚΡΥΝΑΡΙ…
Ἐννεός πληροφορήθηκα ἀπό τήν εἰσαγωγήν σου, γιοῦκα μου, πῶς ὅ ἔν λόγω κύριος τυγχάνει καθηγητής καί δῇ ἀριστερός! Μᾶλλον γιά…δημαρ μοῦ κάνει.
Ἐπί τοῦ θέματος, τώρα, ἥ κατάχρησις, ἀπό πλευρᾶς του, τοῦ ἐπιθετικοῦ λόγου ἔχει ἀπισχνάσει εἴς βαθμόν ἀποσυνθέσεως τά ὄποια ἐπιχειρήματα μετῆλθε.
Διά τό ἀληθές τοῦ ἰσχυρισμοῦ μου παραθέτω, ἐνδεικτικῶς καί οὐχί περιοριστικῶς, ὀρισμένα ἔξ αὐτῶν, εἴς μίαν ὀλόκληρον παράγραφον, τά ὀποῖα μετῆλθε διά νά χαρακτηρίσῃ, δίκην ἰατρικῆς γνωματεύσεως, πάσχουσες ἔννοιες :
«…Υπάρχει όμως και το τίμημα. Θα πρέπει ταυτόχρονα να υπονομευθούν ή και να αποδυναμωθούν οι συμβολικές και πολιτικές σκοπιμότητας που σφράγιζαν την ιδέα του δημόσιου τομέα και του δημόσιου συμφέροντος με την ιστορική τους ιδιαιτερότητα. Οι κρατικοί μηχανισμοί καλούνται να λειτουργούν με μόνα κριτήρια την παραγωγική τους αποτελεσματικότητα και τη (μετρήσιμη) «ποσότητα» του παραγόμενου «έργου». Καλοί τελωνοφύλακες είναι εκείνοι που εντοπίζουν περισσότερα λαθραία, καλοί καθηγητές ΑΕΙ εκείνοι που απονέμουν διπλώματα σε περισσότερους φοιτητές και γράφουν περισσότερες αράδες, καλοί αστυνομικοί εκείνοι που συλλαμβάνουν περισσότερους έγχρωμους μικροπωλητές και καλοί δικαστές όσοι εκδίδουν περισσότερες αποφάσεις σε λιγότερο χρόνο. Η ποιότητα υποκλίνεται στην ποσότητα, η συμβολική επικύρωση των κοινών αξιών
αποτιμάται από το υλικό τους κόστος, η δίκαιη, κριτική και επιεικής στάθμιση αντιφατικών καταστάσεων υποτάσσεται στον αυτοματισμό της παραγωγικής μεγιστοποίησης. Και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε ό,τι αφορά τους όρους πρόσληψης του αναλισκόμενου ανθρώπινου μόχθου. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί είναι απλοί παραγωγοί χρήσιμων υπηρεσιών, ενώ οι πολίτες που τις «χρησιμοποιούν» δεν είναι παρά ορθολογικοί «χρήστες».»
Ὅ ἐπιεικέστερος χαρακτηρισμός θά ἦτο ἁπλῶς πῶς πρόκειται διά τραγικήν προσωπικότητα ὀδηγουμένη ὐπό καλῆς προαιρέσεως εἴς τό λᾶθος συμπέρασμα καί ὅ ἐπαχθέστερος ὅτι πρόκειται διά τήν μετενσάρκωσιν τοῦ Στρεψιάδη…
Ἐδῶ ὤς γνήσιος καί μελαγχολικός ἀριστερός θά σέ παραπέμψω εἴς ἕνα παλαιώτερον πόνημα μου εἴς τό ὀποῖον ὀριοθετῶ τό πρόβλημα, πάντα κατά τήν ταπεινή μου ἀντίληψιν, ὄπερ καί καθιστᾶ τήν ἐπικοινωνίαν μεταξύ ἠμῶν καί ὐμῶν τόσον δυσχερήν καί ἄγονον.
http://paramythoypolh.wordpress.com/2011/11/10/%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%83/
λέω λοιπόν μεταξύ ἄλλων καί τά ἀκόλουθα :
«…Εδώ, είς αυτούς τούς νεολογισμούς, μπορεί κανείς νά εντοπίση ένα τεράστιο θέμα τών καιρών μας τό οποίο δέν είναι άλλο από μιάν, εντατικά καί μετ’ επιτάσεως, επαναλαμβανόμενη απίσχναση τών λέξεων από τό νόημα των καί επανανοηματοδότησεως των. Αυτή ή επανανοηματοδότησις αποτελλεί τόν ακρογωνιαίο λίθο, τής κυριαρχίας, τών πολιτικών δυναστειών, διά μέσου, τού σύγχρονου πολιτικού λόγου. Αφού φρόντισαν γιά χρόνια, εργαζόμενοι εντατικά, νά αδυνατίσουν τό μέσον κατανόησης, τήν γλώσσα, μέσω τής αθλίας παιδείας πού παρείχαν. Αφού διέλυσαν τήν όποια αίσθηση τού λόγου είχε απομείνει στούς φτωχούς ιθαγενείς, έν προκειμένω γιά τήν Ελλάδα, καταργώντας τήν μητρική γλώσσα τά αρχαία ελληνικά, κατόπιν κατήργησαν τούς τόνους, αργότερα ισοπέδωσαν τήν ορθογραφία καί τέλος διέλυσαν τό συντακτικό. Δημιούργησαν κατ’αυτόν τόν τρόπο, διά μέσου μιάς ισοπεδωτικής ομοιομορφίας, τήν έννοια τού κενού είς τό νόημα. Δημιούργησαν μυαλά πού αδυνατούν νά επεξεργαστούν λέξεις φορτισμένες μέ νόημα, μυαλά πού αδυνατούν νά παρακολουθήσουν, νά παραμείνουν συγκεντρωμένα, πέραν τού ενός δύο λεπτών. Μυαλά πού τό μόνο πού δύνανται είναι νά κατατάσσουν πληροφορίες σέ τόμους, τούς οποίους ποτέ δέν συμβουλέυονται, είς τούς οποίους ποτέ δέν εντρυφούν, απλά, κοιτούν τόν τίτλο . Έτσι κατάφεραν, μέ τήν πάροδον τών ετών παγκοσμίως, νά δημιουργήσουν τό ιδανικό ακροατήριο τους. Είς τό οποίον, πλέον, δέν είναι απαραίτητη ή επαρκής εξήγηση τών τεκταινομένων αρκεί μία
επίφασις λογικής, μιά κενή λογικού περιεχομένου πρότασις καί τό ακροατήριο καλύπτεται πλήρως, διότι δέν έχει τήν απαραίτητη συγκέντρωσιν νά κατανοήση τό κενό λογικής πού αφήνουν τά ανούσια λόγια τους.Φτάσαμε, λοιπόν, σέ ένα σήμερα τό οποίο ήταν απολύτως προδιαγεγραμμένο έκ τών προτέρων. Προδιαγεγραμμένο, διότι, αφού αποστέωσαν τό εργαλείο διαχειρήσεως τών νοημάτων, αφού μείωσαν δραστικά τόν ποιοτικό ελέυθερο χρόνο τών ατόμων, πλημμύρισαν μέ, δισεκατομμύρια,πληροφορίες, παντός είδους, τόν νού τών ακροατών καί οπαδών τους, καταστρέφοντας μέ αυτόν τόν τρόπο καί τήν λειτουργία τής μνήμης. Σέ αυτήν τήν προσπάθεια τους, αρωγούς, είχαν τά μέσα μαζικής ενημέρωσης τά οποία, αναλόγως τό ιδιοκτησιακό τους καθεστώς καί τήν τρέχουσα πολιτική συγκυρία, κατηύθυναν τό ακροατήριο. Τό αποτέλεσμα τό ζούμε, πλέον, είς τήν πλήρην έκτασιν του. Κάθε στοιχείο πού εισάγεται ώς ζητούμενο, από τό ακροατήριο, αρκεί νά εννοιοδοτηθή, από έναν, κατάλληλο, επιθετικό προσδιορισμό καί ή μίττωσις τού κοινωνικού ιστού αρχίζει… Τά ανίκανα, πλέον,
μυαλά προσλαμβάνουν τήν, όποια, έννοια αναλόγως τήν κατεύθυνσιν, πού τά στρέφει ό προσδιορισμός καί πού έχουν εμπεδώσει ώς τρόπο ζωής, χωρίζονται είς ομάδας καί αντιμάχονται ή μία τήν άλλη. Χωρίς ούτε μία στιγμή νά αντιμετωπίσουν τό ζητούμενον ώς φορέα λογικού περιεχομένου, τό οποίο, αιτείται αξιολογήσεως καί κατ’ επέκτασιν αναλόγου αντιδράσεως. Ή αντίδρασις, τοῦ σύγχρονου νοός, ποτέ δέν είναι προϊόν αντιλήψεως καί αξιολογήσεως αλλά, δυστυχώς, ΠΑΝΤΑ προϊόν ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ.»
Ἥ δημόσια σφαῖρα, ἐπί τῶν ἡμερῶν μας, τείνει νά δικαιώσῃ, πλήρως, τό ρηθέν ὐπό τοῦ χολυγουντιανοῦ είδώλου clint eastwood πῶς » ἥ ἄποψις εἶναι ὄπως ἤ ἔδρα ὅ καθείς, ἔξ ὐμῶν, διαθέτει καί ἀπό μίαν».
Ἔν κατακλείδι ἥ παιδεῖα εἶναι καί θά παραμείνῃ μόνη ἐλπίς διά τό, ὄποιον, μέλλον τῆς άνθρωπότητος, ὄμως εἴς χεῖρας τῶν κάθε λογῆς Στρεψιάδηδων ἀπετέλεσε καί θά συνεχίσῃ νά ἀποτελῇ θανάσιμον ὄπλον διά τό εἶδος μας.
Ίσως καλό θα ήταν να μαθαίνατε να χειρίζεστε το πολυτονικό αν θέλετε να γράφετε έτσι…