Περί Απομυθοποίησης Εθνικής Ιστορίας
Δημοσιεύθηκε: 30/03/2014 Filed under: Uncategorized Σχολιάστε
Η δημιουργία και σφυρηλάτηση εθνικής ταυτότητας είναι εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση. Δύσκολα επιτυγχάνεται ακόμα και όταν την αναλαμβάνει ένα κράτος. Συνήθως είναι έργο ιστορικών, όπως έγινε με τον Jules Michelet στη Γαλλία και τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο στην Ελλάδα. Το έθνος που ταυτίζεται με ένα κράτος βασίζεται σε μια ιδέα του έθνους ως συλλογικής οντότητας. Αλλά, όπως ολόσωστα λέει ο Ernest Renan (1882), η συλλογική αυτή οντότητα βασίζεται τόσο σε κοινές μνήμες όσο και σε αυτά που επέλεξαν να εκβάλουν από τη μνήμη τους oι άνθρωποι – ή, πιο απλά, σε αυτά που δεν μνημονεύονται από την εθνική ιστορία.
Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η τελευταία ψεύδεται. Οι παραλείψεις από μια ιστορική αφήγηση μπορεί να θεωρηθούν «εκ του πονηρού», αν αποκρύπτουν κάτι που «χαλάει την εικόνα». Σε εποχή που η σχεδίαση και ολοκλήρωση της εικόνας είναι πολύ σημαντική υπόθεση, ασφαλώς και θα θεωρηθεί απαράδεκτη κάθε προσπάθεια απομυθοποίησης, εκτός βέβαια, από καθαρά επιστημονικές εργασίες.
Ιστορική αλήθεια και επίσημη ιστορία
Σε εποχή, όμως, όπου μια χώρα έχει στερεώσει τη εθνική και κρατική της οντότητα, που δεν αμφισβητείται η επικράτεια της και που προέχει η προσαρμογή σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, μπορεί να δεχθεί ότι η ιστορική αλήθεια δεν καταγράφεται πλήρως ή ακριβώς στην επίσημη ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία. Αυτό, τουλάχιστον στην Ευρώπη, συνεπάγεται μια βαθμιαία κατανόηση της διαφοράς ανάμεσα στις δύο, παράλληλα με τη συνειδητοποίηση ότι η χώρα δεν βρίσκεται πια σε κατάσταση αδυναμίας, ότι η συνύπαρξή της με πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες της εγγυάται σταθερότητα και ασφάλεια έναντι βουλιμιόντων ή μη συνεργάσιμων γειτόνων.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι εκείνα τα στοιχεία της εθνικής ιστορίας που συγκροτούν την ιδέα του έθνους, μπορούν να διατηρηθούν χωρίς να προσβάλλεται η ιστορική αλήθεια. Οι σημερινοί Γάλλοι δεν μαθαίνουν πια στα παιδιά τους την ιστορία τους αρχίζοντας με την περίφημη φράση “ nos ancêtres, les Gaulois ” («οι Γαλάτες πρόγονοί μας»). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς τους που έμαθαν έτσι την ιστορία, πίστευαν κάτι λανθασμένο ή ψευδές. Και έπαψαν να μαθαίνουν έτσι την ιστορία, όχι επειδή βρέθηκε κάποιο ατίθασο πνεύμα, να καταγγείλει το «λάθος» ή το «ψέμα». Ούτε έγινε ριζική αναθεώρηση της εκμάθησης της ιστορίας. Πιο απλά, αυτό έγινε επειδή είχε κατασταλάξει ευρύτερα μια σύγχρονη ιδέα της Γαλλίας, ως χώρας με εξασφαλισμένες συνθήκες συνεργασίας και φιλικών σχέσεων με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και επειδή –παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει – η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία έχει πολύ μεγαλύτερη θεσμική και κοινωνική αυτοπεποίθηση από εκείνη που είχε η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, η οποία είχε εισαγάγει στη σχολική παιδεία αυτήν την ιδέα μετά το 1881.
Η εθνική ιδέα χθες και σήμερα
Η ελληνική εθνική συνείδηση σχηματίστηκε πριν από την Επανάσταση, και μάλιστα κατά τον Νίκο Σβορώνο, πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Από πολλές απόψεις το Ελληνικό εθνικό κίνημα – η απαίτηση να αποκτήσει δικό του κράτος- ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα στην Ευρώπη. Ασφαλώς περιέχει, όπως κάθε εθνική ιδεολογία μια ιστορική αφήγηση. Αυτή η ιστορική αφήγηση έχει ένα υποκείμενο δράσης, που είναι αυτό που ο Benedict Anderson ονομάζει «φαντασιακή κοινότητα» (“imagined community”). «Φαντασιακή» δεν σημαίνει «ψευδής» ή «ανύπαρκτη». Μπορεί κανείς να φανταστεί κάτι που συμπίπτει ή δεν συμπίπτει ή συμπίπτει εν μέρει με την πραγματικότητα. Αλλά το σημαντικό είναι ότι δημιουργεί μια πραγματικότητα η ίδια η πίστη σ’ αυτήν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η ιστορική αφήγηση συνθέτει ένα πλέγμα πεποιθήσεων που δομεί την εθνική ιδεολογία. Είναι δεμένο μ’ αυτήν. Η επιστημονική ιστορία διαφέρει. Απαιτεί τεκμηρίωση, αποδεκτή μέθοδο ανάλυσης αιτιών και φυσικά, αλλάζει με κάθε νέα έρευνα, νέα δεδομένα που έρχονται στο φως και νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις.
Μπορεί να αποσυνδεθεί η μελέτη και εκμάθηση της ιστορίας από την εθνική ιδεολογία; Όσο υπάρχουν εθνικά κράτη, αυτό μου φαίνεται δύσκολο. Αλλά μπορεί, μια σύγχρονη χώρα, να έχει λιγότερο ανάγκη από την παραδοσιακή ιστορία, για τη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής, ή την εξασφάλιση πολιτικής ομαλότητας και κοινωνικής αρμονίας, με αναγνώριση δικαιωμάτων μεγάλων ομάδων που ανήκουν σε εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες. Η αποδοχή μιας και μόνης ιστορικής αφήγησης ως «ορθόδοξης», ανήκει σε προηγούμενη φάση της νεωτερικότητας, στα πρώιμα έθνη-κράτη και όχι σε εποχή που η παγκοσμιότητα οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων παρέχει κλίμα συνεργατικότητας, και σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στα έθνη.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι απορρίπτεται η παράδοση, η κουλτούρα. Σημαίνει βαθμιαία έξοδο από νοοτροπίες κλειστής κοινωνίας, από το «μαγεμένο» κόσμο της φαντασιακής κοινότητας: όχι την καταγγελία της ως ξεδιάντροπου ψέματος ή το χλευασμό εκείνων που βρίσκουν θαλπωρή στην ατμόσφαιρά της. Μια τέτοια αντιμετώπιση είναι χαρακτηριστική του δημαγωγού, όχι του επιστήμονα. Ο λόγος της επιστήμης είναι ψυχρός, απαιτητικός, διόλου «ερωτικός». Έχει, όμως μια δωρική αυστηρότητα που θέλγει εκείνους που είναι σε θέση να την εκτιμήσουν. Οι άλλοι θα προσελκύονται από τις ρητορικές κορώνες εκείνων που επιδίδονται, όχι στην κριτική, αλλά στην εύκολη καταγγελία.