Η Βιομηχανία Των Υπογραφών Και Οι «Συνήθεις Υπογράφοντες»

Συνηθέστατα η συλλογή υπογραφών συμπίπτει με τις εκλογές, και αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία γι αυτήν τα κομματικά επιτελεία. Γίνεται, όμως και σε περιόδους πολιτικής ρευστότητας, με πρωτοβουλία δυνάμει πολιτικών επιτελείων. Σκοπός είναι η δημιουργία ρεύματος μέσα από την πρόκληση εντυπώσεων. Υπογράφουν ορισμένοι υπέρ δημιουργίας κάποιου φορέα ή στήριξης κάποιας παράταξης ή κάποιας πρωτοβουλίας. Η συλλογή υπογραφών έχει παγιωθεί ως θεσμός χαρακτηριστικός της εποχής της μεταπολίτευσης. Έχει πάρει το χαρακτήρα αληθινής βιομηχανίας. Δεν λείπουν ποτέ από τις λίστες «κοινωνικοί αγωνιστές» παντός είδους, αμφιλεγόμενες ή περιθωριοποιημένες πολιτικές προσωπικότητες, άτομα με αδιευκρίνηστη επαγγελματική ή πνευματική ιδιότητα, και άλλοι πολυπράγμονες παράγοντες. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι λίστες αυτές δεν περιέχουν ονόματα σημαντικών προσωπικοτήτων από τον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών, επιτυχημένων επαγγελματιών καλοπροαίρετων και εχεφρόνων πολιτών εν γένει. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, πληθαίνουν οι τελευταίοι για τον απλό λόγο ότι το υγιές τμήμα της κοινωνίας ζητάει πράγματι κάτι καινούργιο και αξιόπιστο από την πολιτική. Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι συνήθως – όχι πάντα – τέτοιες πρωτοβουλίες αναπτύσσονται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Και εδώ βρίσκεται το παράδοξο της όλης ιστορίας. Υποτίθεται ότι οι εκπρόσωποι αυτού του χώρου ενεργούν στο όνομα των πολλών και πιστεύουν στη δημοκρατική (και σοσιαλιστική) αρχή της ισότητας. Τι άλλο είναι, όμως, η υπογραφή κειμένων από γνωστές προσωπικότητες παρά ανακοινώσεις που προέρχονται από μια «φωτισμένη ελίτ» η οποία προβάλλεται ως τέτοια; Η επωνυμία των υπογραφόντων προβάλλεται ως τεκμήριο της ορθότητας της ιδέας που στηρίζουν. Τι άλλο αποτελεί ένα πολιτικό κείμενο που υπογράφεται από «προβεβλημένες» προσωπικότητες από μια υπόδειξη που απευθύνεται «στο λαό;». Μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι ο καθένας προσπαθεί με την πέννα του και την ομιλία του να παρέμβει στα κοινά είτε ατομικά, είτε συλλογικά, όπως γίνεται με ένα «συλλογικό κείμενο». Όμως, το ατομικό κείμενο, ή εκείνο που έχει δημιουργηθεί μέσα από τη συνεργασία δύο ή και περισσοτέρων ατόμων, εκφράζει απόλυτα τη σκέψη εκείνου ή εκείνων που το υπογράφουν. Δεν συμβαίνει το ίδιο με κείμενα που υπογράφονται από πολλούς – συνήθως μετά από μια σύντομη τηλεφωνική συνομιλία με τους συντάκτες τους. Εκφράζουν απλή συναίνεση σε κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν δημιουργήσει. Και η επίκληση της συναίνεσής τους γίνεται για να μπορεί να ανακοινωθεί στα μίντια η είδηση ότι 46 ή 108 ή 74 πολίτες που θεωρούνται ως «οι τα πρώτα φέροντες» στην ελληνική κοινωνία τάσσονται υπέρ ή κατά μας πολιτικής, επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν μια στάση ή συστήνουν τη δημιουργία ενός φορέα. Προς το σκοπό αυτό υπογράφουν μια κοινή διακήρυξη. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Συνηθέστατα η διακήρυξη αυτή είναι πολύλογη- για να χωρέσουν «όλες» οι τάσεις και απόψεις, να «στρογγυλευθούν» (δηλαδή, να συγκαλυφθούν) οι διαφορές απόψεων, και να διευρυνθεί το φάσμα των υποστηρικτών της. Το αποτέλεσμα είναι το κείμενο να μη διαβάζεται από τους πολλούς. Ο ενδιαφερόμενος θα ενδιαφερθεί πρωτίστως να δει ποιοι το υπογράφουν. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται επώνυμοι, αλλά και άλλοι που γυρεύουν να γίνουν επώνυμοι «εξ εφαπτομένης». Και εύλογα πολλοί επώνυμοι διστάζουν να βάλουν την υπογραφή τους σε οποιοδήποτε κείμενο, ακόμα κι αν συμφωνούν με το πνεύμα του, εφόσον δεν γνωρίζουν ποιοι συνυπογράφουν. Από τη στιγμή που το κείμενο της διακήρυξης δεν διαβάζεται παρά από ελάχιστους, ενώ τα ονόματα είναι εκείνα που διαβάζονται από όλους και που καθορίζουν το «προφίλ» της πρωτοβουλίας, είναι εύλογο ο στοιχειωδώς προνοητικός επώνυμος να αποφύγει να βάλει την υπογραφή του. Υπάρχουν, ασφαλώς, περιπτώσεις κατά τις οποίες αισθάνεται κανείς ως καθήκον να βάλει την υπογραφή του, μαζί με πολλούς άλλους, σε ένα κείμενο που εκφράζει μια βαθιά του πεποίθηση. Οι περιπτώσεις αυτές, όμως, πρέπει να παραμένουν περιορισμένες. Αλλιώς κινδυνεύει να ευτελισθεί η υπογραφή οποιουδήποτε την σέβεται και δεν επιθυμεί να γίνει μαϊντανός σε οποιαδήποτε προεκλογική σάλτσα με άρωμα «προοδευτικότητας». Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, στη βιομηχανία υπογραφών θα συμπεριλάβει πρωτίστως ορισμένους, συχνά αξιόλογους πολίτες, που έχουν όμως καθιερωθεί ως «οι συνήθεις υπογράφοντες».

ΔΔ

Advertisement

Golden Dawn Hit For Six*

My English-speaking friends have asked me what really happened regarding the Golden Dawn party, the arrest of its leadership on September 28th and what is to follow.

The gist of it lies in two simple and obvious facts.

-Many people in high places felt that enough was enough and that they didn’t have to take any more shit from the Golden Dawn gang.

– The hands of the Government were untied after the murder of an innocent singer six days before and its leadership overcame its wavering attitude –to say the least- and acted swiftly and decisively.

Of course, the action took place at dawn and everyone was taken unawares by the effectiveness and rapidity of the action.

The political effect of the action cannot be overrated. New Democracy, the senior partner in the governing coalition scores some very important points.

-It neutralizes the threat posed a political party that emerged as a shameful and grotesque revival of Nazism in one of the countries that had suffered more than most from it in Europe during the Second World War

-It turns the tables on SYRIZA, the main left-wing party demanding elections and accusing the government of being too soft on Golden Dawn thugs

-It reverses the power relationship in the political spectrum, as it is now the government and not SYRIZA that calls the game

-It restores the good name of Greek democratic traditions at home and abroad.

Most legal and constitutional experts have given their considered judgment, including and especially Nicos Alivizatos, a left-leaning professor of Constitutional Law. Alivizatos thinks that the government acted within its rights and that judgment would soon follow.

Some think that the action could backfire. It could backfire, only if the indictment is based on legal evidence that does not hold water. It appears on most accounts that that is far from being the case, and that it is simply the forlorn hope of those who have politically overplayed their hand so far.

The “Guardian” reporter quotes Mr. Kostas Chrysogonos, who is another professor of Constitutional Law, but also a card-carrying member of SYRIZA. But even he, confined himself to admitting that “it may have been more correct constitutionally to have sought parliament’s approval to lift their political immunity first”. O.K., it may have been.

The good news is that we shall not see pictures like the following which tarnish the very symbols they display.

 

The bad news is a torrent of complaints on the part of sore losers in the political game who were ready to cash-in on the government failure and increasing unease in taking the measures required for restoring national confidence.

On balance, for most people, the good news outweigh the bad news. Besides, there is something inherently comical about sore losers anyway.

D.D.


*:  Cricket expression for the maximum of one shot, scoring six runs. Used for a devastating blow addressed to someone who does not expect it.


Το Άγος Και Η Νομιμότητα

Να δεχθώ ότι υπάρχουν κενά, αμφιβολίες, θεσμικά αμφίρροπα στη δίωξη σύλληψη και κράτηση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής. Είναι, όπως όλοι γνωρίζουν, ένα κόμμα με αντιπροσώπους στη Βουλή, ηγετικά μέλη του οποίου κατηγορούνται για κακουργηματική δράση.

Το κακό είναι, όμως, ότι οι ίδιοι που κατηγορούν την κυβέρνηση για παραβίαση του τύπου του νόμου, ίσως και των συνταγματικών διατάξεων, είναι συχνά οι ίδιοι που την κατηγορούν για ολιγωρία επί παρατεταμένο διάστημα. «Γιατί δεν το έκαναν νωρίτερα;» Αλλά πρέπει να επιλέξουν οι κατήγοροι μεταξύ (α) κακής ενέργειας διότι παραβιάζονται νομικές αρχές  και (β) καλής ενέργειας, αλλά έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα. Τα (α) και (β)  δεν είναι συμβατά μεταξύ τους.

Από τις δύο κατηγορίες, θεωρώ ότι η (β) είναι βάσιμη. Η κυβέρνηση, λόγω γνωστών και ανομολόγητων εκ μέρους της δισταγμών στο εσωτερικό της ΝΔ, δεν ενέργησε από την αρχή με την αποφασιστικότητα που έδειξε τώρα. Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. (Δεν καταλαβαίνω τη λογική του «κάλλιο ποτέ παρά αργά»).

Ας πάμε, όμως, στην πρώτη κατηγορία, περί αμφίβολής νομιμότητας. Και ας μεταφερθούμε σε μια ιστορικά σημαντική στιγμή της Ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας, και αυτή ήταν το 1945-46 στη Νυρεμβέργη. Είχε εξαρχής αμφισβητηθεί η  νομιμότητα της συγκρότησης Διεθνούς ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ Δικαστηρίου από τις τέσσερις νικήτριες δυνάμεις για να δικάσει Γερμανούς κατηγορουμένους μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο .

Η κατηγορία για εγκλήματα «κατά της ανθρωπότητας» ήταν πρωτόφαντη και βασιζόταν σε κανόνες με αναδρομική ισχύ. Οι κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου βάρυναν μόνο Γερμανούς, όχι την πλευρά των Συμμάχων.

Όλα αυτά πρέπει να τα δεχθούμε. Αλλά υπήρχε ανάγκη να επικρατήσει το ΔΙΚΑΙΟ, έστω με αυτές τις επιφυλάξεις. Υπήρχε ανάγκη Νέμεσης για φρικιαστικές πράξεις που του απαιτούσε η ανθρωπότητα από τους Συμμάχους. Και αν ορισμένες κατηγορίες ήταν νομικά πρωτόφαντες ήταν διότι τα εγκλήματα ήταν πρωτόφαντα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ο κοινωνικός Βυθός μιας μεγάλης χώρας απέκτησε απόλυτη εξουσία,  ενθρόνισε ένα γκανγκστερικό καθεστώς και απείλησε με επικράτηση σε παγκόσμια κλίμακα.

Έπρεπε να βρεθεί τρόπος προσαγωγής, λογοδοσίας και κολασμού των υπευθύνων. Αν οι εδώ ρετρό ιδεολογικοί εκπρόσωποί τους αποτελούν μια γελοιογραφική εκδοχή του NSDAP, δεν παύει να είναι μια εξίσου αποκρουστική και εγκληματική επανάληψη του ίδιου έργου. Η αισθητική τους διαφέρει, όσο ο Ρήνος από τον Ιλισό, όσο ο Wagner από τον ήχο σκυλάδικων. Αλλά η ηθική υπόσταση είναι παρόμοια.

Έπρεπε να βρεθεί τρόπος απαλλαγής από αυτό το Άγος. Και βρέθηκε αυτός: νόμιμος, αιφνιδιαστικός, αποφασιστικός. Με τίμημα τους αναπόφευκτους μεμψιμοιρούντες. Ένα τίμημα που οι πλείστοι των σκεπτομένων ατόμων μεταξύ μας δέχονται να πληρώσουν έναντι της απαλλαγής από το Άγος.

Δ.Δ.


Το Μέλλον της Ευρώπης: Πολλαπλές Διαιρετικές Τομές

«Οι κρίσεις προκαλούν μετατοπίσεις και αναδιατυπώνουν, ουσιαστικά, τις συμπεριφορικές παραμέτρους αυτού που θεωρούσαμε οριστικό».

του Κ. Α. Λάβδα

Παρότι το υπόδειγμα των ΗΠΑ έχει – δικαίως – αποτελέσει θεμελιώδες σημείο αναφοράς για τις ομοσπονδίες, η σημασία του για το μέλλον της ΕΕ παραμένει αμφιλεγόμενη. Εν συντομία, η καθιέρωση ενιαίας γλώσσας, η αμοιβαιοποίηση του χρέους των επιμέρους κρατών (όχι «πολιτειών»!) από νωρίς και η (σχεδόν) τελική επίλυση των ανοικτών ζητημάτων μέσα από έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο, καθιστούν το αμερικανικό υπόδειγμα κρίσιμο ως προς τη σημερινή αρχιτεκτονική και την λειτουργία του αλλά εντελώς ιδιαίτερο ως προς τους όρους διαμόρφωσης του. Το ορατό μέλλον της ΕΕ θα κινηθεί μεταξύ πολλών διαφορετικών υποδειγμάτων – κυρίως μεταξύ αυτών του Καναδά και της Ινδίας – με ισχυρά, όμως, νέα και ρηξικέλευθα θεσμικά στοιχεία.

Προς μια υπέρβαση των δυσκολιών

Στο παρόν πλαίσιο δεν υπάρχει ο χώρος για μια διεξοδική συζήτηση του διαφαινόμενου ρόλου των διαφορετικών υποδειγμάτων. Αρκεί να επισημάνουμε ότι κάθε ομοσπονδιακό σύστημα, νέο ή παγιωμένο, παραμένει σε μια συνεχή αναζήτηση ισορροπίας. Μια πρόσφατη εξέλιξη από τη Γερμανία είναι χαρακτηριστική. Προ διμήνου, δυο ομόσπονδα κρατίδια (η Βαυαρία και η Έσση) κατέθεσαν αίτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο να εξεταστούν τα όρια και οι προϋποθέσεις των συνεχών μεταβιβάσεων από τα πλούσια κρατίδια στα έχοντα ανάγκη. Σήμερα, από τα 16 κρατίδια της ομοσπονδιακής Γερμανίας μόλις τρία (τα προαναφερθέντα και η Βάδη-Βυρτεμβέργη) έχουν επωμιστεί το βάρος των δημοσιονομικών προβλημάτων των υπολοίπων. Όσοι παρακολουθούν αντίστοιχα τη διελκυστίνδα των ισορροπιών και αμφισβητήσεων στο πλαίσιο και του αμερικανικού ομοσπονδιακού συστήματος, γνωρίζουν ότι οι κρίσεις προκαλούν μετατοπίσεις και αναδιατυπώνουν, ουσιαστικά, τις συμπεριφορικές παραμέτρους αυτού που θεωρούσαμε οριστικό. Αυτό σημαίνει ότι η πρόσφατη γερμανική ή η ιστορική αμερικανική ομοσπονδία καταρρέουν, διαλύονται, πνέουν τα λοίσθια και ό,τι άλλο ακούμε με στομφώδη βεβαιότητα για την κλυδωνιζόμενη ΕΕ; Βεβαίως όχι.

Στην ΕΕ, αυτό που σήμερα διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι μια ασυντόνιστη και ασυγχρόνιστη προσπάθεια να ξεπεραστεί η σύγχυση που δημιουργείται από τις διαφορετικές διαστάσεις της ενοποίησης. Διαστάσεις που κινούνται με διαφορετικούς χρόνους και διέπονται από διαφορετικές λογικές. Πέρα από τις κοινότοπες διατυπώσεις (μια νομισματική ένωση χωρίς πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση, ένα πείραμα χωρίς πολιτική πυξίδα, σύγκρουση βορρά – νότου, και τα σχετικά) το ουσιαστικό πρόβλημα της Ευρώπης παραμένει αυτό που οδήγησε, χρόνια πριν, τον Martin Feldstein αλλά και τον Milton Friedman να προβλέψουν πως η νομισματική ένωση θα ενέτεινε τις συγκρούσεις. Το πρόβλημα έχει τρεις βασικές διαστάσεις. Πρώτον, η Ευρώπη πάσχει από διολίσθηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της. Δεύτερον, χαρακτηρίζεται από μια υπερβολικά επιταχυνόμενη τάση αποκέντρωσης της παραγωγής προς την Ασία. Τέλος, η Ευρώπη υφίσταται τις συνέπειες μιας μη βιώσιμης ποικιλίας διαχείρισης των σχέσεων μεταξύ οικονομίας και διακυβέρνησης ή, αν προτιμάτε, μεταξύ διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού. Στο σημείο αυτό, ο ρόλος της Γερμανίας είναι κρίσιμος. Όχι τόσο γιατί η «νέα» Γερμανία επιχειρεί να ηγηθεί (όπως επιμένουν οι κάθε λογής λαϊκιστές) όσο γιατί η χώρα βρίσκεται κυριολεκτικά στο επίκεντρο μιας πολυδιάστατης αντιπαράθεσης, η οποία την διαπερνά.

Μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική για την Ευρώπη;

Από την μια πλευρά, η διαφαινόμενη αγγλογερμανική συνεννόηση με άξονα τα κίνητρα, την προσέλκυση και τον επαναπατρισμό επενδύσεων και τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Χωρίς τα οποία η ανταγωνιστικότητα και η ευρωστία της Ευρώπης θα παραμείνουν προβληματικά. Από την άλλη, υπάρχει ο πολιτικός ρόλος της Γερμανίας. Στο πλαίσιο του ρόλου αυτού, η μετασχηματιζόμενη γαλλογερμανική συνεννόηση έχει ως βασικούς άξονες το ευρώ, τον πολιτικό συντονισμό και τη θεσμική αρχιτεκτονική της Ένωσης. Στις 16 Μαΐου, οι δηλώσεις του François Hollande για την ανάγκη οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης στην ΕΕ επιβεβαίωσαν την πυξίδα αυτής της διάστασης αλλά προκάλεσαν και τις αναμενόμενες αντιδράσεις.
Η θεσμική αρχιτεκτονική που χρειάζεται η Ευρώπη είναι υπό διαμόρφωση, μέσα όμως από μια πορεία χωρίς κεντρική καθοδήγηση. Το πρόβλημα – γιατί υπάρχει πρόβλημα – δεν εντοπίζεται στη Γερμανία και τον όποιο ηγεμονισμό της. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο συνδυασμό μιας ασυντόνιστης προσπάθειας αναδιαμόρφωσης της θεσμικής αρχιτεκτονικής με παράλληλη ανάπτυξη – από τα κάτω – δυο απειλητικών τάσεων, του εθνοφασισμού και του αριστεροφασισμού.
Ο εθνοφασισμός απειλεί ευθέως την δημοκρατική πολιτική κουλτούρα ενώ επενδύει στην πλήρη επαναφορά του φαντασιακού σχήματος της εθνικής κυριαρχίας. Αλλά οι εθνικές φωνές δεν θα αποτελέσουν παράγοντα διάρρηξης της ΕΕ, ακριβώς επειδή όλες σχεδόν οι χώρες – και σίγουρα οι σημαντικότερες – διαπερνώνται πλέον στο εσωτερικό τους από τις διαιρετικές τομές των ευρωπαϊκών αντιπαραθέσεων. Από την άλλη πλευρά, ο επίσης αναδυόμενος αριστεροφασισμός συνδυάζει τη χαρακτηριστική περιφρόνηση προς τους θεσμούς με μια εξίσου χαρακτηριστική ευκολία ταύτισης της δικής του προσέγγιγης με την «αλήθεια». Οι πρόσφατες ρήσεις του ψευτοθεωρητικού Ζίζεκ περί γκουλάγκ πρέπει να κατανοηθούν ως κάτι σημαντικότερο από τα φληναφήματα ενός γραφικού. Η αυταρχική δυναμική του αριστεροφασισμού είναι παρούσα στη νότια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη και – όπως συμβαίνει με τον εθνοφασισμό – ανθίζει όπου μαραίνεται η επιρροή του πραγματισμού. Άλλωστε η δυναμική του αυταρχισμού – όπως την έχει αναλύσει από χρόνια ένας πολιτικός επιστήμονας οξυδερκής και γι αυτό άγνωστος στους Έλληνες διανοούμενους, ο αείμνηστος Amos Perlmutter – παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία, ανεξαρτήτως της πολιτικής φόρμουλας που χρησιμοποιείται κάθε φορά για να την καταστήσει οικεία.

Ο κύβος του Rubik και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις

Ήδη το 2009 είχα εξηγήσει αναλυτικά (σε κεφάλαιο μου στον εμβληματικό συλλογικό τόμο, Reforming Europe: The Role of the Centre-Right, εκδόσεις Springer) ότι μόνο ένας νέος πραγματισμός, που κρατάει αποστάσεις τόσο από την άκριτη αποδοχή της λειτουργίας των αγορών όσο και από τον διεφθαρμένο και καταχρεωμένο κρατισμό μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις ήπιας αλλά συστηματικής προσαρμογής σε περιπτώσεις χωρών όπως η Ελλάδα. Ως γνωστόν, η ατολμία της κυβερνητικής ΝΔ συνδυάστηκε με την άνευ ορίων αντιπολίτευση της Αριστεράς και τον προεκλογικό λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ με αποτέλεσμα η βίαιη προσαρμογή να καταστεί τελικά αναπόφευκτη.


Αλλά το ευρωπαϊκό μέλλον είναι εδώ. Μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2013, οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν. Παρά τις «προβλέψεις» αρκετών, όλα δείχνουν ότι η τραπεζική ένωση θα προχωρήσει στις αρχές του 2014, ενώ οι προτάσεις της Επιτροπής για αλλαγές στη θεσμική αρχιτεκτονική θα κατατεθούν μέχρι τον Μάιο 2014. Πριν τις βρετανικές εκλογές του 2015, η ΕΕ θα έχει εισέλθει σε μια τροχιά τελικής διαμόρφωσης των σχέσεων μεταξύ νομισματικής, οικονομικής και πολιτικής ένωσης. Καθώς το υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκό σύστημα είναι η αποθέωση του πλουραλισμού (πολιτικού, διαχειριστικού, εθνικού, εθνοτικού, γλωσσικού, πολιτισμικού) θα χρειαστεί μια πολυδιάστατη αντιμετώπιση. Όπως είχα γράψει αλλού, απαιτείται – σαν τον τρισδιάστατο κύβο – πάζλ που επινοήθηκε το 1974 από τον Ernő Rubik – να ξεπεραστεί η σύγχυση που δημιουργείται από κάθε μια διάσταση που κινείται ανεξάρτητα από τις άλλες και να επικρατήσει μια συνολικότερη προσέγγιση στα κενά, τα προβλήματα και τις προοπτικές της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Πεδίον δόξης λαμπρόν, για ουσιαστική συνεννόηση αλλά – φευ – και για πραγματική σύγκρουση. Μόνο που η σύγκρουση δεν θα έχει μόνο – ούτε καν πρωτίστως – εθνικές ταμπέλες, όσο και αν πασχίζουν γι αυτό οι ποικίλες εκδοχές του λαϊκίστικου αυταρχισμού (εθνοφασισμού και αριστεροφασισμού) που αναδύονται στην Ευρώπη.


Ο Μεγάλος Μάρξ

Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ιστορίας, ο Karl Heinrich Marx, γεννήθηκε στην πόλη Trier στη Γερμανία στις 5 Μαΐου το 1818 ο Karl Heinrich Marx, μια από τις πιο αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ιστορίας. Η πρόσφατη επέτειος να δώσω στη δημοσιότητα ένα παλιότερο μου άρθρο πάνω στη σκέψη του, που είχε δημοσιευθεί σε συντομότερη μορφή στο ΒΗΜΑ στις 19 Νοεμβρίου του 2000, με τον τίτλο «Η επικαιρότητα της θεωρίας του Μαρξ». Η αλλαγή του αρχικού τίτλου με είχε αφήσει εμβρόντητο, δεδομένου ότι ο Μαρξ ήταν μεγάλος στοχαστής, πλην όμως η επιστημονική του θεωρία δεν είναι επίκαιρη – όπως δεν είναι εκείνη του Νεύτονα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν μεγάλος.  Το αρχικό άρθρο, με τον αρχικό τίτλο και χωρίς τις περικοπές που υπέστη τότε, δημοσίεύεται τώρα.

H προεκλογική του εκστρατεία στις προεδρικές εκλογές του  1992 υιοθέτησε το σύνθημα «It’s the economy, stupid» («προέχει η οικονομία, ανόητε»).  Η επιτηδευμένα απλοϊκή αυτή διατύπωση, θυμίζει μια σημαντική αλήθεια που παραγνωριζόταν πριν την εκφράσει ο Marx με το δικό του τρόπο: την προτεραιότητα της οικονομίας στην κατανόηση των κοινωνικών πραγμάτων.  Η αρχή αυτή παρερμηνεύθηκε από τους επικριτές του Marx  και ακόμα συχνότερα από τους οπαδούς του, που θεώρησαν ότι τα πάντα καθορίζονται από τον οικονομικό παράγοντα «σε τελευταία ανάλυση». Όπως ορθά σημειώνει ο Raymond Aron , δεν υπάρχει «τελευταία ανάλυση» στην ιστορία, διότι δεν υπάρχει ένα έσχατο στάδιο στην αιτιακή αναδρομή προς τα πίσω, όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε ένα ιστορικό φαινόμενο.

 

Πιο συγκεκριμένα , η εξηγητική προτεραιότητα που ο Marx αποδίδει στον οικονομικό παράγοντα εστιάζεται στη σχέση ανάμεσα  σ’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, όπως είναι ο καπιταλιστικός και πριν από αυτόν ο φεουδαρχικός κλπ. Η θέση του Marx, όπως την εκφράζει αρχικά  στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1847) και την επαναλαμβάνει αργότερα στην Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) είναι ότι στην αιτιακή αλυσίδα προέχουν οι παραγωγικές δυνάμεις, στις οποίες σημειώνονται δυναμικές μεταβολές, ιδίως επί καπιταλισμού, οι οποίες ερχόμενες σε αντίθεση με τις παραγωγικές σχέσεις που αντιστέκονται στην αλλαγή, προκαλούν επαναστατικές εκρήξεις. Το πολιτικό, ιδεολογικό και πνευματικό «εποικοδόμημα» (ή «υπερδομή») εξαρτάται με τη σειρά του από τη «βάση» (ή  «υποδομή») που αποτελείται από το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων και αντιστοιχεί σ’ αυτό.

To σχήμα αυτό εντοπίζει στις παραγωγικές δυνάμεις την αυτοδυναμική της ανάπτυξης στην ιστορική διαδικασία, εφόσον κάθε διαδοχικός τρόπος παραγωγής – δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, καπιταλιστικός – αλλάζει ανάλογα με τις αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις, όπως γράφει ο Marx επανειλημμένα. Όμως, πολύ σύντομα αποδείχθηκε ότι αυτή η διαπίστωση αποτελούσε χονδροειδή στρέβλωση της πραγματικότητας. Η ιστορική εμπειρία πόρρω απέχει από το να επιβεβαιώνει ένα τέτοιο σχήμα.

 

Οι δυσκολίες που συναντά το ντετερμινιστικό σχήμα του Marx – και ακόμα χειρότερα, οι εξαμβλωματικές παραμορφώσεις που εισήγαγαν οι ζηλωτές του Μαρξισμού στη σταλινική περίοδο, αντιμετωπίστηκαν τα τελευταία χρόνια με διάφορους τρόπους από ορισμένους θεωρητικούς.

Οι στρουκτουραλιστές Μαρξιστές απέρριψαν τη σχέση «βάσης/εποικοδομήματος», θυσιάζοντας την εξηγητική δύναμη του σχήματος. Από την άλλη μεριά, νεότερες φονξιοναλιστικές εξηγήσεις, όπως του G. A. Cohen (1978) και άλλων εκπροσώπων του αναλυτικού Μαρξισμού, διατηρούν το σχήμα «βάσης/εποικοδομήματος» αναστρέφοντας την αιτιακή σχέση: οι σχέσεις παραγωγής εξηγούνται από τα αποτελέσματά τους στις παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες μεγιστοποιούνται υπό αυτές τις σχέσεις, ενώ το νομικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα σε μια κοινωνία σταθεροποιεί τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Όμως, όπως έδειξαν στις μελέτες τους ο Ted Honderich (1982) και ο  David Conway (1987) , η αναστροφή αυτού του σχήματος καταλήγει σε μια τελεολογία η οποία είναι καταστροφική για το σύστημα του Marx.

Αλλού πρέπει να αναζητηθεί η δύναμη της θεωρίας του Marx και όχι στο ντετερμινιστικό σχήμα του «ιστορικού υλισμού». Και αυτή βρίσκεται αναμφίβολα στην εξηγητική προτεραιότητα του οικονομικού παράγοντα, αρκεί η προσέγγιση αυτή να γίνεται με προσοχή: με την προσοχή που διέκρινε τον Marx-επιστήμονα, τον μεγάλο και για πολλούς άγνωστο Marx και όχι με την ορμή του Marx-προφήτη, που ενέπνευσε πολύ περισσότερους για το καλύτερο και κυρίως για το χειρότερο. Και το κατόρθωμα του Marx-επιστήμονα, όπως επισημαίνει ο Joseph Schumpeter, δεν είναι το κατηγορητήριο που απευθύνει στο κεφάλαιο, αλλά η ανάλυση της λογικής του.

Ο Marx ορίζει τον καπιταλισμό κοινωνιολογικά: θεσμική οργάνωση του ιδιωτικού ελέγχου των μέσων παραγωγής. Όμως, η εξήγηση του μηχανισμού της καπιταλιστικής παραγωγής είναι οικονομική. Και αντιλαμβάνεται ο Marx τη στενή σχέση ανάμεσα στην λογική και την οικονομία και τη τεράστια εξελικτική σημασία της διάδρασης ανάμεσα στις δύο. Ο ανορθολογισμός ενδίδει αμεσότερα στον ορθολογισμό, όταν έχουμε να κάνουμε με οικονομικές πραγματικότητες. Και αυτό ουδέποτε ίσχυσε περισσότερο από ό,τι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπως και πάλι ορθά συνέλαβε ο Marx.

Μέσα από αυτό το ευρύτερο πρίσμα, μπορούμε να δούμε την εξηγητική προτεραιότητα του οικονομικού στοιχείου στην ιστορία που πρεσβεύει ο Marx ως τελική υπερίσχυση της οικονομικής λογικής, για να καταλήξει σε ένα πάγιο σχήμα, ένα τρόπο παραγωγής. Εκείνο που ισχύει λογικά, θα υπερισχύσει και στην οικονομία, «τελικά». Ο Marx αναλύει τη λογική του συστήματος. Η εξελικτική του σκέψη ανιχνεύει και τη λογική της ιστορικής διαδικασίας που ανατρέπει τα συστήματα, αλλά  υιοθετεί το «διαλεκτικό» σχήμα του Hegel, με αποτέλεσμα να μην τονίζει το βασικό – που προσπάθησε ώς ένα σημείο να τονίσει ο Engels σε ορισμένα από τα τελευταία του γραπτά- και αυτό είναι ότι η ανάπτυξη της ορθολογικότητας στον άνθρωπο δρα ανατροφοδοτικά στις οικονομικές του δραστηριότητες.

 

Με όλα τα αναπόφευκτα λάθη, ο Marx διείδε καθαρά αυτήν την αλήθεια. Ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου», αντίθετα από τους «μεταμοντέρνους» συνεχιστές της Μαρξιστικής παράδοσης που αδιαφορούν για τη γνώση,  μιλούσε για την ανάγκη προσεκτικής μελέτης και τόνιζε το 1872,   ότι ο δρόμος της επιστήμης είναι δύσβατος και μόνο όσοι τον διαβούν ώς το τέλος μπορούν να αντικρύσουν τις φωτεινές κορυφές της. Από την άλλη μεριά,  έρχονται σε αντίθεση με το πνεύμα του Marx όσοι Μαρξιστές καταφέρονται κατά του καπιταλισμού ενώ παραμερίζουν εντελώς την ανάγκη να μελετήσουν την οικονομική του λογική. Αρκούνται σε ηθικές καταγγελίες του «νεοφιλελευθερισμού» , της παγκοσμιοποίησης και της αλλοτρίωσης. Αναρωτιέμαι αν αντιλαμβάνονται πόσο συντηρητικός είναι ο ρόλος που έχουν επιλέξει, εφόσον με αυτόν τον τρόπο δεν πετυχαίνουν τίποτα εκτός από το να επιβεβαιώνουν τον ρόλο τους ως μέλη ενός ιδεολογικού ιερατείου η δύναμη του οποίου έχει πλέον παρέλθει. Θεωρούν ότι εκείνο που προέχει είναι να δαιμονοποιηθεί η αστική τάξη, να καταδικασθεί η ατομική ιδιοκτησία και να καταπολεμηθεί η λογοκρατούμενη και αλλοτριωμένη κοινωνία – στην οποία επιπροσθέτως τις αποδίδουν ανθρωπόμορφες λειτουργίες, προθέσεις και επιδιώξεις. Λησμονούν ότι ενός πράγματος εστι χρεία, που δίδαξε πρώτος ο Marx: It’s the economy, stupid!