Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Karl Popper

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Είναι ευτύχημα ότι η ΕΡΤ αφιέρωσε τότε μια ωριαία εκπομπή στη σκέψη και στο έργο του Karl Popper.

Έχει θέση η σκέψη του Karl Popper στη χώρα μας; Είναι η Ελλάδα μια ανοιχτή κοινωνία; Φυσικά, δεν εννοώ αν έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία, απλώς και μόνο, αλλά αν ως πολιτισμός, έχουμε δεχθεί και ενστερνισθεί την ιδέα της κοινωνίας ως forum, όπου η ιδέα της αλήθειας λειτουργεί ως ρυθμιστική αρχή,  και όπου η κριτική σκέψη μπορεί να παραχθεί και να εκφρασθεί απρόσκοπτα. Η εμπειρία της επίσκεψης του Popper στην Ελλάδα, ένα χρόνο πριν το θάνατό του δείχνει ότι οι ιδέες του δεν έχουν διεισδύσει στην πατρίδα μας και ότι είναι ξένες σε σχέση με τα ενδιαφέροντα της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της χώρας μας.

Η πεποίθηση ότι η ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας δεν είχε ριζώσει στην Ελλάδα και ότι υπήρχε ανάγκη να γίνει αυτό οδήγησε μια μικρή ομάδα φίλων, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο υπογράφων, να οργανώσουν έναν κύκλο ομιλιών το 1983. δώσαμε στην άτυπη ομάδα αυτή ένα όνομα:   Όμιλος Κριτικής και Επιστημονικής Σκέψης. Είχαμε επίγνωση ότι δεν ήταν μόνο η πολιτική ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας που απουσίαζε στον τόπο μας, αλλά η ευρύτερη θεώρηση του  Karl Popper, δηλαδή, τον κριτικό ορθολογισμό, του φιλελευθερισμό και τον ανοιχτό και δημόσιο χαρακτήρα της επιστημονικής και φιλοσοφικής αναζήτησης.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει, βέβαια, ότι αυτά ήταν και είναι πολυτέλειες για την Ελλάδα. Όμως, δεν είναι, διότι οι συνεπαγωγές της ανοιχτής κοινωνίας, με την ευρύτερη έννοια, αφορούν όλους μας. Η επαφή με την κριτική σκέψη, έστω ενός αρχικού πυρήνα, μπορεί να μπολιάσει το σύνολο, από τη στιγμή που η αρχική προκείμενη της ποπεριανής σκέψης δεν είναι κοινωνικά απωθητική ή διανοητικά δυσπρόσιτη: «Μπορεί εσύ να έχεις δίκιο, κι εγώ άδικο, αλλά με μια κοινή προσπάθεια μπορούμε να φτάσουμε πιο κοντά στην αλήθεια»[1].

Με πρωτοβουλία του Ομίλου οργανώθηκαν άτυπες εβδομαδιαίες συζητήσεις γύρω από ένα «σεμιναριακό» τραπέζι σε χώρο που μας παραχώρησε το Κέντρο Φιλοσοφικών Ερευνών, στην Οδό Χάρητος. Αλλά η τότε κυρίαρχη ιδεολογία ήταν βαριά. Η ιδεολογία αυτή ήταν ένας κακοχωνεμένος μαρξισμός, όπως τον απορροφούσε αβανταδόρικα η δημοσιογραφική προχειρολογία και η «προοδευτική» μερίδα της ακαδημαϊκής κοινότητας. Την εποχή εκείνη, ακόμα και το όνομα του Popper ήταν εκτός «πολιτικής ορθότητας». Τι ρόλο μπορούσε να παίξει η κριτική σκέψη όταν «ο λαός ήταν στην εξουσία»; Τι σημαίνει η φιλοσοφία του Popper, που είναι ο κριτικός ορθολογισμός, από τη στιγμή που δεν εκθειάζεται η ανάγκη «πολιτικοποίησης» της γνώσης; Δεν είχε γράψει ο Popper εναντίον του ολοκληρωτισμού, εναντίον όχι μόνο του Hegel αλλά και του ίδιου του Marx; Δεν ήταν φίλος και συνοδοιπόρος του Hayek, του αντιδραστικού εκείνου μέντορα της φοβερής Margaret Thatcher; Αλλά και στους συντηρητικούς κύκλους, ο Popper ήταν persona non grata αφού καταφέρθηκε κατά του Πλάτωνος, που είναι «εθνικός» μας φιλόσοφος. Δεν υπήρχε, επομένως, πρόσφορο έδαφος για την υποδοχή των ιδεών του Karl Popper.  Κάποια στιγμή, το 1985, ο όμιλος αυτοδιαλύθηκε, λόγω εσωτερικών διαφωνιών, μέσα στο βαρύ κλίμα της περιόδου κατά την οποία ο Αγ. Κουτσόγιωργας είχε πει ότι από τη μια μεριά υπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις του φωτός και από την άλλη οι δυνάμεις του σκότους, εννοώντας τις πολιτικές δυνάμεις που ανήκαν στην «εν ευρεία εννοία» Αριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ  και «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις») και τη ΝΔ ως διάδοχο και συνεχιστή της δικτατορίας, με επικεφαλής τον «αρχιαποστάτη» Μητσοτάκη.

Ξεφεύγοντας από τον επαρχιωτισμό της ελληνικής διανοητικής πρόσληψης του Popper, ας θυμηθούμε τι συνέβη στη διεθνή σκηνή,την εποχή εκείνη. Το 1985 είναι το έτος ανάληψης της εξουσίας από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και η αρχή της πολιτικής της διαφάνειας και της περεστρόικα, που τελικά θα επιφέρει το τέλος του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη το 1989-90, το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης το 1992 και το μετασχηματισμό όλων των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων πλην του ελληνικού. Σκέφθηκα ότι κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία να κληθεί επίσημα ο θαλερός 90χρόνος στην Ελλάδα, προκειμένου να τιμηθεί ως επίτιμος διδάκτωρ από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τότε ήμουν καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και όχι της Αθήνας, αλλά φίλοι μου στο Φιλοσοφικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών με διαβεβαίωσαν ότι θα περνούσαν την πρόταση από τη Γενική Συνέλευση και δεν θα υπήρχε αντίρρηση, εφόσον η τίμηση  του μεγάλου φιλοσόφου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών τιμούσε το ίδιο το Πανεπιστήμιο. Αυτό  και έγινε με τη συμβολή του καθηγητή και ακαδημαϊκού Ευάγγελου Μητσόπουλου, ο οποίος και έκανε την προσφώνηση στην τελετή. Είχα, ευτυχώς, την αμέριστη υποστήριξη του τότε πρύτανη και φίλου Πέτρου Γέμτου. Έχοντας επίγνωση των συνηθισμένων καθυστερήσεων, όταν είδα τον Popper το Σεπτέμβριο του 1992, του έκανα την πρόταση και του είπα ότι η καλύτερη περίοδος θα ήταν  ο Μάιος του επομένου έτους. Αυτό μας άφηνε αρκετό περιθώριο χρόνου για την ολοκλήρωση των διαδικασιών για να δρομολογηθεί για να πραγματοποιηθεί επίσκεψη .

Η αντίδραση του φιλοσόφου ήταν χαρακτηριστική. Ενθουσιάστηκε σαν να ήταν παιδί. Μου είπε, όμως, ότι είχε δεχθεί μια πρόσκληση για το Μάιο από το Πανεπιστήμιο της Πράγας. Του πρότεινα τότε, να έρθει τον Οκτώβριο στην Αθήνα. Όμως ο Popper φοβόταν μην πεθάνει πριν προλάβει να τιμηθεί από την Αθήνα, διότι γι αυτόν ο συμβολισμός και η σημασία της δεν είχε όμοιο, παρά το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Πράγας είναι από τα αρχαιότερα στον κόσμο και τον ανέμεναν πώς και πώς. Προτρέχω για να πω ότι τελικά πήγε τον Οκτώβριο και στην Πράγα, μετά την Αθήνα. Η επίσκεψή του αποτέλεσε εθνικό γεγονός για την Τσεχοσλοβακία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Václav Havel τον δέχθηκε και η προσέλευση στο Πανεπιστήμιο για την τελετή της περιένδυσης δεν είχε προηγούμενο.

Θεωρώντας ότι ήταν πολύ μεγάλη τιμή για την Ελλάδα να έρθει ο σημαντικότερος από τους τότε ζώντες φιλοσόφους, αλλά και ότι η «φιλελεύθερη παράταξη» που τότε κυβερνούσε θα  είχε τη διάθεση να «αξιοποιήσει» την επίσκεψη ενός πολύ μεγάλου φιλελεύθερου στοχαστή, προσπάθησα να κάνω ότι ήταν δυνατό ώστε να μην περάσει απαρατήρητη. Έστειλα, μαζί με τις επίσημα τυπωμένες προσκλήσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών προς συναδέλφους καθηγητές, βουλευτές, υπουργούς, μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, στο Δήμο της Αθήνας, σε προσωπικότητες των γραμμάτων και τεχνών, με τη βοήθεια του Πολιτιστικού Κέντρου των Δελφών ως συνοργανωτή. Σε ορισμένους γνωστούς μου συναδέλφους είχα στείλει και ιδιόχειρο σημείωμα.

Δεν παρέλειψα να απευθυνθώ και στην  Προεδρία της Δημοκρατίας. Σκέφθηκα ότι ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής θα έδινε μισή ώρα από το χρόνο του για να δεχθεί τον επίσημο ξένο, εφόσον κάποιος τον ενημέρωνε για τη σημασία αυτής της επίσκεψης. Αυτός ο «κάποιος» μου ήταν γνωστός και προσιτός και ήταν απόλυτα κατάλληλος για αυτή την αποστολή, ως νομικός σύμβουλος του Προέδρου και πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Πρόκειται για τον καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλο. Με διαβεβαίωσε, αφού τον επισκέφθηκα επί τούτω στο γραφείο του στο Προεδρικό Μέγαρο, ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Πρόεδρος να μη δεχθεί τον Karl Popper  o Πρόεδρος και ότι αναλάμβανε ο ίδιος να τον ενημερώσει για τη σημασία της επίσκεψης αυτής.

Ο Karl Popper  έφτασε στις 16 Μάιου και η τελετή έγινε την επομένη. Από τους προσκεκλημένους δεν είχαν έρθει παρά ελάχιστοι συνάδελφοι. Η Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου ήταν μισοάδεια. Τον κράτησε για αρκετή ώρα ο πρύτανης στο γραφείο του για να προστεθούν και μερικοί ακόμη. Από τον πολιτικό κόσμο δεν είχε έρθει κανένας. Μόνο ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε έρθει, στον οποίο δεν είχε σταλεί επίσημη πρόσκληση, εφόσον δεν είχε επίσημη ιδιότητα τότε. Πληροφορήθηκε από τις εφημερίδες και ήρθε από δικό του προσωπικό ενδιαφέρον.

Δεν δόθηκε συνέχεια στις διαβεβαιώσεις του καθηγητή Παυλόπουλου και δεν πραγματοποιήθηκε η συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ουδέποτε μου δόθηκε η ελάχιστη εξήγηση αν ενημερώθηκε ή όχι, αν απορρίφθηκε η πρόταση από τον Καραμανλή, ή αν ο σύμβουλός του έκρινε ότι δεν μπορούσε να τον ενοχλεί με επουσιώδη ζητήματα. Ο Karl Popper  τις επόμενες μέρες πέρασε ένα τριήμερο στην αγαπημένη του τοποθεσία που είναι οι Δελφοί και είχα κι εγώ την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του επί θεμάτων γύρω από τη φιλοσοφία του.

Το περιστατικό αυτό δείχνει κάτι τρομερά αρνητικό για το πολιτιστικό τοπίο της σημερινής Ελλάδας. Επιπλέον, εκθέτει ανεπανόρθωτα την πολιτική τάξη και ιδίως την συντηρητική παράταξη, ακόμα και όταν αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερη.

Επειδή προσπαθώ να συνδυάσω, στο μέτρο των δυνάμεών μου, την αισιοδοξία μου με τον ορθολογισμό, πιστεύω ότι κάποτε θα αντιληφθούν οι συμπατριώτες μου πόσο ζημιώνουν με το να αγνοούν ή να παρανοούν ή να υποτιμούν τη σκέψη ενός μεγάλου θαυμαστή της αρχαίας τους παράδοσης. Μια παράδοση που «οι τα πρώτα φέροντες»  της κοινωνίας μας δεν ήξεραν να τιμήσουν με την υποδοχή που του επιφύλαξαν. Ο Karl Popper, όμως, την τίμησε. Όσοι παρευρέθηκαν στην τελετή, δεν θα ξεχάσουν τα λόγια του, απευθυνόμενος σε 50 το πολύ άτομα: «Εδώ, στην Αθήνα, αισθάνομαι ότι πατώ σε ιερό έδαφος»! 


[1] “I may be wrong and you may be right, and by an effort we may get nearer to the truth”. Karl Popper (1945) The Open Society and its Enemies.. Vol. II p.225 and (1994) The Myth of the Framework.London: Routledge p. xii.

Advertisement

Διαχείριση θυμού

«Με διαφορετικούς όρους, μπορεί κανείς να πει ότι διεκδικούν αυτό που ο Πόππερ ονόμασε «Ανοιχτή» και ο Χάγιεκ «Μεγάλη Κοινωνία» – τους όρους που όχι μόνο επιτρέπουν την αρμονική συναρμογή διαφορετικών ιδεών, επιθυμιών και δράσεων σε μια κοινωνία, αλλά και διασφαλίζουν ότι το πρόσημο από αυτή τη συνύπαρξη είναι θετικό»

 

Ο Γιώργος Αρχόντας στο άρθρο του σχολιάζει τις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων στην Πλατεία Συντάγματος των τελευταίων ημερών.
Ίσως αυτό που ζητούν είναι ακριβώς αυτό που δεν τους δίνει το πολιτικό σύστημα: ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί μας δεν λογοδοτούν πραγματικά, όταν η μόνη «ευθύνη» που έχουν αποτιμάται στην εκλογή τους και επανεκλογή τους, καθιστά το πολιτικό μας σύστημα μη λειτουργικό. Κάθε μορφή διακυβέρνησης (governance) απαιτεί το συνδυασμό εξουσίας και υποχρέωσης λογοδοσίας(powerwith accountability). Η αγανάκτηση δεν στρέφεται μόνο κατά του καταντήματος της οικονομίας, τα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα που προκαλεί, αλλά κυρίως κατά του κενού λογοδοσίας που αφήνει το πολιτικό σύστημα.
Δ. Δημητράκος

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Την προηγούμενη βδομάδα έγραψα για το Σύνταγμα-το-κείμενο. Σήμερα γράφω για το Σύνταγμα-την-πλατεία.

Στους Αγανακτισμένους δεν κατέβηκα και δεν σκοπεύω να το κάνω τις επόμενες μέρες. Η συμμετοχή / ανάδραση / αντίδρασή μου είναι αυτό το κείμενο – αλλά και τα δύο που προηγήθηκαν και όσα τυχόν ακολουθήσουν σ’ αυτή τη σειρά. Πιστεύω ότι είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.

Πρώτα απ’ όλα, ξεκαθαρίζω ότι διαφωνώ με όσους σπεύδουν να κατακρίνουν τα όσα συμβαίνουν στο Σύνταγμα με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στους Αγανακτισμένους ενιαία, συγκροτημένη ιδεολογία, συγκεκριμένα και ρεαλιστικά αιτήματα και τα σχετικά.

Όντως, πρόκειται για ένα αδιαμόρφωτο σύνολο ανθρώπων, με διαφορετικές εκτιμήσεις για την κρίση, διαφορετικές προτάσεις και διαφορετικά συμφέροντα. Όντως πρόκειται για μια κυρίως θυμική αντίδραση. Όμως το γεγονός καθαυτό ότι ένα τέτοιο ετερόκλιτο σύνολο συστάθηκε και εκδηλώνεται, έστω με μόνο ενοποιητικό παράγοντα την αγανάκτηση, δεν είναι άνευ σημασίας. Και είναι πιστεύω χρέος, όποιου μπορεί, να προσπαθήσει να αναδείξει από αυτό το κοινωνικό φαινόμενο ένα περιεχόμενο που μπορεί ενδεχομένως να μας πάει παραπέρα.

Θα επιχειρήσω προς τούτο μια ίσως παρακινδυνευμένη ερμηνεία. Οι Αγανακτισμένοι διεκδικούν, έστω υπόρρητα, κάτι απολύτως συγκεκριμένο. Κάτι που μέχρι πρότινος πιστεύαμε, λανθασμένα, ότι είχαμε: τη δυνατότητα, παρά τις όποιες επιμέρους μας διαφορές, να συνυπάρχουμε και να δρούμε από κοινού ως πολίτες. Με διαφορετικούς όρους, μπορεί κανείς να πει ότι διεκδικούν αυτό που ο Πόπερ ονόμασε «Ανοιχτή» και ο Χάγιεκ «Μεγάλη Κοινωνία» – τους όρους που όχι μόνο επιτρέπουν την αρμονική συναρμογή διαφορετικών ιδεών, επιθυμιών και δράσεων σε μια κοινωνία, αλλά και διασφαλίζουν ότι το πρόσημο από αυτή τη συνύπαρξη είναι θετικό.

Επί δεκαετίες ζούσαμε με την ψευδαίσθηση ότι τα επιμέρους συμφέροντα, οι κοινωνικές διεκδικήσεις και κατακτήσεις ήταν μεταξύ τους συμβατά. Η κοινωνική ειρήνη διασφαλιζόταν με δανεικά, μέσα από μια συγκυρία παγκόσμιας ανάπτυξης και ευρωπαϊκής πιστοληπτικής εγγύησης. Το πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι πολίτες εμπιστεύθηκαν το έργο της συναρμογής των επιμέρους συμφερόντων, παρουσίαζε, με ελάχιστες εξαιρέσεις τη στρεβλή εικόνα ενός παιγνίου θετικού αθροίσματος – παραφορτώναμε το Δημόσιο με προσλήψεις, αλλά τα ποσοστά ανάπτυξης ήταν υψηλά. Παραφορτώναμε το κράτος με ελλείμματα και χρέη, αλλά η ανεργία διατηρούταν σε ιστορικά χαμηλά.

Κι όμως, πιστεύω πως το μένος εναντίον των πολιτικών δεν έχει να κάνει τόσο με τα καταστροφικά αποτελέσματα της εφαρμογής μιας λανθασμένης πολιτικής. Πολύ περισσότερο, εδώ που φτάσαμε, ο αποδιοπομπαίος τράγος των πολιτικών συλλήβδην είναι από τους ελάχιστους ενοποιητικούς κοινούς τόπους που διαθέτουμε.

Σε μια κοινωνία που επί δεκαετίες πίστευε ότι η συναρμογή των επιμέρους συμφερόντων ήταν με μαγικό τρόπο εξασφαλισμένη, η συνειδητοποίηση της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε φαίνεται κανιβαλλιστική. Και εξηγούμαι. Για να φτάσουμε πλέον να ξοδεύουμε όσα βγάζουμε δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι: ή μειώνουμε τις δαπάνες, που σημαίνει ότι κάποιοι θα χάσουν τη δουλειά τους, ή αυξάνουμε τη φορολογία, που σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη μείωση της αγοραστικής δύναμης, ή ένας συνδυασμός από τα δύο. Και δεν μπαίνω καν στις παράπλευρες αρνητικές συνέπειες κάθε επιλογής. Το παιχνίδι είναι πια καταφανώς αρνητικού αθροίσματος – όπως και να το μετρήσουμε το πράγμα, πρέπει να κόψουμε από δω για να γλιτώσουμε από κει. Για τέτοιες αποφάσεις όμως προφανώς καμία κοινωνία δεν είναι πρόθυμη.

Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εξηγηθεί το γεγονός ότι η ιδιότητα του πολίτη είναι η μόνη που ενθαρρύνεται από τους διοργανωτές των διαμαρτυριών. Όλα τα άλλα – ιδεολογικές πεποιθήσεις, κομματικές συγγένειες, ταξικές υπαγωγές και τα συναφή διασπαστικά – οι Αγανακτισμένοι καλούνται να τα αφήσουν πίσω στο όνομα μιας ενότητας στα απολύτως αναγκαία και σημαντικά. Ή, θα έλεγε κανείς, στα μόνα εφικτά. Στα μόνα που φαίνεται πια πως εγγυούνται τη συνέχιση της πολιτικής μας κοινωνίας ως ενιαίας.

Το ερώτημα λοιπόν είναι σαφές: Μπορούμε να συνυπάρχουμε με τις διαφορές μας και έξω από τη πλατεία Συντάγματος, χωρίς να χρειαζόμαστε για αυτό ούτε τις ψευδαισθήσεις που ακυρώθηκαν πια οριστικά, ούτε την αγανάκτηση και τους αποδιοπομπαίους τράγους της; Πιστεύω πως ναι. Υπό προϋποθέσεις:

Πρώτον, στο βαθμό που καλούμαστε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις στο πλαίσιο παιγνίων αρνητικού αθροίσματος, χρειάζεται αιτιολόγηση των όποιων αποφάσεων, σαφή ιεράρχηση στόχων και αναφορά σε κριτήρια δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Οι οριζόντιες περικοπές που θίγουν χαμηλοσυνταξιούχους την ώρα που, για παράδειγμα, η ΕΡΤ συνεχίζει να έχει τουλάχιστον 6 τηλεοπτικά και δεκάδες ραδιοφωνικά κανάλια είναι πρόκληση. Είναι απόδειξη ότι η προσοδοθηρία ζει και βασιλεύει.

Δεύτερον, οφείλουμε να καταρρίψουμε με επιχειρήματα τις μαγικές λύσεις. Ανιδιοτελείς σωτήρες, κοιτάσματα άμεσα εκμεταλλεύσιμα, λύσεις που θα μας έσωζαν αλλά κάποιοι κακοί δεν μας επιτρέπουν να εφαρμόσουμε – επιστροφή στη δραχμή, ή κήρυξη του χρέους ως απεχθούς – δυστυχώς δεν υπάρχουν. Απέναντι στην παραφιλολογία χρειάζεται ξεκάθαρη επιχειρηματολογία, τουλάχιστον για όσους έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά. Είναι η προϋπόθεση για να περάσουμε από την αγανάκτηση στην παραγωγή λύσεων.

Τρίτον, και μακροπρόθεσμα σημαντικότερο, χρειάζεται μια συστηματική συζήτηση υπέρ της νομοκρατίας. Η νομοκρατία είναι η προϋπόθεση για ένα Σύνταγμα (κείμενο και πλατεία) που να χωρά ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι η προϋπόθεση για την αρμονική συνύπαρξη των διαφορών, για τη διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας, για τον ανταγωνισμό μεταξύ των ιδεών, των προτάσεων, των λύσεων, από τον οποίο προκύπτει αυτό που όταν το δούμε θα το θέλουμε. Επαναλαμβάνω από τις προηγούμενες αναρτήσεις μου: εφαρμογή των νόμων, σύνδεση πράξεων και συνεπειών, δραστικός περιορισμός της ευχέρειας των φορέων της εξουσίας, της προσοδοθηρίας, των παιγνίων μηδενικού και αρνητικού αθροίσματος.

Σε μια κοινωνία που όσο και αν προσποιείται πως εξεπλάγη, εδώ και καιρό έβλεπε κάτω από την επιφάνεια της κατ’ επίφαση αρμονίας πως ό,τι κέρδιζε ο ένας το έπαιρνε από τον άλλο, αυτό που χρειάζεται είναι να καταδείξουμε, όσοι πιστεύουμε σ’ αυτό, ότι η επιδίωξη των επιμέρους ατομικών συμφερόντων είναι δυνατόν υπό όρους να παράγει αποτέλεσμα επωφελές για τους πολλούς. Και βεβαίως να μιλήσουμε όσο το δυνατόν πιο πολύ και πιο πειστικά για τους όρους αυτούς.


Ένα υστερόγραφο για την Πολυπολιτισμικότητα

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

We do not choose political freedom because it promises us this or that. We choose it because it makes possible the only dignified form of human coexistence, the only form in which we can be fully responsible for ourselves.

LibertyΗ απόρριψη της ιδέας της πολυπολιτισμικότητας υπέρ της «μονοπολιτισμικότητας» θα μας οδηγούσε σε μια ατέρμονη συζήτηση, ή – πιθανότερα – σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ πολιτιστικών ομάδων που ερίζουν για την επιβολή της τελευταίας. Ας δεχθούμε, επομένως, την πολυπολιτισμικότητα ως αρχή: αν μη τι άλλο είναι οικονομικότερη, από την «μονοπολιτισμικότητα», διότι δεν συνεπάγεται παρά μικρό κόστος: εκείνο της ανοχής. Υπάρχει, βέβαια, ανοχή και ανοχή: δεν είναι ανεκτή κάθε ανοχή, ακόμα και στους οίκους που φέρουν το όνομά της. Όμως, έχουμε να κάνουμε, ορισμένες φορές με κουλτούρες που είναι καταστατικά ασύμβατες με την πολυπολιτισμικότητα, με την έννοια ότι για τους φορείς της, το κόστος ανοχής άλλου έθους, άλλου συστήματος δοξασιών και άλλου τρόπου ζωής είναι δυσβάστακτο. Ενσωματώνουν, επομένως, την εναντίωση στη πολυπολιτισμικότητα μέσα στο έθος τους.Αν αυτή η στάση είναι αμετάλλακτη, τότε δύο και μόνο δύο εκβάσεις υπάρχουν για το σύνολο της κοινωνίας: η προσχώρηση στο φρόνημα και στο έθος που αντιπροσωπεύει, δηλαδή, να ολοκληρωθεί η μετάλλαξη της κοινωνίας ·  ή η στερέωση του θεσμικού πλαισίου και της αξιακής συγκρότησης, αλλά και αμυντικής θωράκισης της ανοιχτής, πολυπολιτσμικής κοινωνίας, που θα εξασφαλίζει τον πολιτισμικό πλουραλισμό με θεσπισμένους όρους συμβίωσης. Συχνά, όμως, η εκκένωση από το πολυπολιτισμικό πρότυπο οποιουδήποτε στοιχείου μπορεί να θίξει τους ακεραιόφρονες οπαδούς της «μονοπολιτισμικής» κοινωνίας, προβάλλεται ως το κατ΄εξοχήν νόημα της πολυπολιτισμικότητας.  Ο «αψογα πολυπολιτιστικός» Charles James Napier υπερασπιζόταν τη αρχή της πλουραλιστικής συμβίωσης, ακόμα και με τους εχθρούς της αρχής. Δεν υποχώρησε, όμως, σ’ αυτούς. Τους ανέχτηκε μόνο στο σημείο εκείνο, μετά από το οποίο οι συνέπειες της ανοχής του θα μετέτρεπαν σε εις άτοπον απαγωγή κάθε ιδέα ανοχής. Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τι έγραφε ο Karl Popper το 1943-5, έχοντας κατά νου τα ολοκληρωτικά καθεστώτα με τα οποία βρισκόταν σε πόλεμο ο ελεύθερος κόσμος:   «το παράδοξο της ανοχής: η απεριόριστη διαλλακτικότητα θα πρέπει να οδηγήσει στην εξαφάνιση της ανοχής. Αν επεκτείνουμε την απεριόριστη ανοχή ακόμα και σ’εκείνους που είναι αδιάλλακτοι, αν δεν είμαστε προετοιμασμένοι να υπερασπιστούμε μια ανεκτική κοινωνία από την απειλή των αδιάλλακτων, τότε οι  ανεκτικοί θα αφανιστούν μαζί μ’ αυτούς η ίδια η ανοχή. – Διατυπώνοντας έτσι το παράδοξο δεν υπονοώ, λόγου χάρη, ότι θα πρέπει πάντα να ασκούμε κατασταλτικό έλεγχο στη λειτουργία των αδιάλλακτων φιλοσοφιών · ενόσο μπορούμε να τους αντιταχθούμε με λογικά επιχειρήματα και να τις κρατήσουμε σε έλεγχο με την κοινή γνώμη, η απαγόρευση λειτουργίας τους θα ήταν πράξη μεγάλης αφροσύνης. Θα έπρεπε, ωστόσο, να αξιώσουμε το δικαίωμα να τις καταστέλλουμε, αν είναι ανάγκη, ακόμα και με δυναμικά μέτρα · γιατί εύκολα μπορεί να αποδειχθεί τελικά ότι δεν ήταν διατεθειμένες να επικοινωνήσουν μαζί μας στο επίπεδο του ορθολογικού επιχειρήματος».  Karl Popper (1945) The Open Society and Its Enemies. Ελλ. μετάφρ. Ειρήνης Παπαδάκη. Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της    Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση , τ. Ι σ.436,

Όσοι αγνοούν ή παραθεωρούν την έκκληση του Karl Popper, δίνουν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα στην πολυπολιτισμικότητα. Θεωρούν ότι εκφράζει μια ανυπαρξία φρονήματος και ουσίας στο δυτικό πολιτισμό, ότι είναι ένας κενός χώρος υποδοχής νέων γονιμοποιών στοιχείων στα οποία καλό είναι να υποχωρούν. Ίσως θα τους συνέτιζε η ανα΄γνωση του θετρτικού έργου του Max Frisch ‘O Mπίντερμαν και οι εμπρηστές’ .Ο Μπίντερμαν είναι υποκριτής, αφελής και ψοφοδεής αστός που φιλοξενεί, θέλοντας και μη θέλοντας, μια ομάδα εμπρηστών που του δηλώνουν ότι θα του κάψουν το σπίτι. Εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους προς κατάπληξη του Mπίντερμαν.[Biedermann und die Brandstifter ](1953). Η αλληγορία αυτή ήταν για τη Γερμανία της δεκαετίας ’30. μήπως ισχύει και για μας όλους σήμερα;

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ