ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΛΗΤΕΙΑΣ

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Πολιτική αλητεία είναι η συμπεριφορά πολιτικού ή πολιτικής ομάδας όταν παραβιάζει άγραφους κανόνες πολιτικής και κοινωνικής ευπρέπειας κατά τρόπο προκλητικό. Δεν πρόκειται για απλή παράβαση αυτών των κανόνων, αλλά χαρακτηρίζεται από ιδιάζουσα θρασύτητα και περιφρόνηση για τους θεσμούς της πολιτείας και παραδεδεγμένες αρχές ηθικής τάξης.

Το ιστορικό πρότυπο πολιτικής αλητείας είναι η σειρά γεγονότων του Μαρίου 1985, που άρχισε με την πρόταση που υπέβαλε αιφνιδιαστικά ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ να εγκρίνει την υποψηφιότητα του αρεοπαγίτη Χρήστου Σαρτζετάκη στη θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για Πρόεδρο Δημοκρατίας, αθετώντας την δέσμευση που είχε αναλάβει να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του τελευταίου. Ακολούθησαν τρεις επεισοδιακές ψηφοφορίες στη Βουλή που κατέληξαν στην εκλογή του Σαρτζετάκη, με τα λευκά και θαλασσιά ψηφοδέλτια και την αμφισβητούμενης εγκυρότητας ψήφου Αλευρά (Προέδρου της Βουλής, ο οποίος ασκούσε χρέη Προέδρου Δημοκρατίας, μετά την παραίτηση του  Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Η όλη μεθόδευση κρίθηκε στα όρια της κοινοβουλευτικής νομιμότητας – ακόμα και πέρα από αυτά. Το εγχείρημα ήταν χοντροκομμένο και διόλου πειστικό. Η οργάνωση και εκτέλεσή του ήταν μια παράκαμψη του «θεσμικού εμποδίου» που αποτελούσε η μυστική ψηφοφορία. Η ψήφος  των βουλευτών δεν ήταν διόλου μυστική, όπως προέβλεπε το σύνταγμα, εφόσον οι σχεδόν διαφανείς φάκελοι δεν έκρυβαν το χρώμα των ψηφοδελτίων. Η πίεση προς τους βουλευτές αυξήθηκε με τη μέθοδο της κινητοποίησης πλήθους έξω από τη Βουλή που αποθέωνε το συμβάν ως «νίκη του λαού».

Βέβαια, δεν είναι η μοναδική περίπτωση πολιτικής αλητείας. Υπήρξαν και άλλες – ευτυχώς, όχι πολλές. Όμως το παράδειγμα αυτό περιέχει όλα τα γνωρίσματα αυτής της συμπεριφοράς και κυρίως εκείνο που είναι η περιφρόνηση προς τους κανόνες, η καταδολίευση των θεσμών, η καταπάτηση άγραφων νόμων στο όνομα της προώθησης των συμφερόντων του Λαού –με λάμδα κεφαλαίο. Κυρίως περιέχει το πρόσθετο στοιχείο της προκλητικότητας και του  θράσους. Δεν είναι η χρήση απλού πονηρεύματος, αλλά και η ιδεολογική του «νομιμοποίηση», προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, εφόσον ήταν φιλολαϊκός και αποτελούσε γροθιά κατά του κατεστημένου. Ήταν επίδειξη μαγκιάς.[1]

Η πολιτική αλητεία είναι η καρδιά του λαϊκισμού. Οι προφήτες και ζηλωτές του τελευταίου κλείνουν πονηρά το μάτι στους οπαδούς τους που αποτελούν, όπως διατείνονται, τον «γνήσιο» λαό στην ολότητά του, για χάρη του οποίου αγωνίζονται. Και ο λαός, όπως λένε, προέχει των θεσμών σε μια δημοκρατία, ορισμένες φορές, όμως, απαιτεί την αγνόηση ή την παράβαση νόμων ή θεσμοθετημένων κανόνων όταν βρίσκεται στην εξουσία η «δικιά του» κυβέρνηση.

Μια τέτοια κυβέρνηση εκφράζει την «κοινωνική νομιμότητα», επομένως μπορούν να μην πληροί απόλυτα τις συνθήκες «τυπικής νομιμότητας». Είναι, μάλιστα, δείγμα της γνησιότητας του λαϊκού ερείσματός της, το ότι δεν τις πληροί και ότι επομένως δεν μπορεί να της αποδοθεί η «ρετσινιά της αριστείας» ή «το στίγμα του καθωσπρεπισμού». Αρκεί και με το παραπάνω η αναγνώρισή της στο ρόλο της πολιτικής αλητείας στον οποίο διαπρέπει.

 

[1] Αυτή είναι μια ιδιότητα η οποία θαυμάζεται παρ’ ημίν ως υπέρτατη αρετή της φυλής μας. Αποτελεί  συνδυασμό δόλου και απίθανου θράσους. Διαπράττεται όχι εν κρυφώ και παραβύστω, αλλά εν πομπή και πανηγύρει. Εκζητεί και εισπράττει την έγκριση όχι παραβλέποντας τα τυπικά ολισθήματα, αλλά τιμώντας τα ως κατορθώματα.



Σχολιάστε