Ευνοιοκρατία: τι είναι και πως λειτουργεί

Δ.  Δημητράκος

Ευνοιοκρατία, όπως ο καθένας ξέρει, είναι η μεροληπτική προτίμηση των «ημετέρων» από μια κυβέρνηση, η ρουσφετολογική /αναξιοκρατική απονομή δημόσιας θέσης. Αλλά στο παρελθόν αυτή η πρακτική ήταν οριακή. Ο εκάστοτε υπουργός ή πρωθυπουργός είχε ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας να τοποθετήσει μερικά από «τα δικά μας παιδιά» και να προωθήσει ορισμένους έμπιστους δικούς του ανθρώπους σε θέσεις κλειδιά. Και πρέπει να παραδεχθούμε ότι αυτό ήταν και είναι αναπόφευκτο στην πολιτική. Η ευνοιοκρατία, όμως, γίνεται σύστημα εξουσίας όταν (i) ο αριθμός των ευνοιοκρατικώς διοριζομένων ξεπερνά μια κρίσιμη μάζα  (ii) η απόκτηση πολιτικής εύνοιας είναι απαράβατος όρος για να πετύχει κανείς ό,τιδήποτε  και  (iii) όταν το πολιτικό σύστημα θεσμικά προβλέπει θεσμικά παρασιτικές θέσεις και υπηρεσίες για να εξασφαλίζονται ευνοιοκρατικές ανάγκες.

Φτάνουμε, δηλαδή, στο σημείο, όχι μόνο να δημιουργούνται ad hoc θέσεις και υπηρεσίες για να βολεύονται «ημέτεροι», αλλά και να προβλέπονται θεσμικά, διότι χωρίς αυτές δεν μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα. Θυμάμαι ότι σε κουβέντα που είχα προ πολλών ετών με γνωστό μου που μόλις είχε αναλάβει το Υπουργείο Παιδείας, μου είχε πει ότι πρώτο μέλημά του ήταν να «γεμίσει» τις 40 (ή 50, δεν θυμάμαι καλά) θέσεις που του έδιναν : συμβούλους, γραμματείς, κλητήρες και άλλους παρατρεχάμενους, εκπροσώπους σε διεθνή ή ευρωπαϊκά όργανα κλπ. Τα πόστα αυτά είναι κατά το πλείστον, παρασιτικά, φυσικά. Έπρεπε να πληρωθούν, αλλιώς θα τα «έχανε»!

Υπό καθεστώς ευνοιοκρατίας, η πλήρωση των θέσεων δεν γίνεται με αφετηρία την ανάγκη εξεύρεσης κατάλληλου προσώπου για μια ορισμένη υπηρεσία, αλλά την επιλογή πόστου για πρόσωπο που είναι στη λίστα, στη νομενκλατούρα. Και φυσικά, υπάρχουν και ορισμένα  υψηλά «πόστα-ψυγεία»: κάποια υψηλά αμειβόμενη θέση, κατά προτίμηση στο εξωτερικό, όπου ο ευνοούμενος μπορεί να πάει για ένα διάστημα, που την δέχεται ως consolationprize από τη στιγμή που δεν υπουργοποιείται, αλλά δεν εκδιώκεται. Μπορεί να γίνει ευρωβουλευτής ή πρέσβης «εκ προσωπικοτήτων», όπως κάποτε είχε στείλει ο Α. Γ. Παπανδρέου στη …Βενεζουέλα κάποιο «δικό του» που τα είχε κάνει θάλασσα ως πρέσβης στις Βρυξέλλες. Τάχα οι ανάγκες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απαιτούσαν «ειδικούς χειρισμούς» στη Βενεζουέλα την εποχή εκείνη, που μόνο κάποιος έμπιστος του πρωθυπουργού μπορούσε να χειριστεί. Αυτή η θέση είχε καλυφθεί ειδικά γι αυτήν την περίπτωση το 1984, όπως και η θέση του πρέσβη στο Λονδίνο την ίδια εποχή, από πρόσωπο κοντά στον Α.Γ.Π. και ξένο προς τη διπλωματική υπηρεσία. Το ίδιο συνέβη – και συμβαίνει κάθε τόσο με τη θέση πρέσβη στην Unesco. Χώρια από το γεγονός ότι δεν παρίσταται ανάγκη να υπάρχει πολυπληθής αντιπροσωπεία της Ελλάδας εκεί, και μάλιστα θέση πρέσβη, (με πανάκριβη κατοικία στη διάθεσή του), η αποστολή αυτή πολύ σπάνια καλύπτεται από πρόσωπο που προέρχεται από το διπλωματικό σώμα. Συνηθέστατα δίδεται ευνοιοκρατικά σε πρόσωπο που δεν μπόρεσε το κυβερνών κόμμα να βολέψει αλλού. Του παρέχεται, έτσι, μια υψηλά αμειβόμενη αργομισθία στο Παρίσι – μέρος στο οποίο περνάει καλύτερα από ότι θα περνούσε ως νομάρχης  Κιλκίς.

Αυτές οι θέσεις καταλαμβάνονται με ευνοιοκρατική παρέμβαση, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να καλύπτονται από τις υπηρεσίες που θεσμικά προβλέπονται, από το Υπουργείο Εξωτερικών, κατά κύριο λόγο. Υπάρχουν και άλλες που έχουν δημιουργηθεί επί τούτω, ως «θέσεις ψυγεία», που δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης, παρά μόνο το βόλεμα των εκάστοτε «ημετέρων».

Μία από αυτές είναι η μόνιμη Ελληνική αντιπροσωπεία στον ΟΟΣΑ (Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), στο Παρίσι, βέβαια. Στη θέση αυτή τοποθετείται πάντα μέλος της νομενκλατούρας που δεν μπορεί να πάρει (ή του έχει αφαιρεθεί) η θέση του/της υπουργού και πρέπει να του/της δώσουν «κάτι». Η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρή χώρα και  ο ΟΟΣΑ είναι οργανισμός πλουσίων χωρών που δεν έχει ρυθμιστικό ρόλο, αλλά μάλλον βοηθητικό στο επίπεδο πληροφόρησης και συνεννόησης μεταξύ των 34 μελών του. Δηλαδή, η σχέση οφέλους/κόστους διατήρησης μιας πολυδάπανης αντιπροσωπίας εκεί, όπου η επιρροή της Ελλάδας είναι ελάχιστη έως μηδενική, θα έπρεπε προ πολλού να είχε πείσει τους διαμορφωτές οικονομικής πολιτικής να είχε κλείσει αυτό το μαγαζί. Βεβαίως, μια τέτοια απόφαση θα προσέκρουε σε μια γενικότερη τάση μεγαλομανίας που  αποπνέει η Ελληνική παρουσία στο εξωτερικό: η ιδέα ότι κάθε ακριβοπληρωμένη θέση και υπηρεσία στο εξωτερικό επιτελεί σπουδαίο έργο, από το οποίο η Ελλάδα αποκομίζει υποτιθέμενα μεγάλα οφέλη, στο πλαίσιο μιας politiquedegrandeur που εγκαινίασε ο Charles De Gaulle στην προ πεντηκονταετίας Γαλλία…   Κυρίως, όμως, η απόφαση κατάργησης ή, έστω, περιορισμού, τέτοιων θέσεων και υπηρεσιών, βρίσκει εμπόδιο στο δομικό ρόλο που παίζει στη λειτουργία του παράλογου και παρακμιακού πολιτικού συστήματος που τις δημιουργεί και τις διατηρεί. Είναι το σύστημα που στηρίζεται στην εύνοια, παράγει και αναπαράγει την ευνοιοκρατία και κοντά σ’ αυτήν, την αδιαφάνεια και τη διαφθορά.



Σχολιάστε