Φ – όπως Φιλελεύθερος

 

Δημήτρης Δημητράκος

Εδώ και καιρό γίνονται συζητήσεις με αναφορές στο  φιλελευθερισμό, επικλήσεις σε αρχές του ή χρησιμοποιείται ο όρος αρνητικά, χωρίς να έχει διευκρινιστεί τι είναι ακριβώς ο φιλελευθερισμός και ποια η σημασία του σήμερα.

Το βιβλίο «Φιλελευθερισμός» του καθηγητή Αριστείδη Χατζή[1] είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στο σύγχρονο φιλελευθερισμό, ενώ συγχρόνως αποτελεί ένα μήνυμα αισιοδοξίας γι’ αυτούς που τον δέχονται και τον υποστηρίζουν.

Ιστορία και αρχές του φιλελευθερισμού

john_lockeΣτο βιβλίο αυτό παρατίθεται μια σύντομη περίληψη της ιστορίας του φιλελευθερισμού από τη σχολή της Σαλαμάνκας στο 16ο αιώνα  και φτάνει στη σύγχρονη φιλελεύθερη σκέψη που συναντάμε στα κείμενα των Isaiah Berlin, John Rawls, Robert Nozick και άλλων σύγχρονων πολιτικών φιλοσόφων, περνώντας από τον John Locke, τον Adam Smith και τον John Stuart Mill, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί κύριος εμπνευστής του σύγχρονου αγωνιστικού φιλελευθερισμού, τον οποίο  εκφράζει ο συγγραφέας.

 Ο Αριστείδης Χατζής εξηγεί με απλό και σαφή τρόπο ορισμένες βασικές έννοιες του σύγχρονου φιλελευθερισμού, όπως είναι η θετική και η αρνητική ελευθερία, η σημασία και τα είδη των δικαιωμάτων, τα οποία μπορούν και αυτά να είναι θετικά ή αρνητικά, καθώς και η θέση της ελευθερίας και της ισότητας στο αξιακό σύστημα του φιλελευθερισμού.

 Η ανάγνωσή του γίνεται συναρπαστική με την παράθεση σειράς υποθετικών καταστάσεων με σκοπό την ανάδειξη προβλημάτων που αντιμετωπίζονται στη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία. Αυτό γίνεται, ακριβώς διότι στο φιλελευθερισμό δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Ο φιλελεύθερος είναι σε συνεχή αναζήτηση, γεννά και αντιμετωπίζει νέους προβληματισμούς γύρω από τις αρχές του φιλελευθερισμού, και διατηρεί μια κριτική απόσταση από αυτόν, γνωρίζοντας ότι δεν αποτελεί ένα «κλειστό κύκλο», όπως συμβαίνει με ένα δόγμα.

Η ελευθερία και η αρχή της βλάβης

130629-004-149b27fbΙδιαίτερη έμφαση δίνει ο συγγραφέας στην «αρχή της βλάβης» όσων αφορά την κατανόηση των ορίων της ελευθερίας. Σύμφωνα με την αρχή  αυτή, την οποία διατύπωσε ο John Stuart Mill το 1859, το κράτος οφείλει να περιορίζει την ελευθερία του ατόμου αν η άσκησή της βλάπτει ένα άλλο άτομο ή πολλά άλλα άτομα. Η ίδια αυτή αρχή διατυπώνεται νωρίτερα στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη το 1789[2]. Με τη διατύπωση του Mill, όμως, όπως ορθά τονίζει ο Αριστείδης Χατζής, η αρχή αυτή γίνεται θεμέλιο του φιλελευθερισμού, εφόσον αναγνωρίζει την προτεραιότητα της ελευθερίας όταν δεν προξενεί βλάβη σε άλλους (σ.43). Έτσι, σε ένα γνήσια φιλελεύθερο καθεστώς η ελευθερία είναι κυρίαρχη: δεν την παρέχει το κράτος εν τη μεγαθυμία του, ούτε την «ανέχεται» κατ’ εξαίρεση. Προϋπάρχει του κράτους ως δικαίωμα του ανθρώπινου ατόμου, και το κράτος υπάρχει για τον πολίτη και όχι ο πολίτης για το κράτος. Το κράτος, μέσα σ’ ένα τέτοιο καθεστώς οφείλει να υπηρετεί την ελευθερία, εμποδίζοντας πράξεις ατόμων που θα βλάψουν άλλα άτομα.

Πώς, όμως,  ορίζεται η βλάβη; Πρέπει, λέει ο Αριστείδης Χατζής, να είναι απτή, χειροπιαστή, όπως αυτή που προκαλείται από το φόνο, την κλοπή, την απάτη, την απειλή βίας. Δεν είναι αυτό για το οποίο κάποιος παραπονιέται από ιδιοτροπία ή καπρίτσιο ή αυθαίρετη άποψη.

Φιλελευθερισμός και δικαιώματα

Επειδή, όμως, είναι συχνά δυσδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτό που είναι γενικά ή μόνο μερικά αναγνωρίσιμο ως βλάβη που υφίσταται κάποιος, ένας τρόπος ορισμού της είναι με βάση τα δικαιώματα του ατόμου: υφίσταμαι βλάβη αν και μόνο αν παραβιάζεται κάποιο απαράγραπτο δικαίωμά μου. Τα δικαιώματα αυτά προϋπάρχουν του κράτους. Αν, όμως, προϋπάρχουν του κράτους, σημαίνει ότι είναι φυσικά δικαιώματα, όπως τα περιγράφει ο John Locke (1690) οι ιδέες του οποίου ενέπνευσαν την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (1776) [3]  Τα δικαιώματα αυτά είναι η ζωή, η ελευθερία, και η ιδιοκτησία[4].

Βέβαια, η ιδέα των φυσικών δικαιωμάτων συναντά πολλές αντιρρήσεις. Ένας ωφελιμιστής, όπως ο Jeremy Bentham χλεύαζε τα φυσικά δικαιώματα ως καθαρή ανοησία (1843). Μπορεί επίσης να τα απορρίψει κανείς ως «ουσιοκρατικά» ή «μεταφυσικά» εφόσον είναι συνυφασμένα με μια υποτιθέμενη ανθρώπινη «ουσία» ή «φύση».

Αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητο. Ο φιλελευθερισμός έχει ως αφετηρία το άτομο. Το άτομο είναι η ακέραιη αυτόνομη μονάδα στη φιλελεύθερη αντίληψη του πολιτικού. Το άτομο δεν τέμνεται, δεν διαιρείται και δεν πρέπει να υποβιβάζεται. Πρέπει να το αντιληφθούμε ως κυρίαρχο στο χώρο του. Και ο χώρος αυτός που τον περιβάλλει είναι ηθικός. Αυτός ακριβώς είναι ο χώρος των δικαιωμάτων του τα οποία του αναγνωρίζονται ως συνυφασμένα με την ανθρώπινη ιδιότητά του. Το άτομο, περιβεβλημένο με τα δικαιώματα που του ανήκουν αναντίρρητα ενεργεί ελεύθερα και κυρίαρχα στο δικό του χώρο. Αν δεν του αναγνωριστούν αυτά τα δικαιώματα, δεν μπορεί να λογιστεί ως αυτόνομη μονάδα.

Κράτος, φιλελευθερισμός και παγκοσμιοποίηση

Σημαντική – και θα έλεγα θαρραλέα- είναι η κριτική που ασκείται από τον Αριστείδη Χατζή σε ορισμένες στερεότυπες καταγγελίες κατά του φιλελευθερισμού (ή του «νεοφιλελευθερισμού» όπως τον αποκαλούν συχνά οι εχθροί του), όπως είναι η ιδέα ότι ορισμένες αξίες έχουν «ιδιάζουσα βαρύτητα» και δεν πρέπει να «εμπορευματοποιούνται». Ο Αριστείδης Χατζής δείχνει ότι όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη –  π.χ. όσον αφορά την παρένθετη μητρότητα – δεν αντιλαμβάνονται ή δε θέλουν να δεχθούν ότι οι δικές τους αξίες διαφέρουν από εκείνες που πρεσβεύουν άλλοι.

Ένα άλλο θετικό στοιχείο του βιβλίου είναι  ότι εξετάζει κριτικά ορισμένες αδυναμίες του καπιταλισμού που δικαιολογούν την κρατική παρέμβαση για να διορθώσουν την αποτυχία της αγοράς. Αυτό δημιουργεί συχνά άλλα, χειρότερα προβλήματα που συνιστούν την αποτυχία του κράτους. Οι ομάδες πίεσης – ή «διανεμητικές συσπειρώσεις» όπως τις αποκαλεί ο Αιστείδης Χατζής – είναι κατεστημένα συμφέροντα –επιχειρηματικά, συντεχνιακά, μιντιακά- που αποκτούν την εύνοια του κράτους το οποίο τους προσφέρει προστασία και προνομιακή μεταχείριση. Ο κρατισμός, μ’ άλλα λόγια, εκτρέφει στρεβλώσεις στην οικονομία, οι οποίες δεν είναι τυχαίες, αλλά προωθούνται από ομάδες που επιδίδονται στην προσοδοθηρία, δηλαδή την αναζήτηση της πολιτικής εύνοιας, η οποία αποτελεί κύριο εμπόδιο στην ανάπτυξη, όπως δείχνουν σύγχρονες μελέτες στις οποίες αναφέρεται το βιβλίο.

Και αυτό μας φέρνει σε ένα άλλο στοιχείο και που είναι η οικονομική ελευθερία και η σχέση της με την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με την ετυμηγορία της ιστορικής εμπειρίας. Αν μη τι άλλο, η ελευθερία, και ιδίως η οικονομική, προάγει την ευημερία μιας κοινωνίας, όπως δείχνει ο Αριστείδης Χατζής στο τέλος του βιβλίου, παραθέτοντας στοιχεία και γραφήματα.

Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ένα επιχείρημα υπέρ του φιλελευθερισμού από αυτή την αφετηρία και αυτό είναι ότι ελευθερία ως συντελεστής αύξησης της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας είναι αυτό-εφαρμόσιμη. Δεν χρειάζεται να …εξαναγκαστεί ο πολίτης να ασκήσει την πολιτική και οικονομική ελευθερία του. Η τελευταία δρα ευεργετικά, για το γενικό συμφέρον με το μικρότερο δυνατό κόστος. Υπό συνθήκες παγκοσμίωσης των συναλλαγών και της πληροφόρησης, αυτό γίνεται φανερό σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, πράγμα που εξηγεί την επιτυχία του φιλελευθερισμού στον κόσμο και δικαιολογεί την αισιοδοξία του συγγραφέα που εκφράζεται στο τέλος του βιβλίου του:

«Θεωρώ …ότι η εξέλιξη προς περισσότερη ελευθερία και ευημερία είναι προδιαγεγραμμένη και πλέον θα είναι ταχύτατη».

 

[1] Αριστείδης Χατζής (2017) Φιλελευθερισμός. Αθήνα: Εκδ. Παπαδόπουλος

[2] Άρθρο 4 – «Ελευθερία σημαίνει το να μπορεί να πράττει το κάθε άτομο ό,τιδήποτε δε βλάπτει ένα άλλο άτομο. Έτσι, η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου θέτει σαν όριο το σημείο εκείνο, από το οποίο αρχίζει η άσκηση των ίδιων δικαιωμάτων για το άλλο άτομο. Το όριο αυτό δεν καθορίζεται παρά μόνον από το νόμο».

[3] John Locke (1690) Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως. Δοκίμιο με θέμα την αληθινή αρχή, έκταση και σκοπό της πολιτικής εξουσίας. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης. 2η έκδοση,εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2010

[4] Οι αρχές αυτές αναγνωρίζονται στο κείμενο της Ομόφωνης Διακήρυξης των Δεκατριών Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με μια τροποποίηση που έχει συζητηθεί πολύ, εφόσον τη θέση της ιδιοκτησίας ανάμεσα σ’ αυτά τα δικαιώματα παίρνει η επιδίωξη της ευτυχίας: «Δεχόμαστε τις εξής αλήθειες ως αυταπόδεικτες, πως όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι, και προικίζονται από τον Δημιουργό τους με συγκεκριμένα απαραβίαστα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι το δικαίωμα στη Ζωή, το δικαίωμα στην Ελευθερία, και το δικαίωμα στην επιδίωξη της Ευτυχίας».

 


Ο Λαϊκισμός και τα Όρια του

Screenshot_1

 

Τα προβλήματα που συσσωρεύονται εδώ, στο νοτιότατο άκρο της Βαλκανικής είναι τεράστια – όχι μόνο για μας, αλλά και για τον κόσμο και η επίλυσή τους δεν εξαρτάται από την εφαρμογή μιας απλής φόρμουλας. Πολύ συχνά νομίζεται ότι ο Γόρδιος Δεσμός «λύνεται» με τον τρόπο που επέλεξε ο Αλέξανδρος. Τις περισσότερες φορές δεν λύνεται καθόλου ή λύνεται με την υπομονητική μέθοδο των δοκιμών και λαθών (trial and error), με τη διπλωματία «μικρών βημάτων», με τις αλλεπάλληλες και συχνά άγονες συζητήσεις, με προσπάθειες που συχνά αποτυγχάνουν  αλλά πετυχαίνουν πολλές, μικρές βελτιώσεις του κόσμου μας. Η πρόοδος δεν είναι το αποτέλεσμα θεαματικών γεγονότων , αλλά κυρίως μικρών αλλαγών. Αυτό οφείλεται στο ότι σε τελική ανάλυση υπερισχύει ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ο ανθρώπινος Λόγος: μαθαίνουμε από τα λάθη μας.

Αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν η παρουσία λαϊκιστικών κινημάτων είναι απειλητική ή και κυρίαρχη: περιπτώσεις Trump, Orban, Τσίπρα, Le Pen, Podemos. Eκφράσεις πολιτικού τσαμπουκά, που εμπνέουν πολλούς, αλλά το «προσδόκιμο» διάρκειας τους είναι περιορισμένο. Τα κινήματα αυτά εκτρέφονται από το ότι παραμένουν άλυτα ορισμένα βασικά προβλήματα πολλών κοινωνικών ομάδων και την απατηλή ιδέα ότι μπορούν να λυθούν με μια «μονοκονδυλιά» από πολιτικές δυνάμεις που διαθέτουν την κατάλληλη «βούληση».  Συχνά, μέσα στο πρόγραμμα τέτοιων κινημάτων είναι η επιστροφή σε μαζικές μορφές κλειστής κοινωνίας, που εξασφαλίζουν την ενότητα μέσα από δεσμούς ιδεολογικής ή θρησκευτικής ακεραιοφροσύνης.

Ακόμα και όταν αυτό επιτυγχάνεται, η κοινωνία που στο μεταξύ αναπτύσσεται, διαμορφώνει απαιτήσεις οι οποίες δεν ικανοποιούνται, με αποτέλεσμα την απειλή ή την πραγματοποίηση ενδόρρηξης του συστήματος (π.χ. Αν. Ευρώπη 1989-92) ή  την βήμα-προς-βήμα μετάλλαξη, αν το κοινοβουλευτικό σύστημα προσφέρει αυτή την ευκαιρία, όπως συνέβη στη Βενεζουέλα, αλλά και στο Ιράν.

Οι πρόσφατες εκλογές εκεί ενίσχυσαν τον μεταρρυθμιστή Χασάν Ροχανί, ο οποίος πήρε και τις 30 έδρες στην Τεχεράνη. Ακόμα και το συντηρητικότερο τμήμα της περσικής κοινής γνώμης επιθυμεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Σήμερα γίνονται παντού γνωστοί και επιθυμητοί οι καρποί της ανάπτυξης- και πόσο μάλλον στο Ιράν που είναι μια σημαντική αναδυόμενη οικονομία, η οποία έχει πληρώσει ακριβά το τίμημα της απομόνωσής της και του πυρηνικού τσαμπουκά που θέλησε να επιδείξει επί σειρά ετών.

Πολιτικό τσαμπουκά, βεβαίως, πουλάει και ο Donald Trump. Δεν διαφέρει σε βαθμό άγνοιας και αφέλειας από τον λαϊκίστικο πολιτικό λόγο που απαντάται σε όλη την Ευρώπη σήμερα · που κυριαρχεί στα μπαράκια του Λονδίνου, του Μονάχου ή του Γκρατς, στα καφενεία της Αθήνας ή άλλης βαλκανικής πόλης. Είναι ο πολιτικός λόγος που συνίσταται στην προσφορά απλών λύσεων σε σύνθετα προβλήματα, της λύσης Γόρδιων Δεσμών με τον ελβετικό σουγιά που κατέχει ο επίδοξος λύτης. Και φυσικά, πείθει τους αδαείς και παραμυθιάζει τους πολιτικά αναλφάβητους, κερδίζοντας όλο νέο έδαφος: η μαζική πολιτική βλακεία έχει τη δική της αυτοδυναμική. Με τη διαφορά ότι έχει ένα όριο κι αυτή.

Στην περίπτωση των ΗΠΑ, το όριο αυτό είναι η εμπιστοσύνη στους αμερικανικούς θεσμούς που έχει, σε τελευταία ανάλυση ο ψηφοφόρος. Μπορεί να μένει ανικανοποίητος από τη λειτουργία τους – πράγμα που εξηγεί το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο του λαϊκισμού στην αμερικανική ιστορία. Αλλά ο φόβος αφανισμού τους από ανεξέλεγκτες αντιθεσμικές δυνάμεις συσπειρώνει μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων προς αποτροπή αυτού του φαινομένου. Με αυτή την έννοια, το αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης διαθέτει άτυπους μεν, αποτελεσματικούς δε, σταθεροποιητικούς ρυθμιστές που το προστατεύουν από θεσμική εκτροπή η οποία μπορεί να προέλθει από θερμοκέφαλους αν πάρουν το πηδάλιο της εξουσίας στα χέρια τους. Το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό κόμμα είναι αρκετά διαιρεμένο ως προς τον Trump, ενώ το προβάδισμα της Clinton  έναντι του λαϊκιστή Sanders είναι δεδομένο.

Αν θέλουμε να δούμε, όμως, τα όρια του λαϊκισμού, δεν αρκεί να σταθούμε στα τελευταία γεγονότα για να ανακαλύψουμε γενικές «τάσεις». Πρέπει να ανακαλύψουμε τα φυσικά του όρια. Και αυτά βρίσκονται στο ότι, υπό συνθήκες παγκοσμίωσης της πληροφορίας, αλλά και των απαιτήσεων των ανθρώπων, η ικανοποίηση που προσφέρει ο λαϊκιστικός πολιτικός λόγος, ακόμα και στο φανατικότερο θιασώτη του, είναι μικρή και βραχύβια. Και έχει μεγάλο κόστος για αυτόν. Η εθνική περιχαράκωση, η ξενοφοβία, ο κρατισμός, ικανοποιούν τον λαϊκιστή, αλλά αργά ή γρήγορα – και μάλλον γρήγορα, τις μέρες μας – πληρώνει το λογαριασμό: φτώχια, αυταρχισμός, ανασφάλεια, απομόνωση.

Η αχίλλειος πτέρνα του λαϊκισμού βρίσκεται στην ταχύτητα της πληροφόρησης σήμερα. Αυτή δίνει την δυνατότητα σε πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων στον κόσμο να μαθαίνουν ταχύτατα από λάθη εκτίμησης που έχουν ή που θα μπορούσαν να είχαν διαπράξει. Δεν είναι, επομένως, μόνο το γεγονός ότι είναι βραχύβια η ικανοποίηση που νιώθει ο λαϊκιστής από την επικράτηση των πολιτικών με λαϊκίστική ατζέντα· είναι η επίγνωση, πλέον, ότι το κόστος αυτής της ατζέντας είναι βαρύτερο από ό,τι φαίνεται αρχικά. Άμα αυτό γίνεται αντιληπτό αρκετά γρήγορα, ο λαϊκισμός ως πολιτική δύναμη αποτυγχάνει και δεν αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση – περίπτωση Farage και πιθανότατα Trump.

Μπορεί, όμως, να νικήσει και να αναλάβει τη διακυβέρνηση · όμως, γρήγορα απογοητεύει και αναγκαστικά βρίσκει τρόπους υποχώρησης, μη μπορώντας να επιβάλει ένα καθεστώς τύπου Κιμ Τζόνγκ-Ουν. Διότι πόσο καιρό μπορεί κανείς να τρέχει χαμογελαστός καβάλα σε μια τίγρη; Ιδίως αν η πείνα της τίγρης αυξάνεται λεπτό προς λεπτό;


ΜΕΤΑ 26 ΕΤΗ

Συμπληρώθηκαν 26 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η πτώση αυτή σηματοδότησε το τέλος του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και ευρύτερα στον κόσμο ολόκληρο. Το τείχος αυτό ανεγέρθηκε τον Αύγουστο του 1961 και είχε ζωή 28 ετών, δηλαδή μια γενιά μεγάλωσε μ’ αυτό ως βίωμα. Αναφέρομαι ειδικά στον κόσμο των διανοουμένων του Δυτικού κόσμου και όχι σ’ αυτό που βίωσαν άμεσα τα εκατομμύρια ανθρώπων υπό το πέλμα του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Για τους εδώ «προοδευτικούς» το Τείχος συμβόλιζε μια κατάσταση, που καλώς ή κακώς ήταν παγιωμένη – κάτι μόνιμο, σίγουρο, μια δεδομένη σταθερά. Αντιμετωπιζόταν, όμως, εντελώς διαφορετικά από τους ορθόδοξους κομμουνιστές και τους ανένταχτους αριστερούς, συνοδοιπόρους κλπ.

Το Τείχος δεν δημιουργούσε κανένα ηθικό ή ιδεολογικό πρόβλημα για τους ορθόδοξους κομμουνιστές στη Δύση. Μπορεί να μην καμάρωναν γι’ αυτό, αλλά το θεωρούσαν αναγκαία προστασία των κατοίκων του Ανατολικού (ή «Δημοκρατικού , όπως το ονόμαζαν) Βερολίνου από την ύπουλη καπιταλιστική διείσδυση. Θεωρούσαν ότι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» ήταν ένα αναγκαίο και αποφασιστικό βήμα για να φτάσει η ανθρωπότητα στον κομμουνισμό – αυτή την ύψιστη βαθμίδα της εξέλιξής της. Αυτοί έμειναν αμετακίνητοι στις πεποιθήσεις τους ακόμα και μετά την πτώση του Τείχους και την κατάρρευση του κομμουνισμού. Συνεχίζουν σαν να μην άλλαξε τίποτα. Φταίει, βέβαια …ο εχθρός – ο ιμπεριαλισμός, ο ρεβιζιονισμός, και άλλα συνήθως αναφερόμενα φίδια.

Οι άνθρωποι αυτοί επί είκοσι έξι χρόνια ζούνε στο εσωτερικό μιας ιδεολογικής φαντασίωσης που δεν διαψεύδεται με τίποτα. Ιδιαίτερα το ΚΚΕ οχυρώθηκε, ύψωσε νέο προστατευτικό ιδεολογικό Τείχος επαναφέροντας το σταλινισμό επισήμως μετά το 1992. Τη στιγμή που άλλα κομμουνιστικά κόμματα αυτοκαταργήθηκαν ή μεταλλάχτηκαν, οι Έλληνες κομμουνιστές κλείστηκαν ερμητικά στο καβούκι τους. Ταιριάζει γι’ αυτούς η ρήση του Ταλλεϋράνδου (1746-1838) για τους βασιλόφρονες της εποχής του: «δεν κατάλαβαν και δεν λησμόνησαν τίποτε». Και οι εδώ κομμουνιστές. Δεν καταλαβαίνουν την αλλαγή που συντελέστηκε με τη πτώση του Τείχους, και δεν θέλουν να ξεχάσουν τίποτα από την επαναστατική μυθολογία του παρελθόντος. Με αυτή την έννοια, οι εδώ κομμουνιστές έχουν κάτι το γραφικό. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχεδόν ή κάπως …συμπαθείς (εντός πλήθους εισαγωγικών), όπως οι παλαιοημερολογίτες ή οι πιστοί στη γεωκεντρική αστρονομία.

Υπάρχει όμως και η άλλη μερίδα της «προοδευτικής» κοινής γνώμης που δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπαθής με κανένα μέτρο. Αναφέρομαι στους «συνοδοιπόρους», τους «ανένταχτους προοδευτικούς», τους «παρ’ όλα αυτά αριστερούς». Αυτοί ήταν πρώτοι στην καταγγελία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όσο άντεχε, αλλά λυπούνται για το τέλος του. Ως μη δογματικοί κομμουνιστές, ως άχραντες και αμόλυντες σοσιαλιστικές ψυχές, προβάλλουν το δικό τους μοντέλο που είναι αγνό, ωραίο, αντικαπιταλιστικό και σοσιαλιστικό χωρίς γκουλάγκ, χωρίς Τείχος και αστυνομικό κράτος. Μάλιστα η φρίκη που τους προκαλούσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» αναδείκνυε, κατά κάποιο τρόπο, την αξία του δικού τους οράματος. Το Τείχος τους βόλευε, μ’ άλλα λόγια. Επιπλέον το Τείχος – και το κομμουνιστικό σύστημα ως μόνιμο μοντέλο – τους έδινε μια βάση πραγματικότητας. Ο σοσιαλισμός, με ελλείψεις έστω, ήταν εφικτός. Το πρόταγμά τους ήταν, επομένως, πραγματοποιήσιμο: όταν θα κληθούν να το θέσουν σε εφαρμογή, δεν θα έχει «στρεβλώσεις». Θα εξαφανιστούν τα βάρβαρα και απάνθρωπα στοιχεία που οι ίδιοι καταγγέλλουν στο μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Και στο μεταξύ, βολεύονταν μια χαρά με τα καλά του καπιταλισμού και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» ως μόνιμη κατάσταση.

Η «μόνιμη κατάσταση» ανατράπηκε από …τον εαυτό της, πράγμα εξόχως εξοργιστικό για την «προοδευτικούρα» – δηλαδή, την κατεστημένη νομενκλατούρα της αριστερής διανόησης. Ακολούθησε ένα βραχύχρονο μετασοβιετικό πένθος. Το διαδέχθηκε μια παρατεταμένη περίοδος ιερεμιάδων για την ανθρωπότητα και θρηνωδιών για το μέλλον της. Ο «προοδευτικός» διανοούμενος έγινε απαισιόδοξος. Περισσότερο ακόμα: η πολιτιστική απαισιοδοξία, ο Kulturpessimismus έγινε το σημάδι γνήσιας αριστεροφροσύνης, αλλά και πνευματικής βαθύτητας. Έπρεπε να βρεθεί νέος πολιτικός λόγος, και εξήγηση για τη μεγάλη κατάρρευση που σηματοδότησε η πτώση του Τείχους. Και αυτός βρέθηκε, χωρίς μεγάλο κόπο ή βαθιά ανάλυση: είναι ο (νέο)φιλελευθερισμός. Ο πραγματικός ένοχος είναι αυτός.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν το 1989 ο αριστερός πολιτικός λόγος αναφερόταν στον σοσιαλισμό και στον ιμπεριαλισμό και όχι στο (νέο)φιλελευθερισμό. Μετά το 1989 συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Χωρίς να γίνεται αναφορά στο υπόδειγμα που θα πρέπει να αντικαταστήσει τον επάρατο καπιταλισμό, οι επιθέσεις εντείνονται κατά του αλάλητου και αιμοσταγούς (νέο)φιλελευθερισμού.

Όμως και αυτό το «αφήγημα» συναντά τα όρια του. Και τα όρια αυτά ορίζονται από γενιές, όχι τόσο ιδέες. Γεγονός είναι πως το Τείχος έθρεψε μια γενιά που κατά ένα μέρος έφριξε και κατά άλλο μέρος βολεύτηκε πολιτικά μ’ αυτό. Είναι, όμως, επίσης γεγονός ότι η επόμενη γενιά μεγάλωσε χωρίς αυτό το Τείχος και τους συμβολισμούς του. Ο κομμουνισμός ως σύστημα ιδεών, ως σύμβολο ή ως φόβητρο, βρίσκεται πίσω στις δικές μας μνήμες, αλλά δεν αφορά την τωρινή γενιά, ή τουλάχιστον το υγιές τμήμα της. Ο κομμουνισμός υπήρξε ανελεύθερο και εγκληματικό πολιτικό σύστημα – αυτή είναι ετυμηγορία της ιστορίας εκατό σχεδόν χρόνια μετά την επικράτησή του στη Ρωσία το 1917. Ο κομμουνισμός, όμως, αποτελεί επιπλέον ένα μοντέλο σήμερα αποτελεί ένα μοντέλο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που είναι εντελώς άσχετο με τα σημερινά προβλήματα, με τη σύγχρονη ζωή. Και να υπήρχε καθεστώς που να εμπνεόταν από τα σύμβολά του, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Και να ξαναχτίζανε το Τείχος, θα χρησίμευε ως …τουριστική ατραξιόν. Το Τείχος –και μαζί του ο κομμουνισμός- δεν υπάρχει διότι πιστεύει κανείς σ’ αυτά που αντιπροσωπεύει. Όπως δεν υπάρχει και ο Απόλλων ή η Ίσις.


Η Έκτη Φάλαγγα και ο Λαϊκισμός

Δ. Δημητράκος

Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση – και όχι μόνο η Ελλάδα- βρίσκεται σε πολιτική και οικονομική κρίση σήμερα. Απόρροια αυτής της κρίσης είναι ο λαϊκισμός, δηλαδή η αγνόηση αυτού που ισχύει θεσμικά και οικονομικά, εφόσον δεν το θέλει, δεν το ξέρει ή δεν το αντιλαμβάνεται «ο λαός». Και ο λαϊκισμός δεν έχει αριστερό ή δεξιό πρόσημο, όπως ορθά κρίνεται από το Economist – μάλλον το εγκυρότερο περιοδικό οικονομικής και πολιτικής ενημέρωσης και ανάλυσης παγκοσμίως.

Ο λαϊκισμός ευδοκιμεί εκεί όπου οι λύσεις σε άμεσα προβλήματα που βιώνει ο πολύς κόσμος είναι σύνθετες, απαιτούν χρόνο για να καρποφορήσουν, και οι προεκτάσεις των προβλημάτων δεν είναι άμεσα ορατές. Εκεί ο λαϊκισμός προσφέρει εύκολες και άμεσα κατανοητές συνταγές: λεφτά υπάρχουν -αλλά κάποιοι τα κρύβουν – πλουτοπαραγωγικές πηγές υπάρχουν, αλλά ξένα συμφέροντα εμποδίζουν την εκμετάλλευσή τους, δουλειές υπάρχουν, αλλά τις δίνουν στους ξένους – οι οποίοι «ρίχνουν» και τα μεροκάματα – λύσεις υπάρχουν αν υπήρχε «πολιτική βούληση» να ξεπεράσει τα θεσμικά εμπόδια, τα οποία έχουν τοποθετηθεί από το «σύστημα» κλπ.

Ο λαϊκισμός στην Ευρώπη είναι μια απειλή:  Ο Nigel Farage με το UKIP στη Βρετανία, η Marine Le Pen με το Front National στη Γαλλία, ο Pablo Iglesias στην Ισπανία με το  Podemos, στην Ιταλία το Movimento 5 Stelle του Beppe Grillo, και ανάλογα σε Δανία, Σουηδία, Φινλανδία και αλλού. Η απειλή συνίσταται όχι μόνο στην εφαρμογή δημαγωγικών πολιτικών με διανοητικά εύπεπτα συνθήματα (υπέρ της αναδιανομής του πλούτου ή της έξωσης των μεταναστών), αλλά  και σε θεσμικές ανατροπές με στόχο πάντα τη συντριβή του κατεστημένου.

Είναι φυσικό να ενισχύονται αυτά τα κινήματα από μεγάλες μάζες, όταν τα παραδοσιακά κόμματα δεν αντεπεξέρχονται σε σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Και δεν αντεπεξέρχονται, κυρίως διότι ο ιδεολογικός τους εξοπλισμός, αλλά και η ρουτίνα της πρακτικής τους, δεν επαρκούν πλέον. Γι’ αυτόν το λόγο, σε πολλούς τα κινήματα των λαϊκιστικών κομμάτων αναδίδουν μια απατηλή γεύση ανανεωτικού σφρίγους.

Κινδυνεύουν οι θεσμοί ή η ένταξη μιας χώρας-μέλους της ΕΕ από τέτοια κινήματα ; Υπάρχουν δυνάμεις που να έχουν συμφέροντα στη συνταγματική εκτροπή  μιας δημοκρατίας ή στην εκθεμελίωση της ΕΕ; Υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι από «σκοτεινές δυνάμεις»; Υπάρχουν κέντρα που συνωμοτούν κατά της δημοκρατίας, των λαών, της Ευρώπης και των θεσμών της.

Δεν νομίζω να υπάρχουν. Και ως εκ τούτου, δεν υπάρχει Πέμπτη Φάλαγγα – κρυφοί και υποχθόνιοι εχθροί που υπονομεύουν τη σταθερότητα, και επιζητούν την εκτροπή με απώτερο σκοπό την εξολόθρευση του κατεστημένου. Υπάρχει λαϊκή οργή, όμως. Και η λαϊκή οργή δεν είναι διαχειρίσιμη από τα παραδοσιακά κόμματα. Αυτή αποτελεί το έδαφος που εκτρέφει τον λαϊκισμό.

Αξίζουν την συμπάθεια μας όλοι οι άνθρωποι που έχουν χτυπηθεί από πραγματική φτώχια με την κρίση. Πολλοί από αυτούς έχουν εξαθλιωθεί ή έχουν ωθηθεί στο κοινωνικό περιθώριο. Με αυτήν την έννοια, δεν πρέπει να ως «φταίχτες» ή ως «άφρονες» οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι είναι κατά κάποιο τρόπο οι «φυσικοί» οπαδοί «αντισυστημικών», δηλαδή καθαρά λαϊκιστικών κομμάτων.

Από την άλλη μεριά, δεν νομίζω να αξίζουν τη συμπάθεια μας εκείνοι οι αστοί –  συνήθως συντηρητικής ιδεολογίας – που περιφέρουν την εθελοτυφλία τους ως «εξυπνάδα», που παραιτούνται του ορθολογισμού τους και της κριτικής τους ιδιότητας, χωρίς να έχουν τη δικαιολογία της απόλυτης εξαθλίωσης ή/και της απαιδευσίας.

Αυτοί είναι οι υπονομευτές της ανοιχτής κοινωνίας στην Ελλάδα, οι οποίοι στοχεύουν στην ολική καταστροφή, με προοπτική την μεγάλη αναγέννηση. Ζητούν την τιμωρία, ακόμα και τη διάλυση,  των κομμάτων που άσκησαν εξουσία μέχρι τώρα, ανεξάρτητα από τις συνέπειες ενός τέτοιου ενδεχομένου. Το παν για αυτούς είναι η και η καταστροφική απόληξη μιας τάξης πραγμάτων που δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ισορροπία της.

Αυτοί αποτελούν την Έκτη Φάλαγγα που στρέφεται κατά της δημοκρατίας και της θέσης της Ελλάδας στην ΕΕ.

Αναγνωρίζω ότι πολλοί από αυτούς έχουν πράγματι πληγεί και αδικηθεί από τα κυβερνητικά μέτρα. Συμμερίζομαι την αγανάκτησή τους για τον παρασιτισμό και την φαυλότητα του συστήματος της μεταπολίτευσης, τις παλινωδίες της κυβερνητικής πολιτικής τις οικονομικές της επιθέσεις επί δικαίων και αδίκων. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους άνεργους, και τους κάτω του ανεκτού ορίου φτώχιας. Δεν δικαιολογείται, επομένως, η εκδικητικότητα που επιδεικνύουν και που  κυριαρχεί στον πολιτικό τους λόγο, ματαιώνοντας τη λειτουργία της λογικής τους.

Ο εκδικητικός τους παραλογισμός των ζηλωτών της Έκτης Φάλαγγας εμφανίζεται ως πολιτική σωφροσύνη, ως προϊόν έγκυρης ενημέρωσης και ορθής αποτίμησης της κατάστασης. Επιπλέον, παρουσιάζουν τις προβλέψεις τους όχι μόνο ως βέβαιες, αλλά και ως ευκταίες και ποθητές. Εξαγγέλλουν προφητείες που θα ήθελαν να είναι αυτο-εκπληρούμενες.

Δεν εκπληρώνονται, όμως, από τη στιγμή που δεν είναι οι ίδιοι αξιόπιστοι. Πρόκειται για καταστροφικούς  ανορθολογιστές, που παριστάνουν τους ορθολογικούς ρεαλιστές και ευαγγελίζονται την πολιτική του χειρότερου: ας επικρατήσει το χειρότερο για να θριαμβεύσει τελικά το καλύτερο. Επιπλέον, καθίστανται οι εξ αντικειμένου υπέρμαχοι του λαϊκισμού. Επομένως, ένα από τα δύο συμβαίνει: ή είναι πλήρως ανίκανοι να αντιληφθούν τι πρεσβεύουν και προωθούν ∙ ή δημιουργούν προκαταβολικά μια «υποθήκη» κλείνοντας το μάτι στους λαϊκιστές. Δυστυχώς για τους εργάτες της Έκτης Φάλαγγας, τα δύο αυτά ενδεχόμενα δεν είναι  αλληλο-αποκλειόμενα. Όπως οι ιδιότητες της ανοησίας και της ιδιοτέλειας δεν είναι αλληλο-αποκλειόμενες.


Το Τέλος της «Μεταπολίτευσης» ;

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Η Μεταπολίτευση, όχι με την έννοια της μετάβασης από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστώς, το 1974, αλλά με την διευρυμένη σύγχρονη έννοια της που περιλαμβάνει το ίδιο το καθεστώς που προέκυψε, τις νοοτροπίες που εξέθρεψε, τη θεσμική, ιδεολογική και εθνική αυταρέσκεια με την οποία ταυτίστηκε, βαίνει προς το τέλος της. Μαζί και η ρητορική της, η οποία περιλαμβάνει και μεγεθύνει όλα αυτά τα στοιχεία.

Η σαπίλα που ήρθε στην επιφάνεια  στη διάρκεια της κρίσης έδειξε ένα πράγμα: ότι η ρητορική της είχε ένα υλικό υπόβαθρο που ήταν η διαθεσιμότητα πόρων. Η φράση «Λεφτά υπάρχουν» που έμεινε στην πρόσφατη ιστορία μας, ήταν μια κραυγή επιβεβαίωσης της ύπαρξης της Μεταπολίτευσης ως έκφρασης μιας επιθυμητής πραγματικότητας. Ήταν σαν να έλεγε ο υψηλόφρων πολιτικός «Μην ανησυχείτε, η Μεταπολίτευση είναι εδώ, δυνατή και ισχυρή και όσο υπάρχει, δεν θα στερούμαστε πόρων». Ναι, διότι ο βολονταρισμός του κρατισμού αυτό διδάσκει: σε τελευταία ανάλυση ο κρατισμός είναι λεφτόδεντρο. Ο κόσμος που τον ψήφισε δεν ήταν ηλίθιος. Ακολούθησε άκριτα μια εδραιωμένη ιδεολογία. Και ας είμαστε ξεκάθαροι: μια ιδεολογία που ενστερνίστηκε  η ΝΔ στο πρώτο της ξεκίνημα πριν το 1981, και την οποία διεύρυνε και στερέωσε το ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια. Ο Γιώργος δεν πρωτοτύπησε και δεν παρέκκλινε από την καθολικά εδραιωμένη πίστη των συμπατριωτών μας στον κρατισμό και τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει.

Αλλά υπήρχε μια «λεπτομέρεια» που παρέβλεψε: ότι το λεφτόδεντρο είχε όρια που δεν καθορίζονταν πλέον από τις Ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, τουλάχιστον από το 2000 κι έπειτα, όταν η Ελλάδα μπήκε στη ζώνη του ευρώ. Όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, η φούσκα έσκασε, και εξέλιπε  η υλική βάση της Μεταπολίτευσης ως ιδεολογίας και στάσης ζωής. Αυτό επέφερε δύο θεαματικά αποτελέσματα: την απότομη περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ, κόμμα που αξιοποίησε τον κρατισμό στα απώτατα όρια του,  και την επίσης απότομη άνοδο της ΧΑ, μιας οργάνωσης που βασίστηκε στην πιο ξεδιάντροπα φασιστική νοοτροπία, η οποία ήταν αδιανόητη στο πλαίσιο της Μεταπολίτευσης όπως αυτή νοήθηκε και εδραιώθηκε.

Ουδέποτε δικαιώθηκε ο Μαρξ με τόσο θεαματικό τρόπο: τέλος στην οικονομική βάση, τέλος στην ιδεολογία της Μεταπολίτευσης. Τέλος στην τελευταία και νάσου και εμφανίζονται οι ακαθαρσίες που συσσωρεύονταν κάτω από το χαλί της. Όμως, το θηρίο δεν πεθαίνει εύκολα. Και οι εταίροι μας πρόσφεραν μερικές ενέσεις, για να γίνουν μεταρρυθμίσεις που θα έσωζαν την οικονομία και την κοινωνία. Αυτές δεν έγιναν. Ο κρατισμός – η ραχοκοκαλιά της Μεταπολίτευσης – έπρεπε να συντηρηθεί. Και αυτή ήταν η «κύρια αντινομία» (όπως πάλι ο Μαρξ θα έλεγε) που δεν μπορούσε να ξεπεραστεί. Ο λαός ήταν και είναι εθισμένος σ’ αυτό του το αφιόνι. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Φυσικά η κυβέρνηση – όπως θα έκανε οποιαδήποτε άλλη που θα βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, και με καθεστώς Μεταπολίτευσης – θέλησε να αποφύγει και να αναβάλει.  Βαθύτατα ανθρώπινη η στάση του  «παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ τοῦτο», όμως έχει αναγκαία ημερομηνία λήξης το τέλος Φεβρουαρίου του 2015. Η προβλεπόμενα αποτυχημένη εκλογή ΠτΔ δόθηκε για την τιμή των όπλων. Μπαίνουμε αναγκαστικά σε μια περίοδο αναταράξεων που θα σημάνουν την αρχή του τέλους της Μεταπολίτευσης – και αυτό ανεξάρτητα από το άμεσο αποτέλεσμα των εκλογών που έρχονται. Καλό ή κακό; Καλό, θα έλεγα, αλλά εξαρτάται από το κόστος που θα έχει.