Περί λαϊκής κυριαρχίας και λαϊκισμού
Δημοσιεύθηκε: 10/06/2011 Filed under: Uncategorized ΣχολιάστεΠολύς λόγος γίνεται πρόσφατα από επώνυμους και μη, περί «κυρίαρχου λαού». Τι ακριβώς εννοούν μ’ αυτό; Είναι μέρος του πομφολυγώδους πολιτικού λόγου, που έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε με το λαϊκισμό; Έχει τη θέση του στη σύγχρονη αντίληψη της δημοκρατίας, που είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό της ανοιχτής κοινωνίας; Ή , είναι μια ανθρωπομορφική –και ως εκ τούτου, πλανερή – προβολή της του συνόλου των πολιτών με ενιαία συλλογική προσωπικότητα. Σ ‘ αυτό το άρθρο ο Δημήτρης Δημητράκος δίνει ορισμένες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
Αποτελεί κοινότατη πλάνη η ιδέα σύμφωνα με την οποία βάση της δημοκρατίας είναι το Σύνταγμα. Βάση της δημοκρατίας είναι η διάθεση όλων των μελών μιας κοινωνίας να σεβαστούν το Σύνταγμα, το οποίο, όπως ο καθένας ξέρει, είναι το σύνολο των καταστατικών κανόνων και βασικών πολιτικών αρχών του κράτους. Το Σύνταγμα κωδικοποιεί την κοινωνική νομιμότητα ενός πολιτικού καθεστώτος: αν δεν υπάρχει γενική συναίνεση για την εφαρμογή αυτών των κανόνων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί το Σύνταγμα. Πρέπει η κοινωνία πολιτών να το αποδεχθεί και να το στηρίξει. Αν θέλουμε να το δούμε από την ευρύτερη κοινωνική σκοπιά, αυτό σημαίνει ότι το Σύνταγμα είναι το ανώτατο Συμβόλαιο ανάμεσα στην πολιτεία και την κοινωνία ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ανάμεσα στην πολιτική κοινωνία και την κοινωνία πολιτών.
Ο όρος «κοινωνία πολιτών» σημαίνει το στρώμα των οργανωμένων κοινωνικών ομάδων που αποτελούν αντιστήριγμα στο κράτος[1]. Είναι ένας ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη και συγχρόνως σφαίρα εκούσιας συμμετοχής του σ’ ένα πολιτικό και πολιτιστικό σύνολο. Το αντιστήριγμα αυτό, που αποτελεί η κοινωνία πολιτών ως προς το κράτος, παίζει ένα διπλό ρόλο ανταγωνιστικό και συγχρόνως συμπληρωματικό ως προς το κράτος. Από τη μια μεριά ο πολίτης στηρίζεται από την κοινωνία πολιτών ως φορέας δικαιωμάτων έναντι του κράτους. Από την άλλη μεριά, η κοινωνία πολιτών λειτουργεί επικουρικά ως προς το κράτος, εφόσον το τελευταίο εδράζεται στη συναίνεση, η οποία διαμορφώνεται μέσα από την κοινωνία πολιτών.
Με την έννοια αυτή, η ανάπτυξη της κοινωνίας πολιτών αποτελεί μέτρο πολιτιστικής ανάπτυξης και δημοκρατικής επιδεκτικότητας ενός κοινωνικού συνόλου: όσο πιο ανεπτυγμένη είναι η κοινωνία πολιτών τόσο πιο άρτια λειτουργεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Αυτό συμβαίνει διότι η συχνά μη ισόρροπη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας πολιτών οφείλεται στην υπερτροφία του πρώτου εις βάρος της δεύτερης και όχι στο αντίθετο. Επιπλέον η ανάπτυξη μιας χώρας προϋποθέτει πάνω απ’ όλα την ανάπτυξη της κοινωνίας πολιτών. Κυρίως αυτό ισχύει για την πολιτική ανάπτυξη μιας χώρας: αν δεν υπάρχει ισορροπημένη σχέση μεταξύ κοινωνίας πολιτών και πολιτικής κοινωνίας (ή κράτους), δεν μπορεί να υπάρξει ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη αλλά ούτε και δημοκρατία. Και αυτό συμβαίνει διότι η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν έχει κοινωνικό αντίκρισμα.
Το Σύνταγμα, και η τήρησή του, επομένως, βασίζεται όχι στον εαυτό του ή σε άλλους θεσμούς, αλλά στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που σε τελευταία ανάλυση εμπίπτει και αυτός στο πεδίο αρμοδιότητας της κοινωνίας πολιτών. Και αυτό διότι πατριωτισμός δεν είναι μόνο η διάθεση να πολεμήσει κανείς τους εχθρούς του έθνους, αλλά και εθισμός στην τήρηση των κανόνων, για να μπορέσουν αυτοί να λειτουργήσουν. Και ο εθισμός αυτός δεν θεσμοθετείται. Είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης εξελικτικής και παιδευτικής διαδικασίας η οποία αντανακλάται στην κοινωνία πολιτών[2].
Η ισχνότητα της κοινωνίας πολιτών σε μια χώρα δίνει λαβή σε μια συχνά απαντώμενες μορφές αυταρχισμού, όπου το κράτος γίνεται πανίσχυρο με το αιτιολογικό ότι η εξουσία του πηγάζει από τον λαό και ασκείται από αυτόν. Αυτή η αντίληψη της δημοκρατίας συνδέεται με τον λαϊκισμό με την ευρύτερη έννοια, όπως θα φανεί σ’ αυτό που ακολουθεί.
Ο λαϊκισμός, στην τρέχουσα πολιτική και δημοσιογραφική χρήση του όρου, συνδέεται με κάθε μορφή δημαγωγίας και κολακείας του λαϊκού στοιχείου. Αυτό πραγματοποιείται παράλληλα με την παράκαμψη των θεσμών: «Οχι θεσμοί, μονάχα λαός», όπως είχε πει επιγραμματικά ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1989. Η αντίληψη αυτή είναι συνυφασμένη με την πολιτική παράδοση του λαϊκισμού (ποπουλισμού) έτσι όπως εκδηλώθηκε τον 19ο και τον 20ό αιώνα, κυρίως σε περιοχές με μεγάλο αγροτικό πληθυσμό Ρωσία, Ανατολική Ευρώπη, Λατινική Αμερική, μεταξύ άλλων. Ο λαϊκισμός είναι κίνημα που εκθειάζει τον λαό και ό,τι πηγάζει από αυτόν, θεωρώντας τον μοναδική πηγή νομιμότητας. Βασίζεται σε μια «φυλετική» αντίληψη της πολιτικής σύμφωνα με την οποία δεν έχουν σημασία οι κανόνες ή οι αρχές αλλά ο λαός, η βούλησή του και κατ’ επέκτασιν η παράταξη ή η κυβέρνηση, που του αποδίδονται ως κατ’ εξοχήν «δικές του».
Ο λαϊκισμός συνδέεται και με μια άλλη έννοια που είναι αποδεκτή από πολλούς δημοκράτες, και αυτή είναι μια ορισμένη ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας η οποία θεοποιεί τον λαό: ο λαός είναι κυρίαρχος, ο λαός είναι παντοδύναμος και αλάνθαστος. Βέβαια, στη δημοκρατική θεωρία ο λαός είναι κυρίαρχος υπό την έννοια ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από αυτόν. Αυτό, όμως, σημαίνει μάλλον ότι οι εκάστοτε άρχοντες έχουν υποχρέωση λογοδοσίας σ’ αυτούς που τους εκλέγουν. Ο λαός, όπως ονομάζουμε αυτό το σύνολο, δεν είναι μια συγκεκριμένη ολότητα, με ενιαία προσωπικότητα και βούληση. Στις απώτερες λογικές της συνέπειες μια τέτοια αντίληψη οδηγεί στον ολοκληρωτισμό[3]. Ως σύνολο των πολιτών, ας μην παραβλέπουμε ότι αποτελείται από διακριτά και συγκεκριμένα άτομα. Το εκλογικό σώμα, ως σύνολο με ενιαία συλλογική προσωπικότητα, αντίθετα, είναι μια αφαίρεση, μια νοητική κατασκευή. Αναμφίβολα, δεν είναι αυθαίρετη αυτή η κατασκευή. Δεν παύει όμως να έχει συμβατικό χαρακτήρα. Υφίσταται ως ολότητα μόνον από τη στιγμή που εμείς την ορίζουμε και την αποδεχόμαστε ως τέτοια, ταυτίζοντάς την με τον «λαό».
Η ολότητα αυτή ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα, το σύνολο των ψηφοφόρων, που αποτελεί την πολιτικά συντεταγμένη έκφραση της κοινωνίας. Αυτή είναι η δημοκρατική αντίληψη για τον λαό. Δεν έχει καμιά σχέση με τη ρομαντική ιδέα που καλλιεργήθηκε για τον λαό, που τον ταυτίζει με την «ενάρετη φτωχολογιά» ή τη «ρωμαλέα εργατιά». Μια τέτοια εικόνα δεν χρησιμεύει στην πολιτική ανάλυση ούτε προσθέτει ένα δράμι αρετής ή ρώμης σ’ εκείνους που μπορεί να κολακεύονται από αυτήν, ακόμη και σήμερα.
Επομένως, όταν λέμε ότι ο λαός είναι κυρίαρχος, αν δεν εννοούμε απλώς ότι οι κυβερνώντες είναι υπόλογοι στο εκλογικό σώμα, δεχόμαστε έναν μύθο: ότι υπάρχει μια μεταφυσική, σχεδόν θεϊκή οντότητα που είναι ο λαός, ο οποίος ασκεί εξουσία. Αν όμως ο λαός ασκεί εξουσία, η οποία είναι εξ ορισμού αδιαίρετη, έπεται ότι και ο λαός είναι φορέας μιας ενιαίας και αδιαίρετης βούλησης. Ο λαός όμως, όπως ο καθένας γνωρίζει, δεν είναι αδιαίρετος. Επιπλέον, σε μια δημοκρατία, δεν ασκεί εξουσία ο λαός αλλά μια κυβέρνηση που λογοδοτεί στον λαό. Συνεπώς ο λαός αρκείται στο να ελέγχει την εξουσία. Και φυσικά, για να μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά η εξουσία, πρέπει να υπάρχει ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών. Η τελευταία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το «λαϊκό κίνημα» ή να παρακαμφθεί από τους «λαϊκούς εκπροσώπους». Αλλιώς, ακόμη και το Σύνταγμα και οι υπόλοιποι δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να παραμερισθούν με το αιτιολογικό ότι το απαιτεί η σωτηρία του λαού: αυτό επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός της δικτατορικής κυβέρνησης την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, χρησιμοποιώντας τη γνωστή φράση: «η σωτηρία του Πατρίδος είναι ο υπέρτατος νόμος».
Αυτά εξηγούν γιατί είναι τόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να πραγματοποιηθεί δικτατορικό πραξικόπημα σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία, όπως στη Βρετανία ή στη Δανία. Οχι διότι δεν μπορούν μερικοί πραξικοπηματίες να καταλάβουν τον μηχανισμό του κράτους. Δεν θα μπορούν όμως να τον θέσουν σε κίνηση. Διότι το πολιτικό σύστημα σε αυτές τις χώρες λειτουργεί με βάση μια απολύτως ισόρροπη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας πολιτών και η τελευταία, η οποία διεισδύει μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς, εγγυάται την τήρηση του Συντάγματος και σε τελευταία ανάλυση τη νομιμότητα, η οποία είναι πριν από όλα κοινωνική και βασίζεται στη συναίνεση. Χωρίς την τελευταία δεν μπορεί να παραχθεί τεχνητή νομιμότητα από ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς με ψευδεπίγραφο «σύνταγμα» ή μονοκομματικό «κοινοβούλιο».
Η απεριόριστη λαϊκή κυριαρχία, η αντικατάσταση της απόλυτης κυριαρχίας του μονάρχη με την απόλυτη κυριαρχία του λαού, είναι δόγμα που δεν έχει σχέση με τη σύγχρονη έννοια της δημοκρατίας. Η σύγχρονη δημοκρατία βλέπει στο κράτος έναν εγγυητή των δικαιωμάτων του πολίτη, τα οποία εγγράφονται μέσα στη σφαίρα ελευθερίας που αποτελεί η κοινωνία πολιτών. Και η επικράτηση αυτής της αντίληψης της δημοκρατίας στο τέλος του αιώνα, αποτελεί και τον θρίαμβο του δημοκρατικού ιδανικού του John Locke εναντίον εκείνου τουJean-Jacques Rousseau, της δημοκρατίας ως πολιτεύματος που περιορίζει και ελέγχει την κρατική εξουσία έναντι εκείνου που την απολυτοποιεί ονομάζοντάς την «λαϊκή».
- [1] Βλ. Ernest Gellner (1994) Conditions of Liberty. Civil Society and Its Rivals. London: Hamish-Hamilton.- Ernest Gellner (1994) Η κοινωνία των πολιτών και οι αντίπαλοί της. Συνθήκες ελευθερίας. Αθήνα: Παπαζήσης.
- [2] O Ernest Gellner δείχνει ότι δεν μπορεί να αρθρωθεί μια αντίληψη της εθνικής ιδέας σε μια κατακερματισμένη κοινωνία (fragmented society). Θα είναι λειψή, υποκείμενη σε τοπικιστικούς ανταγωνισμούς κλπ., όπως συμβαίνει σήμερα στο Αφγανιστάν και εν μέρει στο Ιράκ. Βλ. Ernest Gellner (1983) Nations and Nationalism.Ithaca andNew York:CornellUniversity.
- [3] Η ιδέα της ενιαίας συλλογικής βούλησης ως βάση της «λαϊκής κυριαρχίας» πηγάζει από τον Jean-Jacques Rousseau (1762) Du Contrat Social. Κεφ. 6 Du pacte social : «Le Peuple est l’unité des individus associés par le pacte social. La volonté générale est la volonté du peuple». Βλ. http://www.etudes-litteraires.com/rousseau-contrat-social.php#ixzz1OmhJJTBY. Οδήγησε τελικά στην ιδέα που εκφράστηκε στη Γαλλική Επανάσταση από τον Maximilien de Robespierre και τον Antoine Saint-Just της ταύτισης του έθνους με μια ενιαία και αδιαίρετη βούληση (volonté une et indivisible). Αυτό-ανακηρυγμένοι κφραστές αυτής της θέλησης ήταν οι ιακωβίνοι. Το παράδειγμά τους το ακολοόυθησε συνειδητά ο Λένιν, αναφφερόμενος μάλιστα ρητά στους γάλλους ιακωβίνους. Βλ. άρθρο του «Πάνω στους εχθρούς του λαού» («O vragakh naroda») Πράβντα 20 Ιουνίου 1917. Απαντα. (ρωσ. Εκδ. 1973) τ. 32 σ.306-7. Ο Λένιν διατήρησε την «ιακωβινική» του επαγγελία έως το τέλος της ζωής του. Και η έννοια της «δημοκρατίας» που υιοθετούσε ήταν ολοκληρωτική-ιακωβινική, και αυτό πολύ πριν από τη Ρωσική επανάσταση, ήδη από το Γ΄Συνέδριο του Κόμματος των Μπολσεβίκων το 1905, όταν ανακοίνωσε τη θεωρία του για την «δημοκρατική δικτατορία(!) του προλεταριάτου και της αγροτιάς» . Λένιν ο.π. τ.10 σ.128 και 138-39. Αυτός είαι ο λόγος για τον οποίο ο J.L. Talmon, στην κλασική μελέτη του πάνω στη Γαλλική Επανάσταση και την μετέπειτα κληρονομιά της στους ρώσους επαναστάτες, αποφαίνεται ότι η αντίληψη της «λαϊκής κυριαρχίας» ως απόρροια μιας συλλογικής βούλησης είναι η αφετηρία της «ολοκληρωτικής δημοκρατίας». Βλ. J. L. Talmon (1952, 1961) The Origins of Totalitarian Democracy.London: Heinemann ,112.