Μια όχι και τόσο πολιτική βία

ΤΖΙΝΑ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ

Δεν την αποκαλώ «αδικημένη» τη γενιά μου που γεννήθηκε τη δεκαετία του ’80 επειδή είναι. Αλλά επειδή την έκαναν να πιστέψει ότι είναι. Το όνειρο της αντίστασης της έλειψε. Μεγαλώνοντας σε μια χώρα με δημοκρατία που μετρά μόνο λίγες δεκαετίες ζωής, η γενιά αυτή έπαιρνε κάτι από το απόθεμα βίας που κουβαλούσαν οι μεγαλύτεροι της, άκουγε διηγήσεις με ήρωες και αντάρτες και πολεμιστές, με βόμβες και όπλα, ιστορίες ανδρείας και ανυπακοής, με καλούς και κακούς σαν τα γουέστερν που ποτέ δεν είδε, με κακούς αστυνομικούς τους οποίους αν είχε δει ποτέ, θα τους είχε δει μάλλον μόνο στο γήπεδο. Ταυτόχρονα, δέχτηκε και την πιο σκληρή κριτική. Ότι είναι η γενιά του καναπέ.

1.   Το φαινόμενο της βίας στους δρόμους

Έπρεπε να έρθει ο Δεκέμβρης του 2008 για να πάρει το αίμα και την τιμή της πίσω. Να αντιγράψει, χωρίς να το συνειδητοποιεί μάλλον, τις ιστορίες αντίστασης που άκουσε με το τσουβάλι. Ακούστηκαν χίλιες δυο αναλύσεις για το τι συνέβη το Δεκέμβρη του 2008. Αυτό που δεν έχει απαντηθεί ακόμα είναι τελικά, ποιο ήταν το αίτημα των συνεχιζόμενων διαμαρτυριών; Ποιο αίτημα διατυπώθηκε το Δεκέμβρη του 2008 με αφορμή τη δολοφονία του παιδιού;

Τα ΜΜΕ, μετά το πρώτο σοκ προσαρμόστηκαν εκπληκτικά στα νέα δεδομένα.

Οι πιο λαοφιλείς σχολιαστές της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου «αγκάλιασαν» αμέσως την «επανάσταση». Δόξασαν τους νέους που έδωσαν μια γερή τσιμπιά στα τροφαντά πλευρά της κοιμισμένης ελληνικήςκοινωνίας. Τα παιδιά του καναπέ έγιναν οι επαναστάτες και οι γονείς τους έγινε η κακή γενιά του Πολυτεχνείου που  ξεπούλησε τα ιδανικά της. Μια βολική αντιστροφή των ρόλων και μια επαναστατική παρλάτα που μαγειρεύτηκε και πουλήθηκε σε πλούσιες μερίδες και από το πιο βαθιά συστημικό κομμάτι του τύπου.

Ήταν που ένιωσε ξαφνικά ενοχές κι ευθύνη απέναντι στη γενιά αυτή, εν όψει μιας κρίσης που κάποιοι έβλεπαν να έρχεται; Ή μήπως απάντησε με όρους αγοράς, προσαρμοζόμενο για να πουλήσει το νέο τρεντ, τη νέα τάση; Εξάλλου τα ΜΜΕ συνήθως αυτό κάνουν, δεν δημιουργούν τις τάσεις αλλά τις εντοπίζουν και τους δίνουν τη διάσταση και το βάθος που επιθυμούν. Ακόμα κι αν δεν έχουν βάθος.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι εκείνες τις μέρες η επανάσταση κι η ανυπάκοη μπήκαν ξανά στο mainstream διάλογο.

Το ρεύμα του Δεκέμβρη του 2008 δεν είχε συνέχεια, όχι όση θα περιμέναμε βάσει των αναλύσεων. Και μετά ήρθε η κρίση. Και το 2008, η χρονιά που πέθανε ένα παιδί και κάηκε μια πόλη, φαντάζει σαν μια καλύτερη εποχή από τη σημερινή.

Στις 5 Μαΐου του 2010, η πανελλαδική απεργία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ συνοδεύτηκε από μια από τις πιο πολυπληθείς πορείες που έχουν γίνει στην Αθήνα τα τελευταία χρονιά, με τον αριθμό των διαδηλωτών να υπολογίζεται μεταξύ 120.000-150.000. Την ίδια μέρα, κατά τη συνηθισμένη ως τότε πρακτική της ΕΣΗΕΑ, απεργούσαμε και οι δημοσιογράφοι. Τη μέρα εκείνη βρέθηκα στην πορεία, παρέα με τους ανταποκριτές ξένου τύπου. Προσπαθώ να θυμηθώ πως ήταν να στέκεσαι μπροστά στο φλεγόμενο κτήριο που στέγαζε το υποκατάστημα της τράπεζας Μαρφίν και δυστυχώς χαίρομαι που όλη η ανάμνηση έχει κάπως θολώσει.

Το Μάιο του 2010 το αίτημα ήταν καθαρό. Θέλαμε να πάμε πίσω στο 2008. Και θα καίγαμε και πάλι την Αθήνα αν χρειαζόταν, έτσι, για να μην έχει κανείς αμφιβολία για τις προθέσεις μας. Λένε ότι στις περιόδους οικονομικής κρίσης, εκτός από τα λεφτά μας, παράλληλα, άλλα πιο γρήγορα, χάνουμε τη λογική και την ευαισθησία μας. Αλήθεια είναι αυτό. Εκείνη τη μέρα του Μάιου, χωρίς να έχουμε ακόμα καταλάβει την ύφεση στην τσέπη μας, φάγαμε ένα γερό τράνταγμα από το αποτέλεσμα της κρίσης στα κοινωνικά αντανακλαστικά μας.

Αυτή τη φορά οι νεκροί δεν είναι σύμβολα του αγώνα. Είναι είτε θύματα, είτε ακόμα και θύτες. Οι περισσότεροι δεν θυμούνται καν τα ονόματα τους ενώ τους θύτες δεν τους έχουμε μάθει ακόμα. Ήταν η Παρασκευή Ζούλια, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου κι ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης. Σύμφωνα με έναν από τους πιο δημοφιλείς μπλόγκερς, ήταν απλά τρεις υπάλληλοι. Γιατί εκτός από το σοκ του ίδιου του γεγονότος και της εικόνας, στην ιστορία του εμπρησμού της Μαρφίν, είχαμε και το σοκ του σχολιασμού του εγκλήματος στα κοινωνικά δίκτυα, τα οπαία το 2010 ήταν πλέον πολύ πιο δημοφιλή στους Έλληνες χρήστες του ίντερνετ. Λίγες ώρες μετά, ο μπλογκερ έγραψε «Τρεις θέσεις εργασίας άδειασαν στη Μαρφιν». Φυσικά, η επίθεση ιδεολογικοποιήθηκε από την κοινή γνώμη, από τους διαμορφωτές της, από τους πολίτικους που μίλησαν γι’ αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί συλλαμβάνουν το συναίσθημα του κοινού- δεν το “διαμορφώνουν” απόλυτα, όπως αυτοί θέλουν. Και η στάση μεγάλου μέρους του κοινού φάνηκε αργότερα με τους Αγανακτισμένους της Πλατείας Συντάγματος, αλλά και με τα γεγονότα της Κερατέας.

Σε όλα αυτά, το κοινό στοιχείο είναι μια «αντισυστημική»  στάση, ενάντια στο πολιτικό σύστημα, ενάντια στους θεσμούς, που βρίσκει  στην οργανωμένη ή και ανοργάνωτη  βία την έκφρασή της.

 Ανακεφαλαιώνουμε: από το Δεκέμβρη του 2008 που υποδεχθήκαμε ξανά τη βια στον mainstream δημόσιο διάλογο, έχουμε φτάσει από το αφηρημένο μήνυμα της ανυπακοής σε «κάτι», σε συγκεκριμένα αιτήματα, στο αντιμνημόνιο και στον πόλεμο στο κακό πολιτικό σύστημα. Ένα σχετικά ευμέγεθες δείγμα της κοινωνίας που μπροστά σε κάποιες πιθανότατα πολύ λογικές ανησυχίες για το μέλλον τους και το βιοτικό τους επίπεδο, στράφηκαν αμέσως και με μνημειώδη ευκολία απέναντι στο κράτος, τους θεσμούς, τους νόμους, το πολίτευμα, την εθνική αντιπροσωπεία και την ίδια την έννοια της πολιτικής, την οποία ταύτιζε σχεδόν απόλυτα με τα πρόσωπα στα οποία έριχνε ευθύνες για τα προβλήματα του. Μια αποδοχή κι ένας εκθειασμός της βίας που δεν μπορεί να οφείλεται στην οικονομική κρίση αλλά έχει χτιστεί σίγουρα χρόνια πριν, το πιθανότερο πάνω στη στρεβλή σχέση μας με ο,τι είναι δημόσιο και θεσμικό.

Αυτή είναι η βία που είναι και η πιο μαζική. Είναι η βία που συναντάμε συχνότερα, που αφορά τους περισσότερους ανθρώπους. Όσο δυναμική κι αν είναι η παρουσία των ριζοσπαστικών ομάδων, των κουκουλοφόρων και της Χρυσής Αυγής, το πραγματικά ισχυρό ρεύμα στην Ελλάδα είναι το παραπάνω, είναι αυτοί που ανέχονται τη βία, που έλκονται ή/και μεταχειρίζονται βίαιο λεξιλόγιο, που χαμογελάνε χαιρέκακα κάθε φορά που προπηλακίζεται ένας πολιτικός. Όμως αυτή η βία των πολλών μπορεί να λέγεται πολιτική βία; Μπορεί να πρέπει να την αποτιμήσουμε πολιτικά, σύμφωνοι, αλλά για τον ίδιο τον διαδηλωτή, τον ίδιο τον αγανακτισμένο, είτε στο δρόμο, είτε στο τουιτερ, η πράξη του, εκείνη τη στιγμή που θα βριστεί ή θα τραμπουκίσει ή θα απειλήσει, είναι μια πράξη πολιτική; Φτάνουν αυτά τα χαρακτηριστικά για να περιγράψουν κάθε αντίδραση και κάθε βίαιη πράξη και κάθε βίαιη λέξη ως πράξη πολιτική;

Η χρήση πολιτικών συμβόλων, έστω και για την αποδόμηση τους, καθιστά και τον τρόπο χρήσης τους πολιτική πράξη και επιλογή;

Το βασικό χαρακτηριστικό μιας πολιτικής πράξης – από σύνταξη κειμένου, ως ακτιβισμό, ως βίαια επίθεση – είναι ότι έχει έναν πολιτικό σκοπό. Σε ότι αφορά τη βία, δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα η βία που χρησιμοποιούν οι πολίτες για να ανατρέψουν τυραννικά καθεστώτα, με τη βία που ασκείται μεσα σε μια αστικη δημοκρατια, όπου δεν υπάρχουν εμπόδια στην πολιτική  έκφραση και οργάνωση.

Καλούμαστε να ξεδιαλύνουμε το μη εκφρασμένο αίτημα, πίσω από τα γεγονότα βίας. Ποιο μπορεί να είναι αυτό το αίτημα – αν λάβουμε υπόψη ότι τα γεγονότα βίας δικαιολογήθηκαν εν μέρει από τα ΜΜΕ και πολλούς πολιτικούς, ακριβώς διότι έχουν επαφή με ευρύτερα στρώματα «νοικοκυραίων» δηλαδή, υπερασπιστών του status quo. Τι ήθελαν; Ποιο ήταν το αίτημά τους; Πολύ απλά, ήθελαν επιστροφή στην προ 2008 εποχή.

2.   Ποιος διαμορφώνει τους διαμορφωτές ;

Πολλές φορές έχω συζητήσει για την παιδευτική δύναμη που έχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ηθική υποχρέωση που δημιουργεί αυτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν ευθύνη γι’ αυτά
που μεταδίδουν. Όμως, αυτό που κάνουν, κυρίως από τότε που έκανε την εμφάνισή της η κρίση είναι να δικαιώνουν και να αυξάνουν την οργή του κοινού και να εξασφαλίζουν τη «διευρυμένη αναπαραγωγή» της, μέσα από διαδικασία αμοιβαίας ανατροφοδότησης. Με αυτόν τον τρόπο τα ΜΜΕ αναδεικνύονται ανεύθυνα με τη χειρότερη έννοια της λέξης, εφόσον ασκούν εξουσία χωρίς λογοδοσία, χωρίς έλεγχο. Βέβαια, είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και όχι κοινωφελείς οργανισμοί. Η εξάρτηση από τον τηλεθεατή –ακροατή –αναγνώστη γίνεται ακόμα μεγαλύτερη σε εποχή κρίσης, όταν οι κυβερνήσεις είναι ασταθείς και η εξάρτηση των ιδιωτικών συμφερόντων ΜΜΕ από το κράτος περιορίζεται λόγω έλλειψης κρατικών διαθεσίμων πόρων. Και η ζήτηση του καταναλωτικού κοινού για «αντισυστημικό» πολιτικό λόγο είναι έκδηλη. Τα ΜΜΕ μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση αυτή με ευχέρεια.

Έχει, επομένως ευθύνη και ο καταναλωτής; Ασφαλώς και έχει! Δεν ενεργούν τα ΜΜΕ ερήμην των προτιμήσεων των καταναλωτών.

Άρα το να πεις ότι ο ο τηλεθεατής ή ο ακροατής δεν φταίει είναι αστείο. Τα δικά του αυτιά χαϊδεύουν άλλωστε. Τα συνθήματα των αγανακτισμένων έγιναν ραδιοφωνικές ατάκες, όχι οι ατάκες συνθήματα.

3. Η Χρυσή Αυγή και τα ΜΜΕ διαμορφωτές ;

Η Χρυσή Αυγή πόνταρε πάνω στη ριζοσπαστικοποίηση ενός διαμαρτυρομένου μέρους της κοινωνίας και ενίσχυσε τον αντισυστημικό της λόγο για να μπορέσει να απευθυνθεί σ’αυτή την απολιτίκ μάζα που μίσησε το σύστημα, χωρίς να έχει κάποιο άλλο υπόψιν της. Προσωπικά, συνδέω την αύξηση της επιρροής της Χρυσής Αυγής με όλο το κλίμα που περιγράφω στο πρώτο μέρος. Δεν δημιουργήθηκε από τα ΜΜΕ, και επομένως δεν εκδιώκεται ούτε αφανίζεται μέσα από την τηλεοπτική απομόνωσή της.  Η Χρυσή Αυγή δεν γιγαντώθηκε μέσα από τις τηλεοράσεις αλλά με την παρουσία της σε διάφορους κοινωνικούς χώρους. Οι εκπρόσωποι της δεν έπεισαν τους ψηφοφόρους τους με τις απόψεις τους για την οικονομία, που είναι το πρώτο ζήτημα που απασχολεί την κοινωνία αυτή τη στιγμή. Ίσως έπεισαν κάποιους με τις απόψεις τους για την κοινωνία και τους μετανάστες, αλλά δεν είμαι βέβαιη ότι το ποσοστό που τελικά τους έβαλε στη Βουλή στις εκλογές είναι άνθρωποι που πείστηκαν μόνο από το μίσος. Ήθελαν να ψηφίσουν το αντισυστημικό. Το αντιδραστικό.

Η Χ.Α.  χάριζε το στοιχείο «μπρουτάλ» χωρίς πολύ περιτύλιγμα ιδεολογίας. Και ήταν αυτό που αναζητούσε ένα μεγάλο μέρος του κοινού της. Η απόλυτη, απροσχημάτιστη βία που εκφράζει, δεν είναι μόνο ούτε κυρίως το μέσο για να αποκτήσει πολιτική δύναμη, αλλά και το κύριο μήνυμά της. Και υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει ζήτηση γι αυτό. Το mainstream πάει στα άκρα, η Χρυσή Αυγή είναι ήδη εκεί και περιμένει

4. Η σωστή ερώτηση

Υπάρχει τρόπος να κάνουμε σωστή διάγνωση σ’ αυτό το σύνθετο και απότομο φαινόμενο της βίας στην πολιτική ζωή. Να προσδπαθήσουμε να το παρατηρήσουμε «απ’ έξω» αντί να το βιώνουμε «από μέσα». Ας δούμε, λοιπόν πώς το βλέπουν τα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού. Και οι ξένοι ανταποκριτές μιλούν πάντα για «βία στην Ελλάδα», διότι αυτό είναι το πρωτογενές πρόβλημα, όχι η ανάγκη ερμηνευτικού (και ενδεχομένως δικαιολογητικού) του φιλτραρίσματος. Δεν απευθύνονται στο ελληνικό κοινό. «Βία» χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς. Η βία ξεκινάει ως μια α-πολιτική ή προ-πολιτική ανάγκη και στη συνέχεια αποκτά το ένδυμα που της αποδίδουν οι πολιτικοί διαμορφωτές κοινής γνώμης.  Στη συνέχεια, ο κατήφορος της μη λογικά επεξεργασμένης ιδεολογικής παρουσίασης είναι ανοιχτός: βία ενάντια στη «χούντα», στην «ξένη κατοχή», στο «φασισμό» κλπ.

Συνεπώς, όσο και να το ιδεολογικοποιήσεις κι όσο και να ηθικολογήσεις, το ερώτημα που τίθεται εδώ δεν είναι το «δέρνουμε ή δεν δέρνουμε» ή το ποιος δέρνει έχοντας το δίκιο με το μέρος του. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θέλουμε δημοκρατία ή κάτι άλλο. Δημοκρατία ή βαρβαρότητα. Τόσο απλά. Εξάλλου, πολλές φορές παίρνουμε λάθος απαντήσεις επειδή κάνουμε τις λάθος ερωτήσεις.

Advertisement

2 Σχόλια on “Μια όχι και τόσο πολιτική βία”

  1. […] το κείμενο, σε συνοπτική μορφή, θεωρώντας ότι είναι πραγματικά […]

  2. Ο/Η Σπήλιος Κουβέλης λέει:

    Εντυπωσιάστηκα με τη ευθυκρισία και την εκφραστική δεινότητα της αρθρογράφου. Είναι δύσκολο να προσθέσει κανείς το παραμικρό σε ένα τόσο δυνατό κείμενο. Κρατάω το «δημοκρατία η βαρβαρότητα» σαν κραυγή που δείχνει να χάνεται μέσα στον παραλογισμό των όχλων. Η μόνη διαφοροποίησή της δικιάς μου οπτικής έγκειται στην απροθυμία μου να συμμεριστώ την κατάταξη της ψήφου στην ΧΑ στις «αντισυστημικές» ψήφους. Πρόκειται, φρονώ, απλά γιά την εκδίκηση της υποβαθμισμένης παιδείας μας, την «μετάλλαξη» του εθνοπατριωτικού χυλού με τον οποίο αντικαταστήσαμε την ιστορία στα σχολεία του «πατριωτικού » ΠΑΣΟΚ και της λαικής δεξιάς…


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s