Σοσιαλισμός ή Φιλελευθερισμός;

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Συνεχίζει η Ελλάδα να αποκαλείται η μοναδική χώρα υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Όσο και ανφαίνεται απίστευτο, ιδίως σε κατοίκους της Ανατολικής Ευρώπης, κυριαρχεί μια μη συστηματική ιδεολογία, μια νοοτροπία που συνδέεται με κάποιες θολές ιδέες περί σοσιαλισμού, είτε δημοκρατικού, είτε ολοκληρωτικού τύπου.

Η πλήρης χρεοκοπία αυτής της ιδέας δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή. Άλλωστε και οι ίδιες οι κυβερνητικές παλινωδίες σήμερα συνδέονται με το γεγονός ότι η πλειονότητα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να έχει κάποια χαλαρή και άναρθρη πίστη  σε κάτι που ονομάζουν σοσιαλισμό. Έστω κι αν δεν είναι απόλυτα βέβαιοι για το τι είναι και τι σημαίνει, πιστεύουν αόριστα, μαζί με ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, ότι ο σοσιαλισμός είναι «κάτι πολύ καλό», όπως ότι ο φιλελευθερισμός (ιδίως με το πρόθεμα «νεο») είναι κάτι «κάτι πολύ κακό», για λόγους ανεπιγνώστους.

 Στο άρθρο που ακολουθεί γίνεται προσπάθεια μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο αυτές πολιτικές προτάσεις, εξετάζοντας τις αντίστοιχες αρχές τους.

Δεν είναι αυτονόητο ότι σήμερα, εν έτει 2011, ο σοσιαλισμός έχει πεθάνει στη χώρα μας. Διότι στα μυαλά πολλών ανθρώπων, ζει και βασιλεύει. Ακόμα κι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι «συνταγές» του σοσιαλισμού – δημόσιες επιχειρήσεις, επέκταση του δημόσιου τομέα για αύξηση επενδύσεων και εξασφάλιση κοινωνικού κράτους πρόνοιας – έχουν αποτύχει, δεν πιστεύουν ότι έχει χρεοκοπήσει η ιδέα του σοσιαλισμού. Υποστηρίζουν, μάλιστα, με στόμφο ότι ο σοσιαλισμός είναι μια πολύ καλή ιδέα, άσχετο με το γεγονός ότι απέτυχε στην πράξη. Ομολογώ ότι ουδέποτε κατόρθωσα να αντιληφθώ τη λογική ενός τέτοιου ισχυρισμού. Στην ηθική δεν στέκει με τίποτε, όπως έδειξε ο Kant[1] στο δοκίμιο του πάνω σ’ αυτό το θέμα.  Ούτε στην επιστήμη, βέβαια, ισχύει αυτή η πρόταση. Μια επιστημονική θεωρία έχει ορισμένες πρακτικές συνέπειες, οι οποίες είναι  εμπειρικά ελέγξιμες και συνηθέστατα τις ονομάζουμε «προβλέψεις». Αν μια πρόβλεψη βασισμένη σε μια θεωρία δεν πραγματοποιείται, τότε η θεωρία διαψεύδεται. Μάλιστα, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο δοκιμάζεται η ισχύς μιας θεωρίας[2].

1. «Οριζόντιες» και «κάθετες σχέσεις»: η φιλελεύθερη και σοσιαλιστική προοπτική

Γεγονός είναι ότι  η εμμονή, ή τουλάχιστον η διστακτικότητα ,που τόσοι επιδεικνύουν στην απόρριψη του σοσιαλισμού και ειδικότερα της θεωρίας του Marx, που αποτελεί και την σημαντικότερη θεωρητική του έκφραση, έγκειται στο ότι συνδέεται με μια ηθική στάση. Δεν είναι άδικο να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ο άνθρωπος μέσα από την εργασία του; Δεν αναγκάζεται ο εργάτης να πουλάει φτηνά την εργατική του δύναμη για να πλουτίζει παρασιτικά ο εργοδότης του; Δεν είναι η φιλελεύθερη θεωρία που δικαιολογεί αυτή την προφανή αδικία, και ακόμα περισσότερη η νεοφιλελεύθερη, η οποία είναι επιθετικότερη στις αιτιάσεις της; Ακόμα και ο πιο συντηρητικός αντίπαλος του μαρξισμού στη χώρα μας δεν μένει ασυγκίνητος μπρος σ’ αυτό το συνδυασμό λογικής και συναισθηματικής προσέγγισης. Ας  εξετάσουμε, όμως, αναλυτικά το περιεχόμενό της επιχειρηματολογίας αυτής για να την αξιολογήσουμε.

Η βασική θέση του μαρξιστή είναι ότι οποιοσδήποτε εργαζόμενος δεν έχει τίποτε δικό του εκτός από την εργατική του δύναμη, η οποία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον κάτοχο κεφαλαίου[3]. Ο εργάτης, παρά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζει στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου, περιθωριοποιείται και τελικά εξωθείται στη δυστυχία και την απελπισία. Ο Marx βλέπει τη σχέση του εργάτη με τον καπιταλιστή ως «κάθετη» : πάνω ο ένας, κάτω ο άλλος. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτή η σχέση παρά μόνο με ανατροπή, επανάσταση. Στο σημείο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο Marx δεν παίρνει όσο θα έπρεπε σοβαρά την αρχική του θέση, ότι, δηλαδή, ο εργάτης δεν διαθέτει παρά μόνο την εργατική του δύναμη. Ας υποθέσουμε ότι αυτήν μπορεί να την διαπραγματευθεί προς όφελός του. Ότι μπορεί, αντί να είναι υποταγμένος «κάθετα» στο καπιταλιστικό σύστημα, να διαπραγματευθεί «οριζόντια».

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα σχήμα που ανάγεται σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, ενώ στη δεύτερη, είναι παίγνιο θετικού αθροίσματος. Στο μαρξιστικό σχήμα, η υποδούλωση του μισθωτού στο κεφάλαιο είναι απόλυτη Γι αυτό και η απελευθέρωση που ευαγγελίζεται ο Marx παίρνει τη μορφή ανατροπής της σχέσης που καθυποτάσσει τον εργάτη στο κεφάλαιο. Στη φιλελεύθερη προοπτική, όπως είπαμε, το σχήμα είναι οριζόντιο. Ο εργαζόμενος ξεκινάει, όχι από μια κατάσταση απόλυτης εξάρτησης από τον καπιταλιστή, αλλά από το γεγονός ότι είναι κάτοχος της εργατικής του δύναμης: ο ίδιος ο Marx ξεκινάει από αυτό το κατώφλι. Αν, όμως, ο εργαζόμενος είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του – και ως εκ τούτου και της εργατικής του δύναμης– τότε είναι κυρίαρχος ως προς την απόφαση που μπορεί να πάρει: επανάσταση-ανατροπή ή διαπραγμάτευση-ανταλλαγή;  Κάθετη ή οριζόντια διάδραση; Αν η δεύτερη συνδέεται με μια δελεαστική πρόταση για την εργατική δύναμη που πουλάει, δεν έχει λόγο να προτιμήσει την πρώτη, για τον απλό λόγο ότι το αμοιβαίο όφελος είναι προτιμότερο από τη σύγκρουση.  Θα του αντιταθεί, βέβαια, από τον υποστηρικτή του μαρξισμού ότι όσο δελεαστική και αν είναι η πρόταση που του γίνει, το «σύστημα» απαιτεί να αμειφθεί λιγότερο από την αξία που παράγει, εφόσον είναι παραγωγός υπεραξίας. Εφόσον, επομένως, εξ ορισμού, ο εργάτης είναι θύμα εκμετάλλευσης («εκμετάλλευση» και «παραγωγή υπεραξίας» όντας συνώνυμα), οφείλει να παλέψει ενάντια στο κεφάλαιο για να ανατρέψει τις σχέσεις παραγωγής που τον υποδουλώνουν σ’ αυτό.

Αυτή, σε διάφορες παραλλαγές, είναι η κλασική μαρξιστική επιχειρηματολογία. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται το κεντρικό σημείο της διαφωνίας ανάμεσα στο σοσιαλιστή και το φιλελεύθερο. Και το σημείο αυτό  βρίσκεται στο ηθικό πεδίο. Και αυτό διότι, ο φιλελεύθερος βλέπει να έχει ο μισθωτός μια επιλογή ανάμεσα στην «κάθετη» διάδραση που συνεπάγεται τη σύγκρουση και την «οριζόντια» που οδηγεί στη διαπραγμάτευση και ενδεχομένως στη συνεργασία. Θεωρεί, βέβαια, ο φιλελεύθερος, ότι η δεύτερη επιλογή είναι προτιμότερη για τον καθένα. Δεν παύει, όμως, από το να είναι επιλογή.

Ο μαρξιστής, από τη δική του μεριά, υποστηρίζει ότι η σύγκρουση με σκοπό την ανατροπή του συστήματος μισθωτής εργασίας στο οποίο υπάγεται, είναι αναγκαία. Δεν θεωρεί, όμως, ότι αποτελεί  επιλογή του μισθωτού.  Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο τελευταίος, ουσιαστικά δεν έχει καμία. Η παρουσίαση της δυνατότητας συνεργασίας με το κεφάλαιο ως μια δυνατή, και μάλιστα ελκυστική εναλλακτική πρόταση, είναι εξ ορισμού απατηλή. Το γεγονός ότι συχνά μπορεί να παρασυρθεί ο εργαζόμενος και ενταχθεί στο σύστημα, προτιμώντας τη συνεργασία με το κεφάλαιο από τη σύγκρουση μαζί του, δείχνει ότι δεν έχει επαρκώς ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση. Επομένως, δεν θα πρέπει να αφεθεί απροστάτευτος και ακαθοδήγητος να κάνει τις επιλογές του ανάμεσα στη σύγκρουση ή τη συνεργασία με το κεφάλαιο.

2. Η υποταγή της οικονομίας στην πολιτική

Εντελώς διαφορετική είναι η προσέγγιση του φιλελευθερισμού. Ο φιλελεύθερος βλέπει τον εργαζόμενο ως κυρίαρχο, έστω του μικρού ιδιόκτητου χώρου που αντιπροσωπεύει η προσωπικότητά του, θεωρώντας τον έλλογο άτομο και άξιο να κρίνει την τύχη του και το συμφέρον του. Ο σοσιαλιστής, ακόμα και ο μετριοπαθής παρατηρεί την κοινωνία sub specie auctoritatis, υπό το πρίσμα της εξουσίας που ασκεί ή επιδιώκει να αποκτήσει. Κατά συνέπεια η προσέγγισή του είναι πατερναλιστική: θεωρεί ότι αυτός ξέρει καλύτερα το καλό όλων μας. Δεν μπορεί, επομένως, να επιτρέψει την αυτοδιάθεση του εργαζόμενου σε θέματα που τον αφορούν, διότι τον θεωρεί ανυπεράσπιστο και αδύναμο μπρος τις επιβουλές του καπιταλιστικού συστήματος. Θεωρεί, μάλιστα, ότι και η ίδια η υπαγωγή του διλήμματος μεταξύ κάθετης και οριζόντιας διάδρασης είναι «εκ του πονηρού». Εφόσον έχουμε να κάνουμε με παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, η συναλλαγή είναι περιττή και μάλιστα βλαπτική στο συμφέρον του υπόδουλου. Ότι χάνει ο ένας, κερδίζει ο άλλος, και δεν υφίσταται δυνατότητα αμοιβαίου οφέλους από οποιαδήποτε συναλλαγή. Προβάλλει, επομένως, δογματικά την ιδέα ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις ανάγονται αναγκαστικά και αποκλειστικά σε σχέσεις κυριαρχίας-υποταγής και ότι επομένως πρέπει να ανατραπούν[4]. Αυτή η εμμονή (εν μέρει ρομαντική στο Marx) στην ανάγκη κάθετης σύγκρουσης με το κεφάλαιο και τα κατεστημένα συμφέροντα, ανεξαρτήτως κόστους, ήταν και παραμένει η κύρια ηθική αδυναμία του σοσιαλισμού έναντι του φιλελευθερισμού. Κι αυτό ισχύει πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση πάνω στα άλλα αδύναμα σημεία του, όπως η συζήτηση πάνω στην αδυναμία υπολογισμού (το περίφημο calculation debate[5]) και το ακανθώδες πρόβλημα της ανάγκης εγκατάστασης μιας κατευθυνόμενης οικονομίας από τις «δεσπόζουσες κορυφές» που παρέχει η ηγεσία της πολιτείας[6].

Τόσο στη σοσιαλδημοκρατική, όσο και στην κομμουνιστική συνταγή, ο κεντρικός κρατικός έλεγχος είναι απαραίτητο συστατικό της στοιχείο. Επομένως, η υποταγή της οικονομίας στην πολιτική είναι conditio sine qua non  για την εφαρμογή της. Ο πολιτικός είναι ο εξουσιαστικός φορέας που είναι  επιφορτισμένος με τον καθορισμό, την ιεράρχηση και την πλήρωση των αναγκών ενός κοινωνικού συνόλου, και επομένως με την κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών, είναι ίδιος με εκείνον που ελέγχει τα μέσα παραγωγής.

 Κατά τη σοσιαλιστική αντίληψη είναι αναγκαίο να ελέγχεται η οικονομία από την πολιτική. Ακόμα και αν τα μέσα παραγωγής δεν ανήκουν όλα στο κράτος, πρέπει  το τελευταίο , καθοδηγούμενο από την «ορθή» πολιτική ηγεσία, να ελέγχει τουλάχιστον τους βασικούς κλάδους της βαριάς βιομηχανίας. Στο σημείο αυτό ταυτίζεται η πολιτική του κομουνισμού με εκείνη της σοσιαλδημοκρατίας.

Προϋποτίθεται, μ’ άλλα λόγια, η παναρμοδιότητα της πολιτικής και η οιονεί παντογνωσία των πολιτικών που τοποθετούνται στις «δεσπόζουσες κορυφές». Αυτό είναι, άλλωστε και το νόημα της μαοϊκής αρχής σύμφωνα με την οποία πρέπει η πολιτική να έχει πάντα τον πρώτο λόγο [7], αλλά και εκείνων που εκφράζουν ακόμα και σήμερα την ανάγκη «επιστροφής του πολιτικού»: [8] όχι όμως με σκοπό την εφαρμογή οποιασδήποτε πολιτικής, αλλά εκείνης που εντάσσεται σε ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα.

Το πολιτικό αυτό πρόγραμμα, όμως, εμπνέεται από δύο ιδέες που έχουν διαψευσθεί. Η μία αφορά τη δυνατότητα παρέμβασης στην κοινωνία που έχουν οι φορείς πολιτικής βούλησης, πολιτικοί και  γραφειοκράτες που επιδιώκουν να σχεδιάσουν το μέλλον  «ορθολογικά». Η δεύτερη ιδέα αφορά το δικαίωμα της ατομικής  ιδιοκτησίας, η άσκηση του οποίου θα έπρεπε να περιορισθεί δραστικά και να ελεγχθεί από το παντοδύναμο κράτος.

3. Η «συνοπτική πλάνη»

Η πρώτη ιδέα συνδέεται με αυτό που ο Friedrich von Hayek ονομάζει «συνοπτική πλάνη» (synoptic fallacy),  που συνίσταται στην πεποίθηση ότι μπορεί να επιβληθεί μια οικονομική και κοινωνική τάξη εφόσον συγκεντρωθούν όλα τα σχετικά δεδομένα από μια κεντρική αρχή[9].  Οι αναλύσεις του F.A. Hayek[10], όπως και του δάσκαλού του Ludwig von Mises[11], έδειξαν από τις αρχές του 20ού αιώνα,  ότι η ιδέα του κεντρικού σχεδιασμού προϋποθέτει δυνατότητες πληροφόρησης που δεν μπορούν ποτέ να συγκεντρωθούν: όχι μόνο διότι η ποσότητα των πληροφοριών είναι τεράστια, αλλά διότι το είδος πληροφορίας που ζητείται δεν έχει νόημα παρά μόνο στο πλαίσιο της αγοράς, εφόσον η αξία – το κύριο αντικείμενο της οικονομικής πληροφορίας καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση.

Η αγορά είναι ένας μηχανισμός προσαρμογής σε μια ασταθή και μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Όπως κάθε μηχανισμός προσαρμογής είναι ατελής, έχει όμως τη δυνατότητα διόρθωσης λαθών, ακριβώς διότι το γεγονός της άγνοιας – της προσαρμοστικής ατέλειας – είναι ενσωματωμένο στον τρόπο λειτουργίας του. Αυτό δεν συμβαίνει στα κολεκτιβιστικά συστήματα όπως ο σοσιαλισμός. Εκεί προϋποτίθεται κάποια μορφή παντογνωσίας ή τουλάχιστον παντοπτικής δυνατότητας επίβλεψης και ελέγχου. Οι «δεσπόζουσες κορυφές» της οικονομίας είναι γνωστικές και πολιτικές συγχρόνως. Ο έλεγχος πραγματοποιείται «κάθετα», από πάνω προς τα κάτω και είναι αναποτελεσματικός, ακριβώς διότι η ιεράρχηση των αναγκών γίνεται με κριτήρια αυθαίρετα, ενώ ο καθορισμός του κόστους είναι αδύνατος.

4. Η πάλη κατά της ατομικής ιδιοκτησίας

Η δεύτερη πλάνη  σχετίζεται με τη σοσιαλιστική θέση  αφορά την ατομική ιδιοκτησία, η οποία θεωρείται από την εποχή του Rousseau ως πηγή διαφθοράς και αλλοτρίωσης του ανθρώπου[12]. Γι αυτό και ενδείκνυται η ανακατανομή του πλούτου, ώστε να εξασφαλισθεί η κοινωνική δικαιοσύνη, να αποκατασταθεί η αρμονία και η τάξη στις κοινωνικές σχέσεις.

Τόσο η «συνοπτική πλάνη» όσο και η καταφορά κατά της ατομικής ιδιοκτησίας είναι αναπόσπαστα χαρακτηριστικά  της σοσιαλιστικής θεωρίας σε όλες της τις αποχρώσεις.  Η θεωρία αυτή, όμως, δεν συμβιβάζεται με την απαίτηση οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας που απαντάται σε όλο τον πλανήτη. Διαπρεπείς  οικονομολόγοι και ιστορικοί όπως ο Douglass North, o Robert P. Thomas, ο David Landes και ο Richard Pipes έδειξαν πώς συνδέεται η οικονομική ανάπτυξη με την ευρύτητα των συναλλαγών, οι οποίες προϋποθέτουν την κατοχύρωση των περιουσιακών δικαιωμάτων.[13]

Αυτό συμβαίνει διότι η λειτουργία της αγοράς προαπαιτεί την ατομική ιδιοκτησία. Ο Richard Pipes έδειξε ότι η ευρύτερη έννοια της ιδιοκτησίας δεν αφορά απλώς τα «περιουσιακά στοιχεία» του καθενός, αλλά την ίδια του την ιδιότητα και ατομικότητα, το suum, κατά το ρωμαϊκό δίκαιο, συνυφασμένο με τον ηθικό χώρο της ατομικής προσωπικότητας. Η ετυμηγορία της ιστορίας είναι σαφής: εκεί όπου το θεσμικό πλαίσιο κατοχύρωσε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα υπήρξε πραγματική πρόοδος και οικονομική ανάπτυξη, όχι αλλού. Το άτομο αισθάνεται αυτοδύναμο απέναντι στην εξουσιαστική δύναμη του κράτους όταν οι νόμοι τον προστατεύουν έναντι των ισχυρών- και προστατεύουν κυρίως αυτά που ο ίδιος νόμιμα κατέχει. Η σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας δεν είναι μόνο πρακτική, αλλά και θεωρητική. Ακριβώς, επειδή ως αυτόνομο υποκείμενο δράσης, το άτομο δεν είναι απλό μόριο μιας άμορφης μάζας, οι οριζόντιες διαδράσεις του προϋποθέτουν τη δυνατότητα συναλλαγής που έχει, επομένως την κυριότητα του sum του: της οντότητάς του, σε τελευταία ανάλυση, της ελευθερίας κίνησης και έκφρασης, της πρόσκτησης και ανταλλαγής αγαθών. Όταν η κοινωνία απαρτίζεται από τέτοια άτομα, που είναι αυτόνομα και αυτοδύναμα, πραγματοποιούν μεταξύ τους διαδράσεις στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών. Οι διαδράσεις αυτές είναι ελεύθερες, «οριζόντιες», αδιαμεσολάβητες και προς όλες τις κατευθύνσεις. Ενδυναμώνονται οι πολίτες –άτομα ως φορείς δράσης. Αντίθετα, υπό σοσιαλιστικό καθεστώς , μια τεράστια κρατική δύναμη ελέγχει «κάθετα» την κοινωνία, αστυνομεύοντας τις οικονομικές διαδράσεις μεταξύ ατόμων. Αντί, μέσα από την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας να ενδυναμώνεται ο πολίτης, ενδυναμώνεται  η εξουσία εις βάρος του.

Η δικαιολογία που συνήθως προβάλλεται για την ενδυνάμωση του κράτους υπό το σοσιαλισμό είναι  η ανάγκη αποδυνάμωσης των οικονομικά ισχυρών. Καταγγέλλεται ο αδίστακτος και θηριώδης «καπιταλιστής». Παραβλέπεται και αποσιωπάται, όμως, η πικρή αλήθεια ότι κυρίως ο κρατισμός είναι θηριώδης και οι φορείς του αδίστακτοί προαγωγοί του πιο ληστρικού καπιταλισμού: εκείνου που διαπλέκεται με το κράτος. Είναι κι αυτό συνέπεια του κρατισμού και της εξουσιαστικής ακράτειας που τον χαρακτηρίζει. Αυτό δεν είναι συνέπεια μιας τυχαία λανθασμένης επιλογής. Συνυφαίνεται με την όλη αντίληψη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας όσον αφορά την ελευθερία και την ίδια υπόσταση του ανθρώπου, κι κατ’ ακολουθία και των ενεργειών του μέσα στην κοινωνία.  Η αναγωγή κάθε διάδρασης σε σχέση κυριαρχίας- υποταγής ανάγει όλες τις κοινωνικές σχέσεις σε παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Αυτή η κοσμοθεωρία συνυφαίνεται με τις πολιτικές επιλογές του. Ειδικότερα συνοδεύει την τραγική ιστορία του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Η αντίληψη αυτή εκφράζεται με το φημισμένο σύνθημα του Λένιν: «Ποιος-ποιον» (κτο-κοβό), δηλαδή ποιος θα εξολοθρεύσει ποιον: ή εμείς θα επικρατήσουμε και θα εξαφανίσουμε τους αντιπάλους μας, ή θα συμβεί το αντίστροφο. Σ’ αυτό το σχήμα, οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι πότε οριζόντιες, δηλαδή, συνεργατικές, ισότιμες, και πότε κάθετες, δηλαδή συγκρουσιακές, ανταγωνιστικές και εξουσιαστικές. Ολες ανάγονται στις τελευταίες και γι’ αυτό και η ζωή είναι ένας αγώνας, η παγκόσμια ιστορία είναι η ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων και η βία επιστρατεύεται για να λύσει τα «μεγάλα ζητήματα ης Ιστορίας», όπως έγραφε ο Λένιν[14].

Υπό τις συνθήκες αυτές η ουτοπία της συνολικής ανατροπής εμπνέει αυτούς που εύκολα εντυπωσιάζονται από τις φαντασιώσεις αποκαλυπτικών οραμάτων ή εκείνους ­- και δεν είναι λίγοι -­ που έχουν μια υστερική ενασχόληση με την εξουσία, τη βία, την ηγεμονία ή την υποδούλωση. Καλείται επομένως ο δυναστευμένος να γίνει επαναστάτης, ανεξαρτήτως κόστους και προσδοκώμενου οφέλους.

Η φιλελεύθερη πρόκληση αμφισβητεί τη λογική αυτού του σχήματος. Αν πράγματι η κατάσταση του καθενός συνεχώς χειροτέρευε και δεν είχε διέξοδο, η επανάσταση με όλα τα τραυματικά της επακόλουθα θα ήταν η μόνη λύση: κάθετη αντίδραση στην κάθετη καθυπόταξη της εργασίας στο κεφάλαιο. Αν όμως ξεκινήσουμε από το ότι, έστω και υπό συνθήκες μεγάλης ένδειας, ο άνθρωπος είναι, αν μη τι άλλο, κυρίαρχος του εαυτού του, μπορεί να την αξιοποιήσει προς όφελός του. Αυτό αληθεύει κατά κύριο λόγο σε κράτη όπου ο πολίτης είναι ελεύθερος, δηλαδή κύριος του εαυτού του, της δύναμής του, των υπαρχόντων του και όπου τα δικαιώματα όλων ­ και όχι μόνο των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών ­ είναι σεβαστά και οι νόμοι εφαρμόζονται.

Ο σύγχρονος άνθρωπος αρνείται να αναγνωρίσει στο κράτος το δικαίωμα στην εξουσιαστική ακράτεια. Και γι αυτό απορρίπτει την ενδυνάμωση του κράτους, του «για το καλό του», που  είναι η επιδίωξη του σοσιαλισμού. Τουναντίον, απαιτεί τη θεσμική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και την ενδυνάμωση του πολίτη ως κατόχου ελευθερίας και ατομικής ιδιοκτησίας, αντιλαμβανόμενος ότι η ελευθερία και η ευημερία δεν συμβιβάζονται με τον κρατισμό και τον κολεκτιβισμό. Ο σοσιαλισμός αποτυγχάνει λόγω του μοιραίου εναγκαλισμού του με τον κρατισμό και την τοποθέτηση της πολιτικής υπεράνω της κοινωνίας και της οικονομίας. Παραμένουν, ασφαλώς, τα ανθρωπιστικά ιδανικά του. Αυτά, όμως, μπορούν να βρουν – και βρίσκουν – έκφραση έξω και πέρα τα σοσιαλιστικά ιδεολογήματα.


[1] Immanuel Kant (1793) “Über den Gemeinspruch: Das mag in der Theorie richtig sein, taugt aber nicht für die Praxis” [Πάνω στο κοινώς διαδεδομένο ρητό ‘αυτό είναι σωστό στη θεωρία, αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη’].

[2] Αυτό καταδεικνύει ο Karl Popper στο μείζον επιστημολογικό του Τhe Logic of Scientific Discovery (1934, 1959) London: Hutchinson σ. 59 κ.ε. Στο σημείο αυτό δεν υπάρχει βασική διαφωνία με άλλους φιλοσόφους της επιστήμης, όπως ο Carl G. Hempel και  Wesley C. Salmon. Βλ.  Carl G. Hempel (1965) Aspects of Scientific Explanation.New York: Free Press σ. 366-376 και Wesley C. Salmon (1981) “Rational Prediction.” British Journal for the Philosophy of Science 32 σ. 115-125.

[3] Η ανάλυση της έννοιας της εργατικής δύναμης και της θέσης της στην παραγωγή αξίας βρίσκεται στο 5ο κεφάλαιο του 1ου τόμου του Κεφαλαίου του Marx (1867) Das Kapital.BandI. Fünftes Kapitel. Arbeitsprozeß und Verwertungsprozeß. Karl Marx – Friedrich Engels – Werke, Band 23, «Das Kapital», Bd. I, Dritter Abschnitt, S. 192 – 213 Dietz Verlag, Berlin/DDR 1968.

Βλ. http://www.mlwerke.de/me/me23/me23_192.htm.

[4] Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαπραγμάτευση δεν είναι μια από τις επιλογές στο επίπεδο τακτικής των σοσιαλιστών οποιασδήποτε τάσης.

[5] Friedrich A. Hayek (1935, 1948) Individualism and Economic Order.Chicago:University ofChicago Press. Κεφ. 6-9.

[6] Ο Λένιν είχε πει στο Τέταρτο Συνέδριο της Κομουνιστικής Διεθνούς το Νοέμβριο του 1922 ότι σκοπός του σοβιετικού καθεστώτος ήταν να τεθούν υπό έλεγχο οι «δεσπόζουσες κορυφές» της οικονομίας. Βλ. Λένιν Άπαντα ρωσ. έκδ. 1973 τ. 45 σ. 289. )    Τον ίδιο σκοπό δήλωνε στο πρόγραμμά του το Εργατικό Κόμμα το 1945 χρησιμοποιώντας την ίδια έκφραση: commanding heights of the economy. Tην αποτυχία της συνταγής αυτής, είτε στην «ήπια» της σοσιαλδημοκρατική μορφή, είτε στην «ισχυρή» της κομμουνιστική, κατέδειξαν στο πλύκροτο βιβλίο τους οι  Daniel Yergin και  Joseph Stanislaw. Βλ. Daniel Yergin & Joseph Stanislaw (1998, 2002) The Commanding Heights: The Battle for the World Economy. New York: Touchstone.

[7] Την αρχή αυτή είχε εξαγγείλει ο Μάο το 1958, εγκαινιάζοντας το «μεγάλο Πήδημα προς τα Εμπρος» και την επανέλαβε αρκετά συχνά και κατά την περίοδο της «Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης» 1966-68. Π.χ.: «Πρέπει να τοποθετείτε πάντα την πολιτική σε κυρίαρχη θέση, να πηγαίνετε στις μάζες και να γίνετε ένα μαζί τους και έτσι να πραγματοποιείστε καλύτερα  τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση». («Ανακοίνωση του Προέδρου Μάο Ζε Ντονγκ στο Έβδομο Συλλαλητήριο Ερυθροφρουρών», 10 Νοεμβρίου 1966)

[8] Βλ. Κ. Τσουκαλά « Έχει παγκόσμιο ρόλο η Ευρώπη;» ΤΟ ΒΗΜΑ 13-7-03.

[9] F.A. Hayek (1973) Law, Legislation and Liberty. Vol. I Rules and Order.London: Routledge & Kegan Paul p. 14-15.

[10] Βλ. κυρίως F.A. Hayek (193540) “Socialist Calculation I, II, & III” in F. Hayek (1980)  Individualism and Economic Order ο.π.  σ. 119, 208.

[11] Ludwig von Mises (1922, 1981) Die Gemeinwirtschaft: Untersuchungen über den Sozialismus (Jena: Gustav Fischer, 1922). Αγγλ. Μετάφρ. J. Kahane (1936), Socialism.London:JonathanCape, Repr. Indianapolis:Liberty Classics.

[12] Jean-Jacques Rousseau (1755) Discours sur l’origine et les fondements de l’inégalité parmi les hommes.http://fr.wikisource.org/wiki/Discours_sur_l%E2%80%99origine_et_les_fondements_de_l%E2%80%99in%C3%A9galit%C3%A9_parmi_les_hommes. http://fr.wikisource.org/wiki/Discours_sur_l%E2%80%99origine_et_les_fondements_de_l%E2%80%99in%C3%A9galit%C3%A9_parmi_les_hommes

[13] Douglass C. North & Robert Paul Thomas (1973)  The Rise of the Western World. Cambridge: Cambridge University Press.  David S. Landes (1998) The Wealth and Poverty of Nations. New York: W.W.Norton. Richard Pipes(2000) Property and Freedom.New York: Vintage Books.

[14] Β.Ι. Λένιν (1905). «Δύο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση». Βλ. Στο Λένιν Άπαντα (ρωσ. Έκδ). 1973 ο.π. τομ. 11, σ. 18.


Η κόλαση της βλακοκρατίας

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Τουλάχιστον από το 1511 κι έπειτα, όταν δημοσιεύθηκε το Μωρίας εγκώμιον του Εράσμου, πολυάριθμοι είναι οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα της ανθρώπινης βλακείας και τα επακόλουθά της. Σοβαρή, όμως, μελέτη επί του θέματος, και μάλιστα κοινωνιολογική, εκπόνησε μόνο ο Ευάγγελος Λεμπέσης το 1941: Περί της Τεραστίας Κοινωνικὴς Σημασίας τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ .  Είχα ο ίδιος ασχοληθεί με το θέμα αυτό, το 2007, δηλαδή πριν γίνουν ορατά τα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης. και τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής μας ασωτίας Σήμερα μου φαίνεται σχεδόν υποτονικό, το άρθρο εκείνο, παρά το γεγονός ότι πολλοί φίλοι τότε θεώρησαν υπερβολικό να μιλώ για την ως αυτόνομη και αυθύπαρκτη δύναμη της βλακείας και όχι για τη βλακεία ως απλή απουσία φρόνησης.

Η αναφορά στη μαζική παρουσία της βλακείας, που ο Λεμπέσης ονομάζει βλακοκρατία, έγινε τότε με πρόθεση προειδοποίησης για την ενδεχομενικότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Σήμερα, το βάρος της επικάθεται επί των λίγων σκεπτομένων συμπατριωτών μας, μέσα σε μια πραγματική κόλαση βλακοκρατικής τυραννίας. Όταν λάβουμε υπόψη το σύνολο των θεωριών συνωμοσίας, των μύθων περί  επαχθούς χρέους, περί απόρριψης ρωσικών και κινεζικών προτάσεων να ξεπληρώσουν το χρέος μας, περί υποταγής σε Νέα Κατοχή που επιβάλλει το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η επάρατη τρόικα, και το κυριότερο, την απήχηση αυτών των ανοησιών σε τόσους πολλούς, πέφτουμε σε βαθιά μελαγχολία .

Πολλές φορές οι αιτιάσεις αυτές εντάσσονται σε κείμενα με ιδιαίτερα αγωνιστικό παλμό, όπως το  ακόλουθο. Ο επαιρόμενος για την ιδιαίτερη ευφυΐα του Έλληνας, διαδηλώνει άρνηση να ξεπληρώσει το δημόσιο χρέος – αλλά και άρνηση μείωσης του δημόσιου ελλείμματος, με το οποίο το συγχέει – και την προθυμία του να επιστρέψει στη δραχμή, μη αναλογιζόμενος καν τι κάνει και τι λέει. Και όλα αυτά με το ιδιόρρυθμο bravado impulsivo  κάποιου χαρακτήρα ναπολιτάνικου λαϊκού θεάτρου.


Ένας είναι ο εχθρός: ο υπερρεαλισμός!

Ο Ύπνος της Λογικής γεννά Τέρατα (1797). Francisco Goya.

Οι δυσκολίες μιας παράταξης που είναι καταστατικά εναντιωμένη στην πολιτική που καλείται να εφαρμόσει ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ την έφεραν στο χείλος της αυτοκατάργησης στις 15 Ιουνίου. Στην ανάλυσή του ο Γιώργος Αρχόντας δείχνει, μεταξύ άλλων, τη βασική αυτή δυσαρμονία, η οποία δεν φαίνεται να θεραπεύεται με τον τελευταίο ανασχηματισμό. Η έκκληση για περισσότερη σοβαρότητα, συνεπάγεται, απαλλαγή από πολιτικές και κινήσεις που μόνο «σουρεαλιστικής» («υπερρεαλιστικής») έμπνευσης μπορούν να χαρακτηριστούν.
Ας μην ξεχνάμε ότι η καλλιτεχνική κίνηση του υπερρεαλισμού στη ζωγραφική προσπάθησε με πρωταγωνιστή τον Salvador Dali να αναδείξει τη δύναμη του παραλόγου. Εκατό χρόνια νωρίτερα ο Francisco Goya προειδοποιούσε ότι ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα. Ο Γιώργος Αρχόντας δίνει εδώ ένα αντίστοιχο μήνυμα. 

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Τα όσα πολιτικά και παραπολιτικά συνέβησαν την τελευταία εβδομάδα ξεπερνούν τα όρια της λογικής. Αν μη τι άλλο είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση, τόσο σε μας όσο και στους ξένους δανειστές μας, των τεράστιων εμποδίων που θα πρέπει όχι απλώς να ξεπεράσουμε, αλλά πρώτα απ’ όλα να σταματήσουμε να βάζουμε οι ίδιοι μπροστά μας, αν θέλουμε να επιβιώσουμε.

Το σίγουρο είναι πως η τελευταία πράξη του δράματος, ο βενιζέλειος ανασχηματισμός, δεν απαντά στους λόγους που οδήγησαν τους αγανακτισμένους στις πλατείες και από κει στις πέτρες και τα αυγά. Ξαναθυμίζω: η Κυβέρνηση εξελέγη για να κάνει άλλα, και κάνει περίπου τα αντίθετα. Η διάχυτη αυτή αίσθηση δυσαρμονίας, που τροφοδοτείται κυρίως από τους πολυάριθμους κοψοχέρηδες ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που κάποτε πείστηκαν πως «λεφτά υπάρχουν», δεν πρόκειται να ανατραπεί (μόνο) με τον ανασχηματισμό. Αρκεί μια ακόμα 15η Ιουνίου για να ξαναβρεθούμε εκεί πού ήμασταν πέντε μέρες πριν. Πράγμα εξαιρετικά πιθανό…

Τι μπορεί να γίνει λοιπόν για να γλιτώσουμε την τόσο πλέον ορατή εφόρμηση στο Κοινοβούλιο και τις συνέπειές της; Τρία πράγματα, όχι εξίσου πιθανά και αποτελεσματικά.

Πρώτον, εκλογές. Μια νέα κυβέρνηση, μονοκομματική ή συνεργασίας, που θα έχει εκλεγεί από τους πολίτες στη βάση της πραγματικότητας και ενός ρεαλιστικού προγράμματος, θα έχει βεβαίως να αντιμετωπίσει τις διαμαρτυρίες των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων που θα θίγονται από το εκάστοτε μέτρο, όχι όμως και μια γενική αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού. Ίσως είναι και η πιο ξεκάθαρη λύση.

Δεύτερον, κυβέρνηση συνεργασίας. Σίγουρα το ενδεχόμενο αυτό, μετά και το ναυάγιο των τηλεφωνικών διαπραγματεύσεων Παπανδρέου – Σαμαρά, απομακρύνθηκε από το προσκήνιο. Όμως τίποτε δεν είναι απίθανο. Βεβαίως ούτε μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα είχε την εκλογική νομιμοποίηση να εφαρμόσει δύσκολα μέτρα. Ενδεχομένως μάλιστα, να η λαϊκή αγανάκτηση να γινόταν ακόμα μεγαλύτερη και πιο βίαιη, αν αυτή η Κυβέρνηση δεν κατάφερνε πολλά και ουσιαστικά. Όμως από την άλλη, ίσως, υπό προϋποθέσεις, να μετρίαζε κάπως το αντικοινοβουλευτικό μένος.

Rinoceronte vestido con puntillas (1956) Salvador Dalí. Marbella, Ισπανία

Τρίτον, στροφή στη σοβαρότητα. Ήδη, παρά το εγχώριο μπάχαλο, θεωρείται βέβαιη η εκταμίευση της πέμπτης δόσης. Ακόμα σημαντικότερο είναι πως τις τελευταίες μέρες έχει αρχίσει μια συζήτηση περί της αναγκαιότητας «να δοθεί στους Έλληνες προοπτική και ελπίδα». Το κλίμα στην Ευρώπη και εκτός αυτής, φαίνεται πως προετοιμάζει υπερβάσεις των μέχρι σήμερα απαράβατων κανόνων προκειμένου να διασφαλιστεί η διαχειρισιμότητα του ελληνικού χρέους. Η δυνατότητα άντλησης κοινοτικών κεφαλαίων χωρίς εθνική συμμετοχή θα μπορούσε να είναι η αρχή ευρύτερων ευρωπαϊκών δράσεων για την αναπτυξιακή ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας πιο πολιτικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα δείξει.

Ακόμα όμως κι αν όλα αυτά και πολλά περισσότερα συμβούν, ακόμα κι αν το επικοινωνιακό επιτελείο της Κυβέρνησης λειτουργήσει άψογα, πάλι κάτι χρειάζεται παραπάνω.

Κι αυτό γιατί η δυσαρμονία ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις και στις μετεκλογικές πολιτικές της Κυβέρνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που οδήγησε στην κρίση της πλατείας. Ναι, ειπώθηκαν χοντρά ψέματα. Ναι, τα μέτρα έπληξαν σοβαρά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Όμως ακόμα χειρότερο είναι το ότι τα μέτρα αυτά θεωρούνται από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών αφενός άδικα και αφετέρου αναποτελεσματικά.

Ως προς το δεύτερο, την αναποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης πολιτικής, η Κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν ώθηση στην οικονομία – πχ το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Δεν το έκανε. Σ’ αυτό το σημείο που βρισκόμαστε, η αποτελεσματικότητα του Μνημονίου ΙΙ εξαρτάται πρωτίστως από τους όρους που θα θέσουν οι δανειστές μας, με τους δικούς τους σκοπούς κατά νου, και δευτερευόντως από τη δική μας περιορισμένη διαπραγματευτική ικανότητα. Η εφαρμογή έπεται.

Ως προς το πρώτο όμως, το αίσθημα δικαίου στην κατανομή των βαρών, η ευθύνη είναι αποκλειστικά της Κυβέρνησης. Κι εδώ χρειάζεται επιτέλους σοβαρότητα. Ο υπερρεαλισμός πρέπει να σταματήσει, ήτοι:

  • Η στάση «εφαρμόζω μέτρα που δεν πιστεύω» ή «λέω έξω ότι κάνω κάτι (π.χ. ξανά άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων) και μέσα δεν το κάνω» που εκφραζόταν μέχρι σήμερα όχι μόνο από την κ. Κατσέλη, αλλά κι από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό
  • Η προστασία των οργανωμένων προσοδοθηρικών ομάδων τύπου ΓΕΝΟΠ-Φωτόπουλος εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και κυρίως των πραγματικά ασθενέστερων ομάδων.
  • Οι αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις ότι «δεν θα ληφθούν νέα μέτρα» που ποτέ δεν τηρήθηκαν.
  • Οι συσκέψεις, διασκέψεις, συναντήσεις πολιτικών αρχηγών, brain storming, τηλεφωνικές διαπραγματεύσεις, χωρίς ατζέντα και σκοπό.
  •  Τα «πιστόλια στο τραπέζι» και οι εν γένει ψευτολεονταρισμοί.
  • Και πάνω απ’ όλα, πρέπει να σταματήσει η πλήρης απουσία λογοδοσίας. Η Κυβέρνηση (και σε δεύτερο βαθμό το πολιτικό σύστημα εν γένει) οφείλει να δώσει ξεκάθαρες και λογικές απαντήσεις που θα θέσουν επιτέλους ένα πλαίσιο πραγματικότητας στο δημόσιο διάλογο:
  • Γιατί επελέγησαν νέοι φόροι και εισφορές έναντι της περικοπής των δημόσιων δαπανών;
  • Γιατί κόβονται συντάξεις την ώρα που συνεχίζει να λειτουργεί ο ΕΟΜΜΕΧ και τα δεκάδες κανάλια της ΕΡΤ;
  • Γιατί πλήττονται οι συνεπείς της μεσαίας τάξης την ώρα που η φοροδιαφυγή συνεχίζεται ανεμπόδιστη;
  • Γιατί επιλέγουμε  την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την ΕΕ έναντι των άλλων καταστροφικών ενδεχομένων;
  • Γιατί οι προτεινόμενες δεξιά και αριστερά μπαρούφες είναι ανεδαφικές και επικίνδυνες;
  • Γιατί επί 30 χρόνια η δημιουργία ελλειμμάτων και η διόγκωση του χρέους, που διοχετευόταν στην κατανάλωση και κατέστρεψε την παραγωγική βάση της εθνικής οικονομίας, κατέστη ουσιαστικά μονόδρομος πολιτικής επιβίωσης για όποια κυβέρνηση βρισκόταν στην εξουσία; Τι κάνουμε για το έλλειμμα;

Περιγραφή της πραγματικότητας – εξήγηση του γιατί φτάσαμε ως εδώ – εξήγηση του πώς μπορούμε να γλιτώσουμε τα χειρότερα – δικαιολόγηση των όποιων μέτρων μέσα από το πρίσμα της δικαιοσύνης και της αποτελεσματικότητας. Η Κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα εν γένει οφείλουν να σκοτώσουν το τέρας που γέννησε και γιγάντωσε ο ύπνος της λογικής πρώτα απ’ όλα εντός τους. Δύσκολο για μια κυβέρνηση που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στην Κοινοβουλευτική της Ομάδα. Όμως, διαφορετικά, το ρέμα του υπερρεαλισμού που διαρκώς φουσκώνει θα μας πάρει και θα μας σηκώσει όλους.


Αλλάζουμε ή βουλιάζουμε;

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου ανακοίνωσε πριν ένα χρόνο ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ Ή ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΜΕ. Επιτυχημένο σύνθημα, αλλά είναι φανερό ότι δεν συνοδεύθηκε από ανάλογα έργα. Οι λόγοι είναι γνωστοί και η σούμα είναι ότι κανένας δε θέλει να δεχθεί τίποτα και όλοι απαιτούν, καταδικάζουν και συγχέουν τα πάντα. Κάπως έτσι, μείον το οικονομικό χάλι, ήταν και η Γαλλία το 1958.  Ο Ντε Γκολ πήγε στο Αλγέρι στις 4 Ιουνίου του 1958. βρήκε μια κατάσταση χαώδη, εκρηκτική. Οι στασιαστές αξιωματικοί του στρατού ήταν έτοιμοι να πάρουν την εξουσία, ακόμα και στη Γαλλία, όπου η 4η Δημοκρατία έπνεε τα λοίσθια. Ενθαρρυντικός ο Ντε Γκολ, όταν απευθύνθηκε στα παραληρούντα πλήθη τους είπε αυτό που ήθελαν: «Σας κατάλαβα».

«Je vous ai compris! Je sais ce qui s’est passé ici. Je vois ce que vous avez voulu faire Για να προσθέσει ότι εφόσον θέλουν την ανανέωση – βάλτε εκεί ότι θέλετε –έδινε ο ίδιος το παρών! Και το δέχθηκαν. Και ανανέωσε τους θεσμούς στη Γαλλία. Και τους πήγε πατερναλιστικά έως την ανεξαρτησία της Αλγερίας, θέλοντας και μη.

Μια χώρα δεν χρειάζεται αναγκαστικά μεγαλειώδεις προσωπικότητες. Σίγουρα, όμως, όταν μπρος σε μια πολλαπλώς επικίνδυνη κατάσταση βασιλεύει το χάος, η ανευθυνότητα, η παραπληροφόρηση, οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και πάνω από όλα η βλακεία, κάποιος πρέπει να μπορέσει να δώσει μια άλλη κατεύθυνση στη διαγραφόμενη ροπή. Μπορεί να μην αυτοκτονούν οι λαοί, όπως λέει ο Κώστας Μητσοτάκης. Αλλά μπορούν να πληρώσουν πάρα πολύ ακριβά το γεγονός ότι επαναπαύθηκαν στην πεποίθηση ότι κάποιοι μπορούν να τους σώσουν ως δια μαγέιας.


Να μην ξοδεύουμε παρπάνω απ’ όσα βγάζουμε!

Εκείνο που απασχολεί τον καθένα μας είναι το πρόβλημα του ελληνικού χρέους.  Αυτό είναι το νέο «μεγάλο εθνικό θέμα. Το πρόβλημα είναι πολύπτυχο και σύνθετο και ίσως να είναι αδύνατον να το αντιληφθεί κανείς συνολικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ορισμένες απλές διαπιστώσεις που μπορούμε να κάνουμε και ορισμένα μέτρα που μπορούμε να λάβουμε άμεσα, εφόσον μπορεί να υπάρξει εθνική συμφωνία. Ορισμένες φορές τέτοια εθνική συμφωνία μπορεί και να πρέπει να είναι πάνω σε απλά και ταπεινά πράγματα, όπως αυτό που προτείνει ο Γιώργος Αρχόντας: «Να μην ξοδεύουμε περισσότερα απ’ όσα βγάζουμε!» Δεν έχει τίποτε το μεγαλεπήβολο μια τέτοια πρόταση, ούτε προκύπτει από περίτεχνη και παρά προσδοκίαν επιχειρηματολογία στην οποία διάφοροι και περί πολλά τυρβάζοντες επιδίδονται στα μέσα ενημέρωσης. Το εφικτό μιας πρότασης είναι συνάρτηση της απλότητάς της.
 

 Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Πρόταση συναίνεσης αρ. 1: Να μην ξοδεύουμε περισσότερα απ’ όσα βγάζουμε!

Καθένας φαίνεται πως έχει κι από μία πρόταση για το πώς θα βγει η χώρα από την κρίση. Άλλες από αυτές είναι σοβαρές, άλλες μισοσόβαρες και άλλες τελείως ανεδαφικές και επικίνδυνες. Και όπως είναι λογικό, η διαμάχη έχει χτυπήσει κόκκινο σε πλατείες και παράθυρα, σε οθόνες και σελίδες, σε έδρες κι έδρανα.

Ανεξάρτητα όμως από το περιεχόμενο των προτάσεων, υπάρχει μια κοινή βάση που δυστυχώς δεν λαμβάνεται πάντα υπόψη: η πραγματικότητα του χρέους και – κυρίως – του ελλείμματος.

Ακόμα και με την ευνοϊκότερη ρύθμιση για το χρέος η ελληνική οικονομία θα συνεχίζει να χρειάζεται κάθε χρόνο πάνω από 10% περισσότερα χρήματα απ’ όσα μπορεί μόνη της να βρει. Τι σημαίνει αυτό; Ότι αν αύριο ξυπνούσαμε στη χώρα του παραμυθιού και πετυχαίναμε να απαλλαγούμε από το σύνολο του χρέους με τρόπο που δεν θα επέφερε καμία άλλη αρνητική συνέπεια – όπως για παράδειγμα ευαγγελίζονται οι υποστηρικτές της πλήρους στάσης πληρωμών – σε ελάχιστα χρόνια θα ξαναβρισκόμασταν εκεί που είμαστε σήμερα: υπερχρεωμένοι και στην ανάγκη των άλλων.

Ανεξαρτήτως, λοιπόν, των όποιων διαφορετικών προσεγγίσεων, οφείλουμε να συμφωνήσουμε σε ένα πράγμα: ότι θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να πετύχουμε μια ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά που βγάζουμε και σ’ αυτά που ξοδεύουμε. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση των πραγματικών μας δυνατοτήτων, να συζητούμε κάθε φορά το τι θέλουμε να κάνουμε.

Αυτή η νέα δημοσιονομική ισορροπία είναι το κρίσιμο ζητούμενο σήμερα. Είναι ζητούμενο κατ’ εξοχήν πολιτικό γιατί έχει να κάνει με το τι ιεραρχούμε ως σημαντικότερο, τι θεωρούμε εφικτό και τι επιθυμητό. Κανονικά θα έπρεπε πάντα να μας απασχολεί ως  το κεντρικό διακύβευμα της πολιτικής. Όμως – τι να κάνουμε; – ο εθισμός στα δανεικά γέννησε και γιγάντωσε την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι δυνατά αρκεί να υπάρχει η «πολιτική βούληση».

Πριν και πάνω λοιπόν από τις όποιες υψιπετείς προτάσεις στρατηγικής, ας ξεκινήσει και μια «μπακάλικη» συζήτηση για το πώς θα αντιμετωπίσουμε το έλλειμμα: τι κόβουμε και από πού, τι κρατάμε και γιατί, πώς ενισχύουμε τα έσοδα, την παραγωγή, την απασχόληση, την οικονομία. Διαφορετικά, η ελπίδα μας ότι τα όποια μέτρα θα είναι δίκαια και αποτελεσματικά, θα έγκειται στην κρίση του ΚΤΕ Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ…

Και βεβαίως, πέρα από την μπακαλική, είναι κρίσιμο να ξεκινήσει και η θεσμική συζήτηση για τους τρόπους που θα αφαιρέσουν από τους φορείς της πολιτικής εξουσίας την ευχέρεια να σωρεύουν ελλείμματα και χρέος. Το συνταγματικό φρένο στο έλλειμμα είναι μια προφανής λύση, αλλά σίγουρα δεν είναι η μόνη. Σε κάθε περίπτωση τα κιμπαριλίκια με δανεικά πρέπει να σταματήσουν.

Και κάτι τελευταίο: Το νοικοκύρεμα εσόδων-εξόδων είναι προϋπόθεση για τις περαιτέρω διαπραγματεύσεις, τους ελιγμούς και τα στρατηγήματα. Εδώ που φτάσαμε, η διαχείριση του χρέους της χώρας είναι κυρίως πολιτικό, παρά οικονομικό πρόβλημα. Εξαρτάται για παράδειγμα από το τι θέλουν οι εταίροι μας, και ιδίως οι ισχυροί, να κάνουν με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Σε μια τέτοια πολιτική διαπραγμάτευση λοιπόν, ό,τι κι αν ζητήσουμε, είναι αναγκαίο να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι παράλληλα είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε κι εμείς ό,τι χρειάζεται όχι μόνο για να σωθούμε, αλλά και για να συμμετάσχουμε ισότιμα στην επόμενη μέρα.