Ο θρήνος του αντικαπιταλιστή για τον Steve Jobs

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Ένα από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει κανείς προκειμένου να  καταλάβει το πώς η Ελλάδα έφτασε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα είναι το εξής πρόσφατο:

Πώς γίνεται να είναι κανείς Αριστερός (της μανιασμένης αντικαπιταλιστικής απόχρωσης) και ταυτόχρονα να ανεβάζει στο δίκτυο σχόλια του τύπου «RIP Steve Jobs»; Πώς είναι δυνατόν κάποιος αντικαπιταλιστής να «θρηνεί» (έστω με τον υπερ-μινιμαλιστικό τρόπο του σχολίου στο facebook ή το twitter) για έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να υπάρξει, να δράσει και να δημιουργήσει μόνο στον καπιταλισμό;

Η απάντηση βρίσκεται στην πολύ ελληνική διάσταση μεταξύ ταμπέλας και περιεχομένου. Ο παραπάνω αυτοπροσδιοριζόμενος Αριστερός δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από τζαμπατζής, από free-rider. Θέλει όλα τα οφέλη ενός συστήματος, αλλά και την πολυτέλεια να βρίσκεται έξω από αυτό.

Και, δυστυχώς, ο ανθρωπότυπος αυτός είναι κυρίαρχος τριγύρω μας.

Θέλει ευημερία και την ευαγγελίζεται, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις προϋποθέσεις της δημιουργίας και της διατήρησής της – ακόμα και σήμερα που το μοντέλο του χθες χρεοκόπησε, δεν μπαίνει καν στη συζήτηση για το τι ρεαλιστικό, δίκαιο και αποτελεσματικό μπορούμε να βάλουμε στη θέση του. Του αρκεί να διαδηλώνει το μένος του.

Δηλώνει διεθνιστής, όμως τάσσεται υπέρ του προστατευτισμού της εθνικής του οικονομίας, αδιαφορώντας για το ότι, με την στάση του αυτή, μεταξύ άλλων, αποκλείει τις φτωχές χώρες από το μόνο δρόμο εξόδου τους από τη φτώχεια.

Δηλώνει φιλεργατικός, και την ίδια ώρα αρνείται καν να σκεφτεί τους όρους και τις προϋποθέσεις δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, μείωσης της ανεργίας, βελτίωσης των συνθηκών ζωής των φτωχότερων – όλα αυτά είναι για εκείνον ζήτημα «πολιτικής βούλησης» και «αγωνιστικών διεκδικήσεων».

Δηλώνει εξισωτιστής, και ταυτόχρονα καταναλώνει – ή ορέγεται – προϊόντα που δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χωρίς το κίνητρο του κέρδους ή, για να πάμε πιο βαθιά στην οικονομική θεωρία, χωρίς η ελεύθερη αγοραία διαμόρφωση των τιμών να βοηθά ως απαραίτητη πληροφορία ανθρώπους σαν τον Jobs να υπολογίζουν τα ρίσκα που παίρνουν σχεδιάζοντας προϊόντα και υπηρεσίες που, όταν τα δούμε, μπορεί και να μας αρέσουν.

Ο Steve Jobs ανήκε στις δημιουργικές δυνάμεις ενός πολιτισμού ελευθερίας. Τα επιτεύγματά του μόνο σε έναν τέτοιο πολιτισμό – του ρίσκου και του ανταγωνισμού, της προσωπικής ευθύνης, της χρηματικής επιβράβευσης του αποτελέσματος και όχι της προσπάθειας ή του ήθους – θα ήταν εφικτά. Όποιος πιστεύει ότι μπορεί ταυτόχρονα να εκτιμά τα αποτελέσματα, υλικά και άυλα, αυτού του πολιτισμού και ταυτόχρονα να οραματίζεται ή να επιδιώκει την κατάλυσή του και την αντικατάστασή του από κάτι άλλο, οφείλει να καταθέσει με ποιον τρόπο, ενάντια στην οικονομική επιστήμη και την Ιστορία, θα πετύχει την πολυπόθητη αυτή σύνθεση των αντιθέτων.

Γιατί εντέλει, στο σημείο που έχουμε φτάσει εδώ στην Ελλάδα, θα είναι κρίμα να μην αρχίζουμε σιγά-σιγά να καταλαβαίνουμε ότι τα ευχολόγια δεν αρκούν, ότι ο «άλλος κόσμος που είναι εφικτός» θα πρέπει να έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο αν οι ευαγγελιστές του θέλουν να αποτελεί πολιτική πρόταση και όχι σύνθημα, ότι ο επίλογος «όλα είναι θέμα παιδείας» δεν επαρκούσε ούτε καν στις γυμνασιακές μας εκθέσεις.

Κατά τα άλλα, Θεός σχωρεσ’ τον μακαρίτη και να ‘μαστε καλά να δούμε κι άλλους σαν του λόγου του. Όχι γιατί ήταν καλός άνθρωπος – δεν τον ήξερα προσωπικά – αλλά γιατί αυτά που έκανε μου άρεσαν και μου ήταν χρήσιμα. Κι αυτό, στην Μεγάλη Ανοικτή Κοινωνία, όταν μιλάμε για ανθρώπους που ούτε συγγενείς, ούτε φίλοι μας ήταν, είναι αρκετό.


Μπρος Στο Πολιτικό Κενό

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Σε στιγμές σαν αυτές που ζούμε το κενό πολιτικής ηγεσίας – ενός Κων/νου Καραμανλή, ενός Κων/νου Μητσοτάκη, ακόμα (τολμώ να πω) κι ενός Ανδρέα Παπανδρέου είναι εξόφθαλμο. Η ηγεσία του τόπου, εφόσον είναι υπαρκτή, σε τέτοιες περιπτώσεις κάνει προσκλητήριο στο έθνος να στρατευθεί παίρνοντας συγχρόνως ορισμένα μέτρα: όχι απλώς εισπρακτικά, αλλά και (κυρίως) θεσμικά. Διότι είναι η απουσία θεσμών που οδηγεί σε αυθόρμητες εκδηλώσεις ανταρσίας και «τζάμπα μαγκιάς.»

Το εξουσιαστικό κενό που επιδεικνύει αυτήν τη στιγμή το κράτος δεν θα υπήρχε, εφόσον λειτουργούσαν οι θεσμοί. Διότι θεσμός δεν είναι μόνο το σχολείο, η Βουλή, οι νόμοι κ.α. Αυτό μας φέρνει απευθείας στο ζητούμενο σε μια δημοκρατία. Η τελευταία προϋποθέτει ορισμένα θεσμικά αυτονόητα. Ότι μια κυβέρνηση, όσο κακή και αν αποδεικνύεται στην πορεία της, είναι κυβέρνηση. Έχει το μονοπώλιο της εξουσίας. Όταν η ίδια συμπεριφέρεται σαν να μην το έχει, ή σαν να μην είναι σίγουρη για την κατοχή του, τότε διαμορφώνονται ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας. Η φύση απεχθάνεται το κενό. Και η πολιτική το ίδιο. Στη Γαλλία το Μάιο του 1968, κινδύνεψε η έννομη τάξη, αν και υπήρχε ένα δημιουργικό στοιχείο στο κίνημα εκείνο, ακόμα και στην ασάφεια του. Βέβαια, η θεσμική και κοινωνική διάλυση που παρατηρείται εδώ, δεν είχε καμιά σχέση με το κλίμα αναρχίας που επικρατούσε τότε. Αλλά η οικονομία κινδύνευε και η πολιτική αστάθεια μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Πρόεδρος De Gaulle, εξαφανίστηκε για δυο εικοσιτετράωρα, μέχρι να πάρει τις οριστικές του αποφάσεις. Τελικά τις πήρε. Προέβη σε ένα εξαιρετικά σύντομο διάγγελμα διάρκειας 7 λεπτών (430 λέξεις). Το σύνθημά του ήταν ότι η χώρα έπρεπε να σταθεί στα πόδια της, ο καθένας στη θέση του, να τεθεί τέρμα στο χαβαλέ κάθε είδους και να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο με άμεση προσφυγή στις κάλπες. Το κλίμα αναστράφηκε απότομα. Διότι προστέθηκε στην εξίσωση μια μεγάλη δόση ενός στοιχείου που προηγουμένως απουσίαζε: του ηγετικού στοιχείου.

Πέρα, όμως, από αυτό, υπήρχε το θεσμικό υπόβαθρο. Ο De Gaulle απέδιδε τεράστια σημασία στους θεσμούς. Είχε προνοήσει για αυτό στο σύνταγμα του 1958 όταν εγκαθιδρύθηκε η 5η Γαλλική Δημοκρατία. Και υπήρχε, τότε όπως και τώρα, το βαθύτερο θεσμικό στοιχείο που είναι μια κουλτούρα η οποία υπερθεματίζει στην τήρηση των κανόνων.

Η δημοκρατία έχει ανάγκη από θεσμούς και κυρίως την κουλτούρα που επιβάλλει το σεβασμό σ’ αυτούς. Σε περίπτωση, όμως, που οι θεσμοί υποσκάπτονται ή, έστω υποχωρούν, χρειάζεται μια ανορθωτική προσπάθεια για την οποία μόνο η πολιτική εξουσία έχει αρμοδιότητα. Όταν οι χειριστές της είναι προκλητικά ανεπαρκείς σε τόλμη και σε πνοή, η κοινωνική και οικονομική διάλυση επέρχεται ραγδαία.

Συχνά λέγεται – και ορθά, σε μεγάλο βαθμό – ότι η τωρινή κυβέρνηση δεν πήρε έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, όταν ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας με το σύνθημα «Λεφτά υπάρχουν», αλλά έγινε πολύ χειρότερη με τις καθυστερήσεις και τους δισταγμούς του Πρωθυπουργού. Επί πλέον, η πρωθυπουργική και γενικότερα η κυβερνητική αβουλία οφείλεται στο ότι το ΠΑΣΟΚ, η μάζα των μελών του κόμματος, αλλά και οι ψηφοφόροι του, ανθίστανται στα μέτρα που πρέπει να λάβει η κυβέρνηση και παίρνει ορισμένα από αυτά «με βαριά καρδιά».  Όλα αυτά είναι πασίγνωστα. Αλλά και η «αυτοκτονική» απόφαση του Κώστα Καραμανλή για εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2009, και η μετέπειτα παραίτησή του, δεν ήταν επίσης δείγματα πολιτικής αβουλίας;

Δεν υποστηρίζω την ανάγκη «ισχυρών» προσωπικοτήτων. Ακόμα λιγότερο θα υποστηρίξω την ιδέα ότι πρέπει να βρεθεί κάποιος «εθνικός σωτήρας». Αλλά υπάρχει μια κοινότοπα αναγνωρισμένη ανάγκη ότι οι κυβερνήτες εκλέγονται για να κυβερνούν. Δηλαδή, να παίρνουν τη δουλειά τους στα σοβαρά, όπως κάθε επαγγελματίας που έχει να δώσει λόγο για τις πράξεις του στον προϊστάμενο και στους πελάτες του.

Η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να κινηθεί μέσα σε ένα κενό εξουσίας που η ίδια δημιούργησε : αν το κληρονόμησε εν πολλοίς από την προηγούμενη διακυβέρνηση, το πολλαπλασίασε. Η αδράνεια της οφείλεται σε μια απορία μεθόδων δράσης, όταν έχει πεθάνει η πολιτική μυθολογία στην οποία έκτισε το πιστεύω της ο κόσμος που την στήριξε εδώ και 30 χρόνια, αλλά που έχει αποδεχθεί το σύνολο, σχεδόν, της ελληνικής κοινωνίας: ότι είναι δίκαιο και εφικτό κάποιος άλλος να πληρώνει για μένα. Αυτό είναι μέσα στην κουλτούρα μας των νεωτέρων χρόνων, η οποία έχει τη μοναδικότητα να εκθειάζει τον μάγκα, που είναι ένα είδος μακιαβελικού ηγεμόνα του φτωχού. Διότι ο μάγκας αυτό-επιβεβαιώνεται κάθε φορά που με μπαγαποντιές ή με νταηλίκι μπορεί να αναιρεί την αρχή του Milton Friedman: There is no such thing as a free lunch.   Ο μάγκας ανταπαντά There is! MY lunch!”  Μπορεί να αποβληθεί αυτό το αηδές πρότυπο από την κουλτούρα μας, από τα εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά ήθη μας; Μπορεί το κράτος, με την πλήρη έννοια του, που περιλαμβάνει και την νομοκρατία (rule of law), να επιβληθεί στον κάθε μάγκα; Αν όχι, τότε μόνο η άτακτη πτώχευση θα τιθασεύει τον τελευταίο, και μαζί του θα συμπαρασύρει το κοινωνικό σύνολο σε κατάσταση απόλυτης διάλυσης. Το πολιτικό κενό, ακριβώς επειδή είναι συγχρόνως θεσμικό και πολιτισμικό, και όχι απλώς απόρροια της απουσίας «χαρισματικής» προσωπικότητας, διαιωνίζει και βαθαίνει το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Το πολιτικό κενό απειλεί με ραγδαία  αποσάθρωση του είδους που απαντάται σε ορισμένες χώρες της Αφρικής οι οποίες είναι  «συστημικά» ακυβέρνητες  (ungovernable). Μπορεί να καλυφθεί; Πιστεύω ότι μπορεί. Αλλά επειδή η πρωτοβουλία γι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική, είναι μάλλον αδύνατο να ληφθεί από το παρόν πολιτικό σχήμα. Και εφόσον σε όλα σύρονται , ας συρθούν, επιτέλους σε εκλογές εδώ και τώρα, ή τουλάχιστον σε σχήμα πολυκομματικής διακυβέρνησης.


Το Ratio Vincit Επανέρχεται Δριμύτερο!

Μετά την αναπόφευκτη ραστώνη του καλοκαιριού, το Ratio Vincit βρίσκεται πάλι στις επάλξεις του ορθού Λόγου σε μια εποχή που ο τελευταίος μοιάζει να υποχωρεί σε όλα τα μέτωπα στη χώρα μας. Η δική μας πεποίθηση είναι ότι τελικά υπερισχύει ο ορθός Λόγος, διότι, όπως έλεγε ο Δημοσθένης για τα χρήματα  νευ τούτου  οδν στι γενέσθαι .

 


Έχουμε άγραφο Σύνταγμα

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το φθινόπωρο του 1989 όταν έγινε ολιγοήμερη κατάληψη του Υπουργείου Παιδείας, επί υπουργίας Σημίτη-Κοντογιαννόπουλου, από σχετικά μικρή ομάδα σπουδαστών ξένων γλωσσών με αίτημα την ισοτιμία των διπλωμάτων τους με πανεπιστημιακά πτυχία.  Το γεγονός αυτό ήταν τόσο μπανάλ, που ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως. Ο λόγος για τον οποίο το θυμάμαι είναι η υποδειγματική αμεριμνησία της τότε Οικουμενικής Κυβέρνησης Ζολώτα, μπρος σε πράξεις που ο στενοκέφαλος θα ονόμαζε παράνομες. Ήμουν τότε σύμβουλος του Υπουργού και μετέπειτα Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου και είχα απουσιάσει μερικές μέρες λόγω ασθενείας. Έφτασα κατά τις 11 το πρωί και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες, για να πάω στο γραφείο μου στον 3ο όροφο (Ο ανελκυστήρας ήταν σχεδόν μονίμως χαλασμένος).

Ο ευτραφής και συμπαθής αστυνομικός που ήταν στην είσοδο, με «αναγνώρισε» και δεν μου ζήτησε έγγραφη άδεια εισόδου. Το ίδιο δεν συνέβη με νεαρό διοπτροφόρο που μπήκε βιαστικός και με ξεπέρασε δρασκελώντας τρία – τρία τα σκαλοπάτια. «Εσύ που πάς;» τον ρώτησε. Ο νεαρός, από πάνω από τη σκάλα, έστριψε και του είπε με το φυσικότερο τρόπο: «Κατάληψη». Μαγική λέξη, σαν το «Σουσάμι, άνοιξε!», στις «Χίλιες και μια νύχτες». Ο αστυνομικός χαμογέλασε συγκαταβατικά και είπε : «Α! Πέστο, ντε!». Δηλαδή, δηλώνεις «Κατάληψη!» και όλοι πρέπει να οπισθοχωρήσουν.

Η κατάληψη δημοσίων χώρων είναι αυτό που στην επιστήμη του μάνατζμεντ ονομάζεται S.O.P. – Standard Operating Procedure, δηλαδή μια σταθερή μέθοδο δράσης, απόλυτα κατανοητή  και αποδεκτή, όταν μια αναξιοπαθούσα ομάδα την αποφασίσει. Τόσο πολύ έχει γίνει αυτό καθεστώς, που προ ετών, ο κ. Ευρυπίδης Στυλιανίδης, Υπουργός Παιδείας, είχε πει ότι «είναι δικαίωμα του κάθε μαθητή να αντιδράσει με τον τρόπο που αυτός νομίζει σωστό». Το παράνομο σχετικοποιείται. Αν ορισμένοι αισθάνονται «ριγμένοι», κάνουν κατάληψη. Είναι δικαίωμά τους. Και αυτό είναι αποδεκτό σε ένα χώρο που η λογική έχει αποδημήσει εδώ και καιρό, ωσάν να ζούσαμε σε ένα σουρεαλιστικό τόπο και χρόνο, όπου το άτοπο και το εξωφρενικό θεωρείται αυτονόητο..  Παραπέμπει απ’ ευθείας στο διήγημα του Γκόγκολ «Η μύτη» (1835), που θεωρείται ως ένα από τα πρώτα δείγματα της λογοτεχνίας του παραλόγου. Ένας αξιωματούχος χάνει τη μύτη του. Η μύτη φεύγει, ξανάρχεται, ταξιδεύει με αμάξι, ντύνεται, μιλάει, την ψάχνουν πολλοί, παίρνει ύφη μεγαλειώδη. Το παράλογο δεν βρίσκεται, όμως, στο ότι κάνει όλα αυτά που λογικά δεν θα ανέμενε κανείς από τη μύτη να κάνει. Το παράλογο συνίσταται στο ότι όλοι οι χαρακτήρες μέσα στη νουβέλα δεν σαστίζουν με τους παράλογους ρόλους που παίζει η πανταχού παρούσα μύτη.

Αυτό ισχύει και για τις καταλήψεις ως σιωπηρά ανεκτές, ιδίως όταν αυτοπροσδιορίζονται ως «συμβολικές». Η ίδια η έκφραση είναι δηλωτική της μεστής βλακείας που ενέπνευσε την πράξη που περιγράφει. Οι μηχανικοί τις προάλλες κατέλαβαν «συμβολικά» ορισμένα γραφεία Πολεοδομίας[1] Η απόφαση πάρθηκε «πανελλαδικά». Η συνήθης ερώτηση δημοσιογράφων είναι αν πράγματι ήταν «πανελλαδική» μια τέτοια ή άλλη ανάλογης υφής απόφαση, αν πάρθηκε «ομόφωνα» ή «κατά πλειοψηφία», χωρίς ούτε στιγμή να τους περάσει από το νου ότι η ίδια η κατάληψη είναι παράνομη και απαράδεκτη. Από την άλλη μεριά, πώς να δεχθούμε ότι είναι παράνομη η κατάληψη, αν έχει καθιερωθεί ως τρόπος διαμαρτυρίας αποδεκτή από το «άγραφο σύνταγμα» ;  Όταν υπάρχει μια «σχετική» ανοχή στην παρανομία, σημαίνει ότι αυτή δεν είναι «απόλυτη» αλλά μόνο «σχετική». Ένας μηχανικός μιμητισμός την καθιερώνει ως πρακτική ρουτίνας. Την έχει επιλέξει και εγκρίνει η κοινή γνώμη εδώ και χρόνια. Μπορεί να στοιχίζει κάπως, αλλά της αξίζει!

Ας σταθούμε, όμως, στην ίδια την «στρατηγική» της κατάληψης και να εξετάσουμε τη λογική της. Δεν αμφιβάλλω ότι πάρα πολλές φορές ο καταληψίας αισθάνεται απελπισμένος και αδικαίωτος. Δεν αρνούμαι ότι αξίζει τον κόπο να συζητήσει η κυβέρνηση και να ανακαλύψει τα αίτια της οργής, να εντοπίσει το πρόβλημα και να προχωρήσει σε κάποια λύση που να μην είναι μπάλωμα. Αν μπούμε στη θέση των καταληψιών, πρέπει να εξετάσουμε, αν εξυπηρετεί τους εκάστοτε στόχους μας μια κατάληψη ή αν είναι ατελέσφορη και ζημιογόνα για μας τους ίδιους. Και η αλήθεια είναι ότι μια κατάληψη τονώνει ψυχολογικά εκείνους που την αναλαμβάνουν και φέρουν εις πέρας. Χαρίζει αμέσως την αίσθηση μιας κατάκτησης. Πλην όμως, η αίσθηση αυτή είναι απατηλή. Και αυτό συμβαίνει διότι ο «αντίπαλος» δεν είναι ούτε το κτήριο,  ούτε το άψυχο και έμψυχο υλικό που περιέχει, αλλά κάτι το άυλο και αφηρημένο, που δεν «καταλαμβάνεται». Γι αυτό και πέρα από τη ζημιά που προκαλείται, η κατάληψη δεν απολήγει σε υποχώρηση μιας απόφασης.

Ας προχωρήσουμε πιο πέρα. Ας κάνουμε την υπόθεση ότι μια κατάληψη απαντά σε κάποια στρατηγική που να πηγαίνει πέρα από τη σκοπιμότητα της «επαναστατικής γυμναστικής». Η κατάληψη δημόσιου χώρου δίνει στους καταληψίες μια άλλη απατηλή αίσθηση: μιας νίκης στο πεδίο της μάχης, ότι αποτελεί τεκμήριο υπεροχής επί του αντιπάλου. Η αλήθεια είναι ότι αυτό  ισχύει ενίοτε, υπό ορισμένες συνθήκες. Τελικός σκοπός μιας αναμέτρησης, όμως, δεν είναι η κατάληψη. Και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις η κατάληψη είναι μέσον και όχι αυτοσκοπός. Η κατάληψη χωρίς στρατηγικό ή τακτικό στόχο γινόταν μόνο από ατάκτους – όπως ήταν οι βασιβουζούκοι του οθωμανικού στρατού. Οι «συμβολικοί» καταληψίες, που είναι συχνά μορφωμένοι άνθρωποι, τι επιδιώκουν; Συνήθως για να έχουν την αίσθηση ότι κάνουν «κάτι». Παρά «τίποτε» καλύτερα «κάτι». Ο  συνήθης συλλογισμός του αμήχανου πολιτικού, του αδιάβαστου μαθητή, του άπειρου τεχνίτη.

Βέβαια, η συμβολική κατάληψη, μπορεί να νοηθεί ως μια θεατρική παράσταση στον μακρινό απόηχο του παρισινού  Μάη του 1968. Εκεί, όμως, οι καταληφθέντες χώροι του πανεπιστημίου και του Θεάτρου ODÉON άνοιξαν στο κοινό και ακολούθησε γόνιμος διάλογος ιδεών. Δεν υπήρχε ίχνος συντεχνιακής πίεσης. Δεν υπήρχε υποψία απόφασης με «δημοκρατικές διαδικασίες», εφόσον το φαινόμενο ήταν αυθόρμητο και ανοργάνωτο.  Ηταν μια ανεπανάληπτη περίοδος άνθησης του πνεύματος, όπου κυριάρχησε το σύνθημα «η φαντασία στην εξουσία». Έστω, με αυτόν τον ουτοπικό σκοπό, οι καταλήψεις αυτής της περιόδου είχαν το νόημά τους. Έχουν  να επιδείξουν κάτι αντίστοιχο οι δικές μας καταλήψεις ή το καθ’ ημάς πνεύμα τους.;Οραματίζονται – ουτοπικά, έστω – μια άλλη κοινωνία, όπως οι γάλλοι φοιτητές του 1968;

Βέβαια, οι καταλήψεις πανεπιστημιακών κτιρίων στην Ελλάδα αντλούν και από την παράδοση του αντιδικτατορικού αγώνα, που είχε ως αποκορύφωμα την κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973[2]. Εκεί, όμως, είχαμε να κάνουμε με μια δικτατορία, όπου δεν υπήρχε δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης, ούτε αλλαγής μέσα από νόμιμες διαδικασίες. Η αντίσταση σ’ αυτό το καθεστώς ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να «παρανομεί»: τα εισαγωγικά τίθενται για να ακυρώσουν την έννοια της λέξης που περιέχουν, διότι η αντίσταση σε ένα παράνομο καθεστώς δεν υπόκειται σε νόμους που επιβάλλει το ίδιο. Όσοι, επομένως, αντιστάθηκαν σ’ αυτό το καθεστώς μετήλθαν «παράνομα» μέσα διότι υπηρετούσαν μια ανώτερη νομιμότητα που αντιπροσωπεύει η δημοκρατία. Υπό καθεστώς δημοκρατίας δεν νομιμοποιούνται όσοι μετέρχονται αυτά τα μέσα, τα οποία είναι παράνομα – χωρίς εισαγωγικά. Γι’ αυτό και η κατάληψη δεν εκφράζει καμιά έννοια νομιμότητας.

Η ανοχή της κοινής γνώμης στην παραβίαση του νόμου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις καταλήψεις, οφείλεται – εν μέρει, τουλάχιστον – στη θολή αναγνώριση του θεμιτού της χαρακτήρα επί δικτατορικού καθεστώτος. Η δημοκρατία, όμως, δεν ανέχεται να συγχέεται με τη δικτατορία 37 ολόκληρα χρόνια μετά την κατάργηση της τελευταίας. Η ιδέα, επιπλέον, ότι η κατάληψη αποτελεί μια νίκη και ότι μπορεί να αποτελέσει βάση για επιβολή όρων όταν προβάλλεται κάποιο αίτημα είναι όχι μόνο ηθικά απαράδεκτη αλλά, όπως έχει αποδειχθεί, πολιτικά ατελέσφορη, εφόσον δεν εξυπηρετεί  τους διακηρυγμένους σκοπούς των καταληψιών. Μόνο εκείνοι που λεηλατούν αυτούς τους χώρους συμπεριφέρονται λογικά από τη δική τους σκοπιά.

Οι σύγχρονοι αυτοί βασιβουζούκοι ευφραίνονται καταστρέφοντας ότι δεν μπορούν να αρπάξουν. Καταστρέφουν ή βεβηλώνουν με τα ανορθόγραφα ορνιθοσκαλίσματά τους, εθνικά μνημεία. Καταστρέφουν σε πανεπιστημιακούς χώρους βιβλία, εργαστήρια, πίνακες. Το σκάνδαλο δεν βρίσκεται στην ίδια την καταστροφή. Το σκάνδαλο βρίσκεται στο γεγονός ότι η πολιτεία αναλάμβάνει το κόστος του κεφιού των κυρίων αυτών, αντί να το επωμίζονται οι μαμάδες και μπαμπάδες τους. Το ότι το κόστος το αναλαμβάνουμε εμείς, οι φορολογούμενοι, δικαιολογείται, όταν η κατάληψη με τα συνοδευτικά της – καταστροφές και κλοπές- θεωρείται νόμιμη εν ευρεία εννοία.

Αυτό ακριβώς, όμως, συνεπάγεται η ιδέα που έχει εκφρασθεί επανειλημμένως από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, σύμφωνα με την οποία οι καταλήψεις πανεπιστημιακών κτιρίων αποτελούν δημιουργική εμπειρία για τους νέους και ότι είναι καλύτερο η σύγχρονη νεολαία να επιδίδεται στη ρίψη βομβών μολότοφ παρά να κάθεται σε καναπέδες. Αν οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι αυτών των δυνάμεων πιστεύουν ειλικρινά τέτοιο πράγμα, δεν έχουν παρά να προτείνουν να περιληφθεί το κόστος της μύησης στην ευγενή τέχνη των καταλήψεων στον προϋπολογισμό και να ορισθεί αντίστοιχος «κωδικός» από το υπουργείο Οικονομικών[3]. Και θα πρέπει όλες οι πολιτικές δυνάμεις να το δεχθούν, διότι είναι απόλυτα συμβατή με την αρχή της αναγνώρισης της κατάληψης ως νόμιμης εν ευρεία εννοία, από το άγραφο, πλην όμως, καθ’ όλα αποδεκτό κομμάτι του Συντάγματος.


[1] http://www.youtube.com/watch?v=-w6TTl-4lmE.

[2] Αναφέρονται οι χρονολογίες επακριβώς, διότι φαίνεται ότι είναι άγνωστες στους καταληψίες της Πλατείας Συντάγματος με το σύνθημά τους «η Χούντα δεν τελείωσε το 73».  Τελείωσε το 1974

[3] Θα μου αντιταθεί, ίσως, ότι μάλλον θα προβάλλουν αντιρρήσεις τα μέλη της τρόικας. Μα εμείς είμαστε η Ελλάδα που αντιστέκεται στους τροϊκανούς και άλλους εχθρούς του  Έθνους μας. Άλλωστε, για να επαναλάβω τα απλά και σοφά λόγια του κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για τους τροϊκανού: « Με βλάκες και προτεστάντες δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα»  βλ. http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=411305


Εμπρός παλικάρια να βγούμε στους δρόμους!

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Αφού λοιπόν έχουμε κατοχυρώσει ως κοινωνία, πολύ πριν τις απεργίες της ΓΕΝΟΠ και των ταξί, πως όποιος πιστεύει ότι έχει δίκιο μπορεί και να παραβιάζει το νόμο, εκβιάζοντας την εκάστοτε κυβέρνηση και τους συμπολίτες του μέχρι να πετύχει τις διεκδικήσεις του, και εφόσον κι εγώ με τη σειρά μου πιστεύω πως έχω δίκιο ως προς τη διεκδίκηση που θα διατυπώσω παρακάτω, έχω να κάνω μια απλή πρόταση και όσοι πιστοί προσέλθετε.

Η διεκδίκησή μου, ή με άλλα λόγια, το δίκιο μου – εφόσον δημόσια μας σφαίρα ταυτίζουμε τις δύο έννοιες – είναι η εξής απλή: να μην παραβιάζει καμία ομάδα στις διεκδικήσεις και τις κινητοποιήσεις της το νόμο. Ήτοι, όχι κλείσιμο δρόμων, όχι συμβολικές καταλήψεις, όχι σπασίματα μαγαζιών και δημόσιας περιουσίας, όχι σκουπίδια – όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές.

Νομίζω ότι το δίκιο μου αυτό κατ’ αναλογία προς τα όσα επί δεκαετίες συμβαίνουν ανάμεσά μας, μού επιτρέπει να πάρω την παρέα μου να κλείσω δρόμους, να καταλάβω – συμβολικά πάντα – κάποια υπηρεσία και τα τοιαύτα. Εδώ λοιπόν έρχεται η δική σας συμβολή.

Με το που θα κόψουν οι ζέστες, ή ακόμα καλύτερα όταν θα έχουν γυρίσει στην Αθήνα όσοι έφυγαν για διακοπές, έτσι ώστε να ταλαιπωρήσουμε – ευαισθητοποιήσουμε για τον ευγενή μας σκοπό όσο γίνεται περισσότερους συμπολίτες μας, πάμε να πιάσουμε δουλειά! Να τυπώσουμε πανό με συνθήματα του στυλ «κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κλείνει δρόμους» και να κάνουμε ακριβώς αυτό που θα λένε τα πανό μας ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε!

Για ακόμα μεγαλύτερο εφφέ προτείνω να περιορίσουμε αυστηρά τον αριθμό των συμμετεχόντων σε κάθε τέτοιο χάπενινγκ άσκησης του δημοκρατικού μας φρονήματος, ας πούμε στους εκατό. Να τυπώσουμε μπλουζάκια με τους αριθμούς από το 1 ως το 100, να τα φορέσουμε και να σηκώσουμε περήφανα το πανό μας που θα λέει «Είμαστε 100 και κλείνουμε την Πανεπιστήμιου. Business as usual»!

Βεβαίως, μάλλον θα φάμε πολύ ξύλο, και μάλιστα διμέτωπο, τόσο από τους πάντα πρόθυμους αστυνομικούς (όργανα του Νόμου), όσο και από τους κατά συνήθεια διαμαρτυρόμενους – από το διπώλιο δηλαδή του κοινωνικού τσαμπουκά που, αν όλα πάνε καλά, θα νιώσει να απειλείται. Όμως πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο, έστω για να δείξουμε ότι δεν είμαστε τελείως «του καναπέ» αλλά συμμετέχουμε και εμείς στη ζωντανή δημοκρατία του τόπου μας. Εξάλλου, αν τα πράγματα ξεφύγουν, μπορούμε κάλλιστα να ρίξουμε καμιά μολότωφ ή να σπάσουμε μάρμαρα και να τα πετάμε, ή να σπάσουμε κάνα κατάστημα ή κάτι αντίστοιχο τέλος πάντων που θα καταδείξει έμπρακτα την αγωνιστικότητα μας, την απόρριψη του κατεστημένου όπως το αντιλαμβανόμαστε και το βιωμένο δίκιο που μας πνίγει, πέρα από τα χημικά που θα φάμε. Στο κάτω-κάτω και να μας συλλάβουν, θα απαιτήσουμε να μας απελευθερώσουν – θα είμαστε πλέον κοινωνικοί αγωνιστές! Και τι στο καλό, όλο και κάποια πολιτική δύναμη θα σπεύσει προς υπεράσπισή μας.

Αν λοιπόν κι εσείς αισθάνεστε προσβεβλημένοι που μετά από κινητοποιήσεις όπως αυτή των ταξί όλοι μιλούν για την ταλαιπωρία που υφίστανται οι τουρίστες και κανείς γι’ αυτή που τραβάμε εμείς οι πολίτες αυτού του τόπου, ελάτε να οργανωθούμε! Με μπλογκ και επιχειρήματα, με νόμους και άλλα νεκρά γράμματα, άκρη δεν βγαίνει. Φάπες λοιπόν! Να φάμε – ήδη τρώμε καθημερινά – αλλά, βρε αδερφέ, να ρίξουμε και καμία!