Η Πολιτική Χωρίς Αυταπάτες
Δημοσιεύθηκε: 15/01/2013 Filed under: Uncategorized ΣχολιάστεΓιώργος Αρχόντας
James M. Buchanan (1919 -2013).
Η είδηση του πρόσφατου θανάτου του James Buchanan (βραβείο Νόμπελ Οικονομικών 1986) είναι μάλλον βέβαιο πως θα περάσει σχετικά απαρατήρητη στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, το έργο του είναι ποιοτικά, αλλά και ποσοτικά τεράστιο[1]. Άλλωστε, το έργο του εκλιπόντος, το οποίο εντάσσεται στα πεδία της Θεωρίας της Δημόσιας Επιλογής, των Δημόσιων Οικονομικών και των Συνταγματικών Οικονομικών (πεδίο που ουσιαστικά ο ίδιος εγκαινίασε), παραμένει σε ό,τι αφορά τη χώρα μας ουσιαστικά ανεξερεύνητο, όχι μόνο για το ευρύ κοινό, αλλά εν πολλοίς ακόμη και μεταξύ των Ελλήνων οικονομολόγων και εν γένει κοινωνικών επιστημόνων Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μελέτη του μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά τόσο στην εξήγηση εξαιρετικά σημαντικών πτυχών της ελληνικής παθογένειας που εντέλει οδήγησαν στην παρούσα κρίση, όσο και να προειδοποιήσει έναντι διαχρονικά δημοφιλών, αλλά και διαχρονικά επικίνδυνων, πολιτικών προτάσεων[2]..
Ο Buchanan, μαζί με τον συχνό του συνεργάτη Gordon Tullock, συνέβαλε όσο λίγοι στην απομάγευση της πολιτικής μέσα από την ρεαλιστική οριοθέτηση των πραγματικών της δυνατοτήτων και τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων για την υλοποίησή τους. Σε όσους, οικονομολόγους και μη, πρότειναν κατά καιρούς «εύκολες και απλές λύσεις» για τη διόρθωση των εν κοινωνία δεινών από την πολιτική, ο Buchanan τόνιζε ότι οι προτάσεις πολιτικής δεν μπορεί να γίνονται ως εάν να απευθύνονταν σε έναν πανάγαθο, πεφωτισμένο ηγεμόνα. Αντιθέτως, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τη δομή των θεσμών, των ατομικών συμφερόντων και των κινήτρων, εντός της οποίας λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις.
Τα άτομα κατά τον Buchanan επιλέγουν μεταξύ εναλλακτικών, τόσο στο πεδίο της οικονομίας, όσο και στο πεδίο της πολιτικής· και επιδιώκουν και στα δύο αυτά πεδία να προσποριστούν αγαθά, υλικά ή άυλα, στα οποία αποδίδουν αξία. Το ότι οι επιμέρους ατομικές δράσεις μπορούν να συντονιστούν αρμονικά μεταξύ τους δεν είναι αυτονόητο ούτε στην οικονομία, ούτε στην πολιτική. Εξαρτάται από το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο, που προσδιορίζει το εύρος, αλλά και τα μέσα των θεμιτών διεκδικήσεων.
Απέναντι στην κεϋνσιανή υπεραισιοδοξία, που ευαγγελίζεται ότι οι κρατικές δαπάνες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την τόνωση της κατανάλωσης είναι η λύση στις εκάστοτε οικονομικές υφέσεις, ο Buchanan, όπως και οι διανοητικά συγγενείς του εκπρόσωποι της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής, υπήρξε εξαιρετικά επιφυλακτικός και έντονα κριτικός. Οι προειδοποιήσεις του εμπειρικά επιβεβαιώθηκαν: οι δομές που δημιουργούνται από τα κεϋνσιανά προγράμματα, τόσο στην πλευρά της διαχείρισης των κρατικών πόρων, όσο και στην πλευρά της απορρόφησής τους, διεκδικούν και εντέλει πετυχαίνουν την διαρκή τους γιγάντωση, δημιουργώντας φαύλους κύκλους που οδηγούν σε κρίσεις και υφέσεις. Ακόμη χειρότερα, επιβεβαιώθηκε η προειδοποίησή του ότι, χωρίς ένα κατάλληλο περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο, οι γενιές του σήμερα θα διεκδικήσουν και θα πετύχουν τον προσπορισμό αγαθών εις βάρος των μελλοντικών γενεών, με πολιτικές χρηματοδότησης των δαπανών μέσω του ελλείμματος[3].
Η ανάλυση του Buchanan δεν προϋποθέτει υποκείμενα δράσης αγαθά ή φαύλα, αλλά απλώς ανθρώπους που επιδιώκουν τις ατομικές στους στοχεύσεις στο πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμικών περιορισμών. Ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει διαφθορά, η λογική της κατάστασης μπορεί να οδηγήσει σε χιονοστιβάδες που δύσκολα ανακόπτονται. Οι πολιτικοί επιδιώκουν την εκλογή ή την επανεκλογή τους. Οι φορείς της διοίκησης διεκδικούν την διαρκή αύξηση των προϋπολογισμών των τομέων δράσης για τους οποίους είναι υπεύθυνοι – και άρα της σημασίας των ίδιων. Οι ευνοούμενοι από τις κρατικές παροχές ζητούν τη συνέχιση και τη διαρκή τους αύξηση, αίτημα στο οποίο ενώνουν τη φωνή τους και όσοι δεν ευνοούνται στην εκάστοτε συγκεκριμένη στιγμή, αλλά το επιθυμούν. Όταν αυτοί οι πόλοι βρουν διαδρόμους επικοινωνίας – και η διαπραγμάτευση της ψήφου είναι ο απλούστερος απ’ αυτούς – ο καταστροφικός δρόμος της προσοδοθηρίας έχει ήδη ανοιχτεί[4].
Ο Buchanan δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει ότι οι πολιτικές προτάσεις πρέπει να έπονται της κατανόησης των σχέσεων μεταξύ του ατόμου και του κράτους· ότι το πλαίσιο λήψης των πολιτικών αποφάσεων και εφαρμογής των πολιτικών είναι πολύ σημαντικότερο από τις ίδιες τις επιμέρους προτάσεις. Σ’ αυτό το πεδίο, το συνταγματικό με την ευρεία έννοια, είναι που πρέπει να επικεντρώνονται οι προτάσεις μεταρρύθμισης που αποσκοπούν στο να καταστήσουν συμβατά μεταξύ τους τα σχέδια των ατόμων που απαρτίζουν μια κοινωνία[5]. Η σχέση των παραγράφων που προηγήθηκαν με την ελληνική πραγματικότητα είναι μάλλον προφανής.
Με μόλις ένα βιβλίο του Buchanan μεταφρασμένο στα ελληνικά[6], είναι μάλλον άτοπη η ευχή να γίνει ο θάνατός του η αφορμή ενός ευρέος και παραγωγικού διαλόγου για το έργο του. Όμως, δεδομένου του πόσο πιεστικά αναγκαίο είναι να ενσωματωθούν τα πορίσματά του στο μεταρρυθμιστικό αίτημα για την Ελλάδα μετά την κρίση, πρόκειται για μια ευχή που αξίζει να συμβάλει κανείς για την πραγματοποίησή της.
[1] Το συνολικό έργο του μεγάλου οικονομολόγου έκδόθηκε σε 19 τόμους, σε επιμέλεια των συνεργατών του Geoffrey Brennan, Hartmut Kliemt Robert D. Tollison (1999) The Collected Works of James M. Buchanan. Indianapolis: Liberty Fund.
[2] Βλ. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του James Buchanan είναι προσβάσιμο εδώ: http://www.econlib.org/library/Buchanan/buchCContents.html
[3]Βλ.. James M. Buchanan & Richard E. Wagner (1977) Democracy in Deficit. The Political Legacy of Lord Keynes. San Diego, Ca. : Academic Press.
[4]Η προσοδοθηρία μπορεί να οριστεί ως η χρήση πόρων με σκοπό την χωρίς ανταπόδοση μεταβίβαση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από ορισμένα πρόσωπα προς τον προσοδοθήρα, με βάση κάποια απόφαση, η οποία προέρχεται από μια ακολουθούμενη πολιτική. Ο όρος «προσοδοθηρία» (rent seeking) πρωτοχρησιμοποιήθηκε από την Anne Krueger, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από τον Gordon Tullock Βλ. A.O. Krueger (1974) ‘The Political Economy of the Rent-Seeking Society’. Στο American Economic Review, 64, σ. 291- 303 και Gordon Tullock (1993) Rent Seeking. Cambridge: Edward Elgar. O James Buchanan έχει κάνει μια σημαντική ανάλυση της της έννοιας της προσοδοθηρίας σε αντιδιαστολή προς εκείνη του κέρδους. Βλ. James Μ. Buchanan (1980) ‘Rent Seeking and Profit Seeking’ . James Μ. Buchanan, Robert D. Tollison, and Gordon Tullock (Eds) Toward a Theory of the Rent-Seeking Society. College Station: A&M University Press, pp. 3-15.
[5] James M. Buchanan & Gordon Tullock (1962, 1996) The Calculus of Consent: Logical Foundations of Constitutional Democracy. Ann Arbor: University of Michigan Press.
[6] Το έργο των James Buchanan και Gordon Tullock The Calculus of Consent: Logical Foundations of Constitutional Democracy (1958), κυκλοφορεί στα ελληνικά ως Ο λογισμός της συναίνεσης: Τα λογικά θεμέλια της συνταγματικής δημοκρατίας, σε μετάφραση του Ιορδάνη Παπαδόπουλου και επιμέλεια της σειράς Ηλία Κατσούλη από τις εκδόσεις Παπαζήση (Αθήνα, 1999).
Ευνοιοκρατία: τι είναι και πως λειτουργεί
Δημοσιεύθηκε: 12/12/2012 Filed under: Uncategorized | Tags: ρουσφέτι, ΟΟΣΑ, ευνοιοκρατία ΣχολιάστεΔ. Δημητράκος
Ευνοιοκρατία, όπως ο καθένας ξέρει, είναι η μεροληπτική προτίμηση των «ημετέρων» από μια κυβέρνηση, η ρουσφετολογική /αναξιοκρατική απονομή δημόσιας θέσης. Αλλά στο παρελθόν αυτή η πρακτική ήταν οριακή. Ο εκάστοτε υπουργός ή πρωθυπουργός είχε ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας να τοποθετήσει μερικά από «τα δικά μας παιδιά» και να προωθήσει ορισμένους έμπιστους δικούς του ανθρώπους σε θέσεις κλειδιά. Και πρέπει να παραδεχθούμε ότι αυτό ήταν και είναι αναπόφευκτο στην πολιτική. Η ευνοιοκρατία, όμως, γίνεται σύστημα εξουσίας όταν (i) ο αριθμός των ευνοιοκρατικώς διοριζομένων ξεπερνά μια κρίσιμη μάζα (ii) η απόκτηση πολιτικής εύνοιας είναι απαράβατος όρος για να πετύχει κανείς ό,τιδήποτε και (iii) όταν το πολιτικό σύστημα θεσμικά προβλέπει θεσμικά παρασιτικές θέσεις και υπηρεσίες για να εξασφαλίζονται ευνοιοκρατικές ανάγκες.
Φτάνουμε, δηλαδή, στο σημείο, όχι μόνο να δημιουργούνται ad hoc θέσεις και υπηρεσίες για να βολεύονται «ημέτεροι», αλλά και να προβλέπονται θεσμικά, διότι χωρίς αυτές δεν μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα. Θυμάμαι ότι σε κουβέντα που είχα προ πολλών ετών με γνωστό μου που μόλις είχε αναλάβει το Υπουργείο Παιδείας, μου είχε πει ότι πρώτο μέλημά του ήταν να «γεμίσει» τις 40 (ή 50, δεν θυμάμαι καλά) θέσεις που του έδιναν : συμβούλους, γραμματείς, κλητήρες και άλλους παρατρεχάμενους, εκπροσώπους σε διεθνή ή ευρωπαϊκά όργανα κλπ. Τα πόστα αυτά είναι κατά το πλείστον, παρασιτικά, φυσικά. Έπρεπε να πληρωθούν, αλλιώς θα τα «έχανε»!
Υπό καθεστώς ευνοιοκρατίας, η πλήρωση των θέσεων δεν γίνεται με αφετηρία την ανάγκη εξεύρεσης κατάλληλου προσώπου για μια ορισμένη υπηρεσία, αλλά την επιλογή πόστου για πρόσωπο που είναι στη λίστα, στη νομενκλατούρα. Και φυσικά, υπάρχουν και ορισμένα υψηλά «πόστα-ψυγεία»: κάποια υψηλά αμειβόμενη θέση, κατά προτίμηση στο εξωτερικό, όπου ο ευνοούμενος μπορεί να πάει για ένα διάστημα, που την δέχεται ως consolationprize από τη στιγμή που δεν υπουργοποιείται, αλλά δεν εκδιώκεται. Μπορεί να γίνει ευρωβουλευτής ή πρέσβης «εκ προσωπικοτήτων», όπως κάποτε είχε στείλει ο Α. Γ. Παπανδρέου στη …Βενεζουέλα κάποιο «δικό του» που τα είχε κάνει θάλασσα ως πρέσβης στις Βρυξέλλες. Τάχα οι ανάγκες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απαιτούσαν «ειδικούς χειρισμούς» στη Βενεζουέλα την εποχή εκείνη, που μόνο κάποιος έμπιστος του πρωθυπουργού μπορούσε να χειριστεί. Αυτή η θέση είχε καλυφθεί ειδικά γι αυτήν την περίπτωση το 1984, όπως και η θέση του πρέσβη στο Λονδίνο την ίδια εποχή, από πρόσωπο κοντά στον Α.Γ.Π. και ξένο προς τη διπλωματική υπηρεσία. Το ίδιο συνέβη – και συμβαίνει κάθε τόσο με τη θέση πρέσβη στην Unesco. Χώρια από το γεγονός ότι δεν παρίσταται ανάγκη να υπάρχει πολυπληθής αντιπροσωπεία της Ελλάδας εκεί, και μάλιστα θέση πρέσβη, (με πανάκριβη κατοικία στη διάθεσή του), η αποστολή αυτή πολύ σπάνια καλύπτεται από πρόσωπο που προέρχεται από το διπλωματικό σώμα. Συνηθέστατα δίδεται ευνοιοκρατικά σε πρόσωπο που δεν μπόρεσε το κυβερνών κόμμα να βολέψει αλλού. Του παρέχεται, έτσι, μια υψηλά αμειβόμενη αργομισθία στο Παρίσι – μέρος στο οποίο περνάει καλύτερα από ότι θα περνούσε ως νομάρχης Κιλκίς.
Αυτές οι θέσεις καταλαμβάνονται με ευνοιοκρατική παρέμβαση, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να καλύπτονται από τις υπηρεσίες που θεσμικά προβλέπονται, από το Υπουργείο Εξωτερικών, κατά κύριο λόγο. Υπάρχουν και άλλες που έχουν δημιουργηθεί επί τούτω, ως «θέσεις ψυγεία», που δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης, παρά μόνο το βόλεμα των εκάστοτε «ημετέρων».
Μία από αυτές είναι η μόνιμη Ελληνική αντιπροσωπεία στον ΟΟΣΑ (Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), στο Παρίσι, βέβαια. Στη θέση αυτή τοποθετείται πάντα μέλος της νομενκλατούρας που δεν μπορεί να πάρει (ή του έχει αφαιρεθεί) η θέση του/της υπουργού και πρέπει να του/της δώσουν «κάτι». Η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρή χώρα και ο ΟΟΣΑ είναι οργανισμός πλουσίων χωρών που δεν έχει ρυθμιστικό ρόλο, αλλά μάλλον βοηθητικό στο επίπεδο πληροφόρησης και συνεννόησης μεταξύ των 34 μελών του. Δηλαδή, η σχέση οφέλους/κόστους διατήρησης μιας πολυδάπανης αντιπροσωπίας εκεί, όπου η επιρροή της Ελλάδας είναι ελάχιστη έως μηδενική, θα έπρεπε προ πολλού να είχε πείσει τους διαμορφωτές οικονομικής πολιτικής να είχε κλείσει αυτό το μαγαζί. Βεβαίως, μια τέτοια απόφαση θα προσέκρουε σε μια γενικότερη τάση μεγαλομανίας που αποπνέει η Ελληνική παρουσία στο εξωτερικό: η ιδέα ότι κάθε ακριβοπληρωμένη θέση και υπηρεσία στο εξωτερικό επιτελεί σπουδαίο έργο, από το οποίο η Ελλάδα αποκομίζει υποτιθέμενα μεγάλα οφέλη, στο πλαίσιο μιας “politiquedegrandeur” που εγκαινίασε ο Charles De Gaulle στην προ πεντηκονταετίας Γαλλία… Κυρίως, όμως, η απόφαση κατάργησης ή, έστω, περιορισμού, τέτοιων θέσεων και υπηρεσιών, βρίσκει εμπόδιο στο δομικό ρόλο που παίζει στη λειτουργία του παράλογου και παρακμιακού πολιτικού συστήματος που τις δημιουργεί και τις διατηρεί. Είναι το σύστημα που στηρίζεται στην εύνοια, παράγει και αναπαράγει την ευνοιοκρατία και κοντά σ’ αυτήν, την αδιαφάνεια και τη διαφθορά.
Λαϊκισμός και Τεχνοκράτες
Δημοσιεύθηκε: 03/12/2012 Filed under: Uncategorized | Tags: Greece, στουρνάρας, τεχνοκράτης, λαϊκισμος, populism 1 σχόλιοΔ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν ενθουσιασθεί με τον Γιάννη Στουρνάρα και έχουν δημιουργήσει και σελίδα στο Facebook υπέρ του για να γίνει μόνιμος Υπουργός Οικονομικών. Θυμίζω ότι ανάλογα είχαν λεχθεί και για τον Λουκά Παπαδήμο όταν ήταν Πρωθυπουργός. Δεν αρνούμαι ότι και οι δύο χειρίστηκαν επιτυχώς ορισμένα θέματα. Αλλά υπάρχει πάντα παρ’ ημίν η αναζήτηση «σωτήρα».
Πολύ παλιά, θυμίζω στους παλιότερους, το ζήσαμε αυτό με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν αναφέρομαι στο λαϊκισμό που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, αλλά στην ανάγκη που αισθάνονται, ακόμα και άνθρωποι άνω του μέσου όρου εκπαίδευσης, να θεωρήσουν ότι η λύση στα συγκεκριμένα τους προβλήματα εκφράζεται ανθρωπομορφικά με μια προσωπικότητα.
Ο παραλογισμός αυτός γίνεται ανάγλυφος όταν συνδέεται με τεχνοκράτες, και όχι με λαϊκιστές. Ο τεχνοκράτης, όμως, τι κάνει; Εφαρμόζει αρχές και προγράμματα που βασίζονται στην πείρα του, στις ειδικές γνώσεις του και στον κοινό νου, χωρίς (σχεδόν) να κάνει πολιτικούς υπολογισμούς (ρουσφέτια, λήψη υπόψη του πολιτικού κόστους, υποχώρηση σε πιέσεις κλπ.). Δεν είναι θαυματοποιός. Δεν είναι ο αποθεωμένος ήρωας του λαϊκισμού.
Αλλά εμείς, συνηθισμένοι στην ανθρωπομορφική προβολή των προσδοκιών και των φαντασιώσεων μας, ερχόμαστε κάθε τόσο να ζητήσουμε από κάποιο σπουδαίο άνδρα που να είναι «τα πάντα πληρών». Δεν γίνεται αντιληπτό ότι η επιτυχία μέτρων που εφαρμόζει ο τεχνοκράτης οφείλεται μόνο στην απουσία (ή μάλλον στη μερική αποδυνάμωση) των πιέσεων εκ μέρους πολιτικών τους οποίους εμείς τοποθετήσαμε εκεί, ακριβώς για να κάνουν αυτό: να πιέζουν, και ενδεχομένως να επιβάλλουν πολιτικές που θα ευνοήσουν ορισμένους εις βάρος άλλων. Οι λύσεις που δίνει είναι συχνά «αβγά του Κολόμβου» και όχι μεγαλοφυή δημιουργήματα. Ο δικός μας εθισμός σε καταστρεπτικές πολιτικές μας ωθεί να τις βλέπουμε ωσάν να είναι θαύματα.
Η Δέσμευση στην Πολιτική
Δημοσιεύθηκε: 01/11/2012 Filed under: Uncategorized ΣχολιάστεΔ. Δημητράκος
Όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια ακούμε από πολιτικούς σε ιθύνουσες θέσεις να διακηρύσσουν με στόμφο ότι «δεσμεύονται» να επιτύχουν κάτι. Τις περισσότερες φορές η δήλωση αυτή απλώς δεν τηρείται και αποδεικνύεται μια αρλούμπα με περικεφαλαία. Πέρα, όμως, από την εμπειρία μας, ας εξετάσουμε την ίδια την έννοια της πολιτικής δέσμευσης, κυρίως όσον αφορά προγραμματικές εξαγγελίες.
Η έννοια της δέσμευσης
Τι σημαίνει ότι «δεσμεύεται» ένας πολιτικός ή ένα πολιτικό κόμμα; Ένα συνηθισμένο άτομο, δεσμεύεται με κάποιο συμβόλαιο που υπογράφει. Δεσμεύομαι με μια υπόσχεση, αν επέχει θέση υποχρέωσης. Αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τις πολιτικές υποσχέσεις – που συνηθέστατα περιγράφονται από τους πολιτικούς αρχηγούς ως «προσωπικές».
Αλλά οι δεσμεύσεις των πολιτικών δεν έχουν την αναγκαστική ισχύ ενός συμβολαίου. Και το συμβόλαιο διαφέρει από μια απλή υπόσχεση . Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται αμοιβαία και η δικαιοσύνη επιβάλλει την τήρησή τους. Το ίδιο δεν ισχύει για μια απλή υπόσχεση. Αυτή δίδεται μονομερώς και δηλώνει μια πρόθεση και συγχρόνως πρόβλεψη Μια υπόσχεση που δίνει κάποιος είναι μονομερής και δηλώνει μια πρόθεση και συγχρόνως μια πρόβλεψη ότι θα πραγματοποιηθεί, επειδή η τήρησή της εξαρτάται από τον ίδιο. (Το ίδιο, ισχύει, συμμετρικά, και με μια απειλή). Η μη τήρησή της μπορεί να έχει συνέπειες, βέβαια. Αυτός που δεν τηρεί το λόγο του γίνεται ευρύτερα γνωστός ως αφερέγγυος και υφίσταται απώλειες από το κεφάλαιο εμπιστοσύνης που διαθέτει. Συνήθως, όμως, ο υποσχόμενος έχει τη δυνατότητα να αποδεσμευθεί ανωδύνως από την υποχρέωση να τηρήσει τα υπεσχημένα, επικαλούμενος κάποιο σοβαρό λόγο. Από τη στιγμή που η υπόσχεση δίνεται μονομερώς, αυτός στον οποίο δίδεται η υπόσχεση δεν είναι κάτοχος κάποιου πράγματος που το στερείται αν δεν υλοποιηθεί η υπόσχεση.
Συμβόλαιο, υπόσχεση και πολιτική «δέσμευση»
Το αντίθετο συμβαίνει με την υπογραφή ενός συμβολαίου – ή με την προφορική συμφωνία που έχει την ίδια δεσμευτική αξία, αν θεωρείται ότι επέχει θέση γραπτού συμβολαίου. Εκεί οι δύο συμβαλλόμενοι δεσμεύονται αμοιβαία, δηλαδή, ανταλλάσσουν μέρος της ελευθερίας που έχει ο καθένας με σκοπό το αμοιβαίο όφελος, οπότε οπωσδήποτε ο ένας χάνει αν ο άλλος δεν τηρήσει τα υπεσχημένα. Η τήρηση των όρων της συμφωνίας από τον Α και η αθέτησή τους από τον Β συνεπάγεται όφελος για το δεύτερο εις βάρος του πρώτου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας προϋποθέτει την ύπαρξη μηχανισμών ελέγχου και ενδεχομένως επιβολής κυρώσεων. Και δεν είναι ανάγκη να «φταίει» κάποιος για να υποστεί αυτές τις κυρώσεις, από τη στιγμή που δεν έχουν τηρηθεί οι όροι μιας συμφωνίας. Οι κυρώσεις αυτές αποτελούν μέρος του «κόστους» της μη τήρησης των όρων αυτών. Ο μη συμμορφούμενος σ’ αυτούς αναλαμβάνει εν γνώσει του το «κόστος» αυτό, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί ότι υπήρχε δόλος στη μη τήρηση της συμφωνίας και χωρίς να απαλλάσσεται αν αποδειχθεί το αντίθετο.
Η αθέτηση μιας υπόσχεσης έχει επίσης κόστος, αλλά αυτό είναι έμμεσο και σχετίζεται με τη φερεγγυότητα και το καλό όνομα του υποσχόμενου. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον πολιτικό. Στην πολιτική το απρόβλεπτο είναι καθοριστικής σημασίας και μπορεί πάντα να το επικαλεσθεί ένας πολιτικός όταν δεν μπορεί να φέρει εις πέρας τις υποσχέσεις του. Το απρόβλεπτο είναι συνυφασμένο με την πολιτική δραστηριότητα, πέρα από τις προγραμματικές εξαγγελίες, ακόμα και όταν ορίζονται ως δεσμεύσεις. Και γι αυτό, αυτός που υπόσχεται στην πολιτική, ριψοκινδυνεύει να μην μπορέσει να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, πράγμα που μπορεί να του στοιχήσει ακριβά σε ψήφους. Γι αυτό και σε πολιτικά ώριμες δημοκρατίες, ο πολιτικός αρκείται σε προβλέψεις και πιο σπάνια αποτολμά να δεσμευθεί.
Η «δέσμευση» πολιτικών στην Ελλάδα
Σε μια πολιτική κουλτούρα σαν τη δική μας, ο πολιτικός αρκετά εύκολα εγγυάται, δεσμεύεται ή και ορκίζεται. Υπό αυτές τις συνθήκες το κόστος αθέτησης των πολιτικών υποσχέσεων είναι μηδενικό, εφόσον οι πολίτες εύκολα ξεχνούν, αλλά κυρίως ιδίως διότι η μη τήρηση του λόγου, η μη πραγματοποιούμενη απειλή, η ρητορική μπλόφα είναι βαθύτατα εγγεγραμμένη στα ήθη μας. Η «υπόσχεση» είναι κάποια φράση που περιέχει τη λέξη αυτή ως πρόσθετη διαβεβαίωση. Ο ρόλος της είναι να ενισχύσει τη σιγουριά που πρέπει να έχει κανείς γι αυτά που λέει ο «υποσχόμενος». Δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα. Δεν δίδεται με πρόθεση εξαπάτησης, αλλά μέσα στο γενικότερο πλαίσιο διανοητικής και ηθικής ελαφρότητας που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στη χώρα μας μια «πολιτική δέσμευση» δεν λειτουργεί ποτέ σχεδόν όπως μια πραγματική δέσμευση, αλλά μάλλον ως δήλωση προθέσεων με ρητορική έμφαση. Η σημασία της είναι ανάλογη με αυτήν που οφείλει να δώσει κανείς σε ερωτικές υποσχέσεις, αν δεν μαγεύεται από αυτές.
Αυτά, ως προς την κουλτούρα μας, η οποία διαμορφώνει αντίστοιχο ορίζοντα προσδοκιών. Ο ψηφοφόρος πράγματι παρασύρεται συχνά από ένα πλέγμα εντυπώσεων, μέσα στο οποίο οι υποσχέσεις παίζουν σημαντικό ρόλο. Όταν επικρατεί αυτός ο λαϊκισμός, ισχναίνει η υποχρέωση λογοδοσίας που έχει ένα πολιτικό κόμμα στους ψηφοφόρους. Η πειστικότητα που μπορεί να έχει ένα κόμμα στην Ελλάδα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ιδεολογικό προφίλ που μπορεί να σχηματίσει και να μεταδώσει, τη γενικότερη εικόνα που παρουσιάζει, τα σύμβολα και τα επικοινωνιακά τρικ,ακόμα και τις φαντασιακές προβολές που προκαλεί σε πλήθος ανθρώπων. Πολύ λίγο μετράει η τεκμηρίωση, η επιχειρηματολογία, ο υπολογισμός του κόστους των εξαγγελιών. Για αντίστοιχους λόγους, η αποτυχία που αυταπόδεικτα συνάγεται από τη μη εκπλήρωση προγραμματικών στόχων δεν κρίνεται από τους ψηφοφόρους με την ίδια αυστηρότητα που απαντάται σε ώριμες δημοκρατίες όπως είναι π.χ. η Βρετανία. Γι αυτό οι προγραμματικές δεσμεύσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή συμβάλλουν κυρίως στη διαμόρφωση του προφίλ ενός κόμματος ή μιας πολιτικής προσωπικότητας και έτσι κρίνονται τελικά από την κοινή γνώμη.
Θα μπορούσε αυτό να αλλάξει; Ίσως, αλλά μόνο με μια μείζονος σημασίας μεταβολή στα πολιτικά μας ήθη, που θα περιλαμβάνει το και τις αρχές που διέπουν το Σύνταγμα και τη λειτουργία των θεσμών. Όσο αυτά δεν έχουν μια αρχική συμβολαιοκρατική βάση, που να ριζώσει και στα ήθη μας, η πολιτική θα είναι πελατειακή και θα έχει ως κυρίαρχο στοιχείο το λαϊκισμό πλαισιωμένο με ωραιόλογες υποσχέσεις, παρουσιασμένες ως «δεσμεύσεις» : πολιτικά ερωτόλογα που πείθουν τους αφελείς και κλείνουν το μάτι στους πελάτες-προσοδοθήρες – αυτούς που γυρεύουν να ωφεληθούν εις βάρος των άλλων.
Προσοδοθηρία Και Φόροι Υπέρ Τρίτων
Δημοσιεύθηκε: 25/10/2012 Filed under: Uncategorized | Tags: προσοδοθηρία, φόροι υπέρ τρίτων, θεωρία παιγνίων ΣχολιάστεΔ.Δημητράκος
Ελάχιστοι στη χώρα μας αντιλαμβάνονται ότι φόροι υπέρ τρίτων είναι καθαρή περίπτωση επαίσχυντης προσοδοθηρίας – getting something for nothing, δηλαδή παρασιτισμού. Είναι η απόκτηση πόρων από τη στιγμή που πληρώνει κάποιος άλλος. Κι αυτός πληρώνει υποχρεωτικά επειδή η εξουσία έτσι αποφασίζει. Η κοινωνική ομάδα – το οργανωμένο συμφέρον, συντεχνιακό, επιχειρηματικό, τοπικό κλπ– που έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα πολιτικής πίεσης κατορθώνει να επιβάλλει κάποια μορφή «χαριστικού» επιδόματος, χαρτοσήμου, κλπ. που χρεώνεται ο «τρίτος» – δηλαδή, οι «άλλοι» , δηλαδή, εμείς δικέ μου, έτσι;
Το ότι το μέτρο αυτό είναι άδικο και αντιπαραγωγικό, το βλέπει ο καθένας. Όπως ο καθένας επίσης αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί βολικό μέτρο για την πελατεία του κάθε κόμματος. Υπάρχει, όμως, και άλλος λόγος που κάνει την προσοδοθηρία, και ιδιαίτερα όταν παίρνει τη μορφή τους φόρου υπέρ τρίτων, ιδιαίτερα αντιπαραγωγική. Ο λόγος αυτός συνίσταται στο τεράστιο κόστος συναλλαγών που συνεπάγεται. Θεωρητικά μια μεταβίβαση πληρωμών από τον Α στον Β δεν μειώνει τη συνολική αξία του ποσού. Λάθος! Η σκέψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη την τεράστια γραφειοκρατική σπατάλη για να πραγματοποιηθούν οι εισπράξεις φόρων υπέρ τρίτων. Η μεταβίβαση πληρωμών θα έπρεπε θεωρητικά να κατέληγε σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: όσα χάνει ο Α τα παίρνει ο Β. Αλλά καταλήγει σε παίγνιο αρνητικού αθροίσματος : για να κερδίσει ο Α μια αξία Ξ, ο Β πρέπει να χάσει Ξ++.
Στην ΕΕ αυτό είναι γνωστό από καιρό. Και υπάρχει νομοθεσία και σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που καταδίκαζε την Ελλάδα γι αυτό, ήδη από το 2002. Το ΒΗΜΑ το είχε αποκαλύψει σε εκτενές άρθρο του τότε, υπογεγραμμένο από τον Ι.Κ.Σιωμόπουλο.
Η εφημερίδα είχε πλήρη κατάλογο κατά υπουργείο όλων των φόρων υπέρ τρίτων – δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες – που έπρεπε να καταργηθούν, σύμφωνα με την απόφαση. Δεν έγινε τίποτε. Η Ελλάδα μπορούσε να αγνοεί τέτοιες αποφάσεις για τον εξής απλό λόγο. Το πρόστιμο που εκαλείτο να πληρώσει παίρνει τη μορφή αφαίρεσης ποσού από τα πακέτα στήριξης. Δεν βγαίνει από τις τσέπες των υπουργών που αρνούνται να τις εφαρμόσουν. Οπότε, ο πολιτικός κάνει τον εξής λογαριασμό: «Αν δεν την εφαρμόσω, πολιτικό κόστος μηδενικό, οικονομικό κόστος – για μένα μηδενικό, για τους «άλλους» – ούτε που θα το καταλάβουν. Αν, πάλι την εφαρμόσω, οικονομικό κόστος για την Ελλάδα μηδενικό –καλά, τώρα – πολιτικό κόστος για μένα, τεράστιο, διότι οι ομάδες που ωφελούνται θα μας μαυρίσουν». Τόσο απλά. Μα, θα μου πείτε, με τα χρόνια, δεν συσσωρεύεται το χρέος, η ζημία από την αντιπαραγωγική προσοδοθηρία; Η απάντηση είναι ότι ασφαλώς και γίνεται αυτό. Αλλά αυτό θα γινόταν ΑΡΓΟΤΕΡΑ. Άλλοι θα κληθούν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.
Το ΑΡΓΟΤΕΡΑ ήρθε. Η τρόικα δεν ζητά τίποτε περισσότερο από αυτό που έπρεπε να κάνει η Ελλάδα ήδη πριν δέκα χρόνια και περισσότερα ακόμη, προς το δικό της συμφέρον και δεν το έκανε, όχι διότι ο «λαός» της δεν το ήθελε, αλλά διότι ορισμένα οργανωμένα συμφέροντα, στο όνομα του «λαού» απέσπασαν προνόμια τα οποία δεν θέλουν να χάσουν. Αξίζει να διαβαστεί το σχετικό ρεπορτάζ του Ντίνου Σιωμόπουλου – που ακολουθεί θεματολογικά και επαγγελματικά τα ίχνη του Ι.Κ. Σιωμόπουλου
Όσο δεν γίνεται αντιληπτή η πολύ απλή αυτή αλήθεια, ότι η προσοδοθηρία – και η αποκρουστικότατη έκφρασή της που είναι οι φόροι υπέρ τρίτων – ΣΚΟΤΩΝΕΙ την οικονομία και την κοινωνία, τόσο θα τα ρίχνει η αδαής κοινή γνώμη στην τρόικα, στο «Δ΄ Ράιχ» και σε δεν ξέρω ποιες «σκοτεινές δυνάμεις» που απεργάζονται το κακό μας.
