Η γλώσσα ως δημόσιο αγαθό

Η γλώσσα είναι ένα δημόσιο αγαθό – μάλιστα το κατ΄εξοχήν δημόσιο αγαθό, εφόσον αποτελεί το κύριο επικοινωνιακό εργαλείο μιας κοινωνίας, ενώ συγχρόνως λειτουργεί και ως ιστός της ενότητάς της. Υπάρχουν και άλλα δημόσια αγαθά, όπως είναι το καθαρό περιβάλλον, το νομικό σύστημα, η πολιτιστική κληρονομιά ή η ασφάλεια μιας χώρας. Δημόσιο λογίζεται ένα αγαθό η χρήση του οποίου από κάποιον δεν συνεπάγεται την ανάγκη αποκλεισμού άλλων – όπως γίνεται στην περίπτωση ιδιωτικών αγαθών.

Το σημαντικό με τα δημόσια αγαθά είναι ότι η προστασία τους είναι δημόσια υπόθεση. Δεν αφήνεται ένα δημόσιο αγαθό στο έλεος του ατομικού κεφιού και της προσωπικής προτίμησης του καθενός. Η πολιτεία, μάλιστα, προστατεύει με αρκετό ζήλο τη δημόσια περιουσία[1], είτε πρόκειται περί χρήματος, είτε περί ακινήτων, είτε περί τηλεοπτικών συχνοτήτων. Δεν υπερασπίζεται με τον ίδιο ζήλο τα δημόσια αγαθά, διότι ο χαρακτήρας τους ως δημόσια κτήση έχει πιο αφηρημένο χαρακτήρα. Στο πεδίο αυτό, το κράτος αρκείται στην επιβολή ορισμένων απαγορεύσεων, χωρίς να αντανακλά η νομοθεσία ή να συνειδητοποιεί η πολιτική τάξη την ύπαρξη δημόσιων αγαθών που αποτελούν ιδιοκτησία της κοινωνίας στο σύνολό της και έχουν επιτακτική ανάγκη προστασίας.

Είναι ανάγκη να δει κανείς τα δημόσια αγαθά ως μέρος της κοινής ιδιοκτησίας, διότι μόνο έτσι γίνεται αντιληπτή ως αδικοπραξία η εμπρόθετη ή απρόθετη καταστροφή τους. Η καταστροφή αυτή δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, ιδίως όσον αφορά τη γλώσσα, διότι επέρχεται «βαθμηδόν και λεληθότως» και δεν είναι πάντα εύκολο να επιμερισθούν οι ευθύνες.

Η ελληνική γλώσσα, το πολύτιμο αυτό δημόσιο αγαθό, καταστρέφεται μέρα με τη μέρα, μπρος τα μάτια μας, χωρίς να εξεγείρονται παρά ελάχιστοι συμπολίτες μας. Είναι δυνατό να αντιτάξει κανείς σ’ αυτό ότι εκείνο που οι «γλωσσαμύντορες» ονομάζουν «καταστροφή» της γλώσσας είναι η απρόσωπη αυτό-δημιουργικότητά της, που είναι πηγή της δυναμικής της και ότι η δυναμική αυτή δεν μπαίνει σε καλούπια που φτιάχνουν οι γραμματικοί. Η απάντηση είναι ότι οι τελευταίοι δεν καταγράφουν απλώς, αλλά έχουν και κανονιστικό ρόλο – ακριβώς όπως ο χαρακτήρας ενός λεξικού είναι κανονιστικός και όχι μόνο περιγραφικός. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα.

Η Ελλάδα έχει μια ιστορική ιδιομορφία έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η λόγια πνευματική της κληρονομιά αποκόπηκε από το ζωντανό, αλλά υπόδουλο τμήμα του πληθυσμού της. Επομένως, τα βιώματα και μαζί τους, η γλώσσα που αυτό ανέπτυξε αποχωρίστηκε, με ορισμένες εξαιρέσεις, από τη λόγια παράδοση. Η ζώσα, δημοτική γλώσσα ήταν αποκλειστικό προϊόν ενός προφορικού πολιτισμού. Δεν ελέγχθηκε, δεν καθοδηγήθηκε, δεν προστατεύθηκε από δημιουργούς πνεύματος – και επομένως γλώσσας – επί τέσσερις αιώνες. Επέζησε, βέβαια, και μπόρεσε με την ανεξαρτησία να προσαρτήσει η νέα γλώσσα εκείνα τα λήμματα της αρχαίας που της ήταν απαραίτητα στο σύγχρονο πολιτισμό – στη διοίκηση, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στις τέχνες και την πνευματική παραγωγή εν γένει[2]. Ξεπέρασε με τον καιρό και το πρόβλημα της διγλωσσίας με αποτέλεσμα η σύγχρονη δημοτική να είναι επαρκής για τις ανάγκες της ζωής του Έθνους υπό συνθήκες νεωτερικότητας.

Στο σημείο αυτό, όμως, η είσοδος στον κόσμο της νεωτερικότητας υπό συνθήκες ραγδαίας παγκοσμιοποίησης, απειλεί τη γλώσσα μας. Δεν εννοώ ότι τα αγγλικά θα την εκτοπίσουν. Ούτε διακατέχομαι από οποιαδήποτε μορφή πολιτιστικής απαισιοδοξίας ή μελλοντοφοβίας. Πιστεύω, όμως, ότι η γλώσσα εξελίσσεται άναρχα και δεν συμβαδίζει η εξέλιξη αυτή με την εξέλιξη εκείνου που είναι σημαντικό στην πρόοδο της κοινωνίας που είναι η επιστήμη, οι τέχνες και τα γράμματα. «Δημιουργοί» της γλώσσας είναι μάλλον οι πρωταγωνιστές της γλωσσικής αναρχίας με αποτέλεσμα να απειλείται η γλώσσα μαςμε κάτι ανάλογο με αυτό που ο Durkheim  ονομάζει «ανομία» (anomie) όταν δεν ισχύει κανένας κανόνας σε μια κοινωνία. Συγχρόνως παρατηρούμε αυξανόμενα κρούσματα ακυρολεξίας στα ΜΜΕ, στα σχολεία, στα πανεπιστημιακά έδρανα και στη Βουλή των Ελλήνων, με φόντο την απόλυτη αδιαφορία του κοινού  μπρος το γλωσσικό αλαλούμ. Συμπεριφερόμαστε προς τη γλώσσα, σαν να ήταν ένας απέραντος χώρος για ελεύθερη τσουλήθρα όπου ο καθένας πάει όπου θέλει, όπως θέλει. Η γλώσσα φθείρεται και τελικά καταστρέφεται όταν οι χρήστες της δεν σέβονται τις μορφές της και ορισμένους παγιωμένους τύπους της – στοιχεία που συνδέονται με τη δύναμή της και επομένως με τις δικές μας επικοινωνιακές δυνατότητες.

Αν θεωρήσουμε ότι η γλώσσα μας είναι δημόσιο αγαθό, όπως ο αέρας που αναπνέουμε, θα πρέπει η πολιτεία να λάβει ορισμένα μέτρα, τουλάχιστον στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, που είναι οι πιο κεντρικοί και ισχυροί διαμορφωτές γλωσσικών τύπων. Διότι μέσα από αυτά αν δεν παράγονται, πάντως αναπαράγονται οι γλωσσικές φρικαλεότητες – ο «ΟκτώΜβριος», ο «ΣεΜπτέβριος» και άλλα ανάλογα με τα οποία, όσοι διατηρούν ακόμα κάποια γλωσσική ευαισθησία, έχουν κυριολεκτικά «απΗυδήσει».


[1] Τελευταία, βέβαια, ούτε αυτό συμβαίνει λόγω γενικότερης κρατικής παραλυσίας.

[2] Όχι, όμως, χωρίς ατυχείς αντιγραφές από ξένους τύπους, όπως «τα δεδουλευμένα» και «έλαβε χώραν» μεταξύ άλλων.


ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ («ΝΕΟ»)ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ;

Ο φιλελευθερισμός δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η ελευθερία είναι ριζωμένη στην παράδοση και στις νοοτροπίες των Ελλήνων. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1865 έχει θεσπισθεί ως εθνικός μας ύμνος ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού, όπως δεν είναι τυχαίο ούτε κοινό ότι η ιδέα της ελευθερίας είναι παρούσα υπό τη μια ή την άλλη μορφή  στα ονόματα τεσσάρων αθηναϊκών εφημερίδων. Και όμως, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας αποστρέφεται τον φιλελευθερισμό ή τον «νεοφιλελευθερισμό» όπως το αποκαλούν οι αντίπαλοί του.

Αυτή η χρήση του προθέματος «νέο-» αναφορικά με τη φιλελεύθερη ιδέα δεν είναι ούτε θεμιτή ούτε αθώα. Δεν είναι θεμιτή διότι αναφέρεται σε θεωρίες που εντάσσονται φυσιολογικά σε μια παράδοση η οποία έχει της ρίζες της στον Locke και στον Mill. Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός έχει τις ίδιες ατομοκεντρικές προκείμενες με τον κλασικό φιλελευθερισμό και συμμερίζεται ανάλογους προβληματισμούς. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με φιλελεύθερες και όχι με «νεο- φιλελεύθερες» ιδέες. Από την άλλη μεριά, ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» υποβάλλει την ιδέα ότι οι φιλελεύθερες ιδέες είναι ιστορικά ξεπερασμένες και ότι οποιαδήποτε σύγχρονή τους έκφραση αποτελεί προσπάθεια αναβίωσης μιας πεπαλαιωμένης αρχής. Γι αυτό και η χρήση του όρου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί αθώα.

Βέβαια, τα ονόματα που δίνει κανείς  στις διάφορες έννοιες που χρησιμοποιεί είναι συμβατικά και δεν αποτελούν «ουσίες». Όμως, οι όροι με τους οποίους   ονοματίζονται οι ιδέες είναι φορείς κοινωνικής εμπειρίας και επομένως έχουν συχνά συμβολική φόρτιση. Η τελευταία είναι άσχετη με την επιχειρηματολογία που υπηρετούν, όμως ανταποκρίνονται σε ορισμένες προσδοκίες στα μέλη μιας ιδεολογικής κοινότητας που ταυτίζονται με συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους.

Στην προκειμένη περίπτωση ο στόχος είναι η δαιμονοποίηση της φιλελεύθερης ιδέας, είτε στο όνομα παραδοσιακών είτε στο όνομα προοδευτικών αρχών.  Ο λόγος γι αυτό είναι απλός. Οι κάθε είδους κολεκτιβιστές δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ελευθερία και κρίση του ατόμου. Διαστρέφουν ή καταπολεμούν ανοιχτά το μήνυμα του  Διαφωτισμού, που είναι η χειραφέτηση του ώριμου ανθρώπου από τον πατερναλισμό εξουσιαστικών κηδεμόνων. Και χρησιμοποιώντας ως φόβητρο τον ανταγωνισμό, την ελευθερία των αγορών και τους κινδύνους για την απασχόληση, ενισχύουν τη φυσιολογική αγοραφοβία του κοινού και το αίσθημα ανασφάλειας που γεννά ο νέος παγκοσμιοποιημένος  χώρος  που αναδύεται  σήμερα.

Η ιδέα της ελευθερίας συνδέθηκε με το δημοκρατικό κίνημα για περιορισμό της κεντρικής εξουσίας . Αυτό είχε ως φυσικό επακόλουθο την κατάργηση των προνομίων της αριστοκρατίας και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Έτσι δημιουργήθηκε η σύγχρονη ανοιχτή  κοινωνία που συνδέεται με τον πολιτισμό της νεωτερικότητας, το δυναμισμό και την παγκοσμιότητα της οικονομίας και τις δημοκρατικές ελευθερίες.

Σε ένα τέτοιο ανοιχτό σύστημα, οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι νομοκατεστημένεςς, αλλά ανοιχτές. Δεν υπάρχουν «ταξικά προνόμια», υπάρχουν μόνο διαφοροποιημένες και εναλλασσόμενες εισοδηματικές δυνατότητες.  Ανισότητες δημιουργούνται αναπόφευκτα, εφόσον οι συναλλαγές είναι ελεύθερες. Η ανάγκη κρατικής μέριμνας υφίσταται, όχι για να εξαφανίσει τις ανισότητες αστυνομεύοντας την παραγωγή και διανομή του πλούτου, αλλά για να παρέχει ένα δίκτυο ασφαλείας που χρειάζονται όσοι βρίσκονται εκτός μηχανισμών αγοράς. Και αυτοί πάντα θα υφίστανται, γι αυτό και πάντα θα υπάρχει ανάγκη αναδιανεμητικής διαδικασίας. Αυτό, όμως, είναι εντελώς ξεχωριστό θέμα από τον εξισωτισμό ως κοινωνικό χρέος.

Η μεγάλη πρόκληση για το σύγχρονο φιλελευθερισμό δεν είναι η ξεπερασμένη ιδέα του εξισωτισμού που συνδέεται με την έφεση ανακατανομής και την εξουσιαστική ακράτεια των υπέρμαχων του κρατισμού, αλλά με την ανάγκη αντιμετώπισης του φόβου της ανασφάλειας από τον οποίο διακατέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Η αρχή του ζην επικινδύνως δεν υιοθετείται εύκολα από τον μέσο λογικό άνθρωπο, ακόμα  και σε κοινωνίες όπου επικρατεί ο τυχοδιωκτισμός. Επομένως, ο φιλελεύθερος πολιτικός λόγος οφείλει να τονίσει το γεγονός ότι η ασφάλεια είναι ένα αγαθό που μπορεί να προσφέρει είτε ο ιδιωτικός είτε ο δημόσιος τομέας, αφήνοντας στον πολίτη τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε πολλαπλές προσφορές στην αγορά.

Συγχρόνως, η μεγάλη δύναμη  της φιλελεύθερης ιδέας έγκειται σε ένα διπλό πλεονέκτημα που έχει έναντι των αντιπάλων της. Το πρώτο συνίσταται στο ότι είναι αυτό-εφαρμόσιμη και αδιαμεσολάβητη, ενώ η εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης αρχής απαιτεί την εξεύρεση κατάλληλων και έμπιστων φορέων που θα την επιβάλλουν. Το δεύτερο έχει να κάνει με τα ορατά πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα της εφαρμογής της. Στα ανελεύθερα καθεστώτα δεσπόζει η οικονομική αθλιότητα, ενώ η ευημερία εξασφαλίζεται στα ελεύθερα καθεστώτα με ελεύθερες οικονομίες. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για το οποίο ο φιλελευθερισμός, κατακτά έδαφος, όσο και αν δαιμονοποιείται  από τους αντιπάλους του.


ΝΕΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ

Παρατηρώ γύρω μου διάφορα πρόσωπα που εμφανίζονται συχνά στο δημόσιο χώρο και πολύ πιθανόν να έπρεπε να αξιοποιηθούν ενόψει μεγάλων πολιτικών αλλαγών που προμηνύονται. Είναι πρόσωπα μη πολιτικά, εννοώ που δεν έχουν υποστεί πολιτική φθορά και έχουν, ως εκ τούτου, την έξωθεν καλή μαρτυρία. Εδώ, όμως, κάνει την εμφάνισή της η μεγάλη αντίφαση: ή θα πρέπει να βρουν ένα νέο, άφθορο, αλλά αδοκίμαστο σχήμα και να ρισκάρουν να μείνουν απέξω, ή να ενταχθούν σε ένα από τα υπάρχοντα κόμματα και να ρισκάρουν να φθαρούν από το «παιχνίδι της πολιτικής», αλλά και από την κακή φήμη που συνοδεύει όλο τον παλιό πολιτικό κόσμο.  Τον παλιό πολιτικό κόσμο που έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, όπως δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ακόμα και οι πρωταγωνιστές του.

Ο παλιός πολιτικός κόσμος, όμως, έχει πάντα μεγάλη ανθεκτικότητα. Αλλά συχνά, λόγω θεσμικής ανεπάρκειας, οι έλληνες νομίζουν ότι πρέπει να αλλάξει εκ θεμελίων το πολιτικό σκηνικό. Εκείνο, όμως που προέχει είναι οι αλλαγές στους θεσμούς. Δεν είναι τα «παλιά κόμματα» που φταίνε, αλλά η πολιτική κουλτούρα που τα τροφοδοτεί και που δεν έχει ποτέ δώσει σημασία στην ποιότητα  και την ανάγκη σταθερότητας των θεσμών.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει εφεύρει την έννοια του παλαιοκομματισμού. Δεν μεταφράζεται αυτή η λέξη, διότι εκφράζει ένα ιδιαίτερο ιστορικό βίωμα της χώρας μας, καθώς και μια βασική ανωριμότητα που προσφέρει κατάλληλο έδαφος για να καλλιεργείται η προσδοκία λύτρωσης από μια καινούργια πολιτική δύναμη, η οποία θα «σαρώσει» τον παλαιό πολιτικό κόσμο: ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Αλέξανδρος Παπάγος, οι συνταγματάρχες της επταετίας 1967-74, ο Ανδρέας Παπανδρέου, εμφανίστηκαν ως  λυτρωτές και ως εξολοθρευτές  του παλαιοκομματισμού. Ο τελευταίος, όμως, έχει γερά κόκκαλα. Ποτέ δεν εξολοθρεύθηκε πλήρως. Οι εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητας που δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή στο χώρο της πολιτικής προσπαθούν να παρέμβουν, αλλά χωρίς να είναι σαφής ο ρόλος τους. Ας τους υποστηρίξουμε, εφόσον εκφράζουν την ανάγκη γνήσιας ανανέωσης. Αλλά ας κρατάμε και μικρό καλάθι.

Ο λόγος για τον οποίο πρέπει να είμαστε φειδωλοί στις προσδοκίες μας, δεν έχει να κάνει μόνο με τη συχνή διάψευσή τους στο παρελθόν. Δεν είμαι οπαδός αυτού του τύπου επαγωγικής σκέψης που θεωρεί ότι βάσει του παρελθόντος μπορεί να προβλεφθεί το μέλλον. Η φειδωλότητα στις προσδοκίες δημιουργίας νέας πολιτικής κατάστασης εμπνέεται από τη σκέψη ότι η αστάθεια και η αβεβαιότητα –  που είναι σύμφυτες με την κρίση που περνάμε – γεννούν μεσσιανικές φαντασιώσεις σε πολλούς,  που συνεπαίρνουν τους πιο ενθουσιώδεις και θερμοκέφαλους,  και υπέρμετρες ελπίδες ανανέωσης σε άλλους πιο μετριοπαθείς.

Οι πρώτοι νομίζουν ότι έρχεται η Μεγάλη Ανατροπή, ίσως η Επανάσταση – le Grand Soir, κατά τη γαλλική έκφραση. Είναι αυτοί που λένε ότι «οι λαοί» θέλουν επανάσταση. Δεν ξέρω ποιοι είναι «οι λαοί», πάντως αν είναι ο πολύς κόσμος, αυτός θέλει ομαλότητα και καλυτέρευση των συνθηκών ζωής του.  Τόσο απλά. Αλλά οι εμψυχωτές των ονειρώξεων αυτών, μπορούν και «βάζουν προβοσκίδα» στη δεξαμενή των μετριοπαθέστερων πολιτών που εναποθέτουν ελπίδες στην ανανέωση των θεσμών και του πολιτικού προσωπικού.  Και πιστεύουν στη δυνατότητα  μιας ριζικής και εκ θεμελίων τέτοιας μεταβολής. Η πανθομολογούμενη κρίση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα γεννά την ιδέα της άμεσης μετάβασης σε ένα καινούργιο σύστημα . Το παλιό πεθαίνει, ζήτω το καινούργιο.

Το καινούργιο, όμως, αργεί να γεννηθεί, ακόμα και αν έχει πεθάνει το παλιό – που δεν έχει πεθάνει, έστω κι αν έχει τρωθεί καίρια. Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές γίνονται βαθμιαία, ή τουλάχιστον διεισδύουν βαθμιαία στα νοοτροπίες των ανθρώπων. Παράδειγμα, η επιβίωση του φερετζέ στην Τουρκία, ογδόντα και πλέον χρόνια μετά την επίσημη κατάργησή του από τον Κεμάλ. Το άρρωστο πολιτικό μας σύστημα δεν επικράτησε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά βλάστησε σε έδαφος που οι πολιτικοί καλλιέργησαν με τους ψηφοφόρους τους, τους πολίτες, το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Υπάρχουν πολλές και επίμονες πιέσεις για μείζονος κλίμακας μεταρρυθμίσεις  σ’ αυτό. Υπάρχουν αιτιάσεις για θεσμικές αλλαγές που να ευνοούν τη διαφάνεια και να καταπολεμούν τη διαφθορά. Πολλές είναι στη σωστή κατεύθυνση. Αλλά η προσδοκία μιας συνολικής αλλαγής είναι ουτοπική. Και κινδυνεύει να ταυτιστεί στα μυαλά ορισμένων με τις «μεσσιανικές» συσπειρώσεις, με γεύση ολοκληρωτισμού και εθνικού απομονωτισμού.

Η τελευταίες έχουν πέραση σήμερα, πολύ μεγαλύτερη από άλλες εποχές. Και έχουν κάτι κοινό με το μεσσιανισμό κινημάτων οπαδών της κλειστής κοινωνίας, είτε στην κεντρική Ευρώπη πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε  σε πρωτόγονες κοινότητες της Μελανησίας, όπου αναπτύχθηκαν τα περίφημα cargo cults, στην κυριολεξία «λατρείες φορτίου».  Και στις δύο περιπτώσεις, στην ανεπτυγμένη κοινωνία της Γερμανίας και της Αυστρίας της δεκαετίας ’30, καθώς και στην Νέα Γουινέα στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι άνθρωποι προσχώρησαν σε δοξασίες περίεργες, πίστεψαν σε μια άμεσα επερχόμενη ολική μεταβολή του κόσμου και μαζί της, τη θεαματική καλυτέρευση της ζωής τους, μέσα από κάποια σωτήρια δράση.

Πολύ φοβάμαι ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι επιρρεπές σε ανάλογες ιδέες που συνδέονται με θεωρίες συνωμοσίας, δαιμονοποιήσεις προσώπων και λειτουργημάτων, και τη βεβαιότητα ότι κάποιοι  απέσπασαν δολίως αυτά που τους ανήκουν.  Σε καταστάσεις  πολιτικής αστάθειας και οικονομικής ένδειας, αυτές οι τάσεις μπορεί να πάρουν εκρηκτική μορφή. Η καταφορά κατά του παλιού πολιτικού κόσμου, δικαιολογημένη όσο ποτέ, μπορεί εύκολα να εκφυλισθεί σε χαοτικό μίγμα ολοκληρωτικής εναντίωσης στο δημοκρατικό πολίτευμα, εφόσον μαζί με τους ειλικρινείς ανανεωτές και εκσυγχρονιστές συνενωθεί και το ρεύμα κινημάτων με συγκεχυμένες επιδιώξεις ολικής  λύτρωσης.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, προσωπικά, υποστηρίζω κάθε καινούργια συσπείρωση με δείγματα ανάτασης, κάθε κίνηση  με δείγματα μεταρρυθμιστικής βούλησης –αρκεί να είναι σαφή  και διαφανή- και κάθε προσπάθεια συνένωσης τέτοιων κινημάτων με βάση κάποια κοινή δημοκρατική, φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική αρχή. Όμως, παράλληλα, διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις όταν τέτοιες προσπάθειες συνδέονται με μαξιμαλιστικές εξαγγελίες.  Είναι πολύ εύκολο, αν παρασυρθούν, μάλιστα, από την απήχηση που μπορεί να έχει η συνθηματολογημένη μορφή των τελευταίων, να αποτελέσουν εξ αντικειμένου στήριγμα σε κινήματα που αποσκοπούν σε παλινδρόμηση σε μορφές που ταιριάζουν στην κλειστή κοινωνία.


17 Νοέμβρη, μολότωφ και καναπέδες.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ο δημόσιος λόγος τριχοτομείται:

Από τη μια, οι παραδοσιακοί επαναστάτες, πάντα έτοιμοι να υπερασπιστούν με κάθε μέσο το Πολυτεχνείο και τους συμβολισμούς του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πρύτανης του Αριστοτελείου κ. Μυλόπουλος, ο οποίος εν όψει των εκδηλώσεων διατράνωσε πως το πανεπιστημιακό άσυλο είναι παράδοση και ως εκ τούτου βρίσκεται υπεράνω των νόμων.

Από την άλλη, οι ριζοσπάστες αντεπαναστάστες που μισούν την επέτειο, τη γενιά, ακόμα και το κτήριο του Πολυτεχνείου και, αν ήταν στο χέρι τους, θα τα καταργούσαν και τα τρία. Πολλοί από αυτούς αυτοπροσδιορίζονται «φιλελεύθεροι», εννοώντας με αυτή την ταμπέλα ότι αντιτίθενται σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως «κατεστημένο».

Και από την παράλλη, βεβαίως, αυτοί που δεν δίνουν δεκάρα.

Η επέτειος του Πολυτεχνείου καλώς υπάρχει. Υπογραμμίζει το χρέος των πολιτών να εξεγείρονται όταν καταλύεται η δημοκρατία. Το πρόβλημα είναι πως αυτό το χρέος παρουσιάζεται με τρόπο λειψό – και όχι μόνο στις 17 Νοεμβρίου.

Η κοινωνικοποίηση των Ελληνοπαίδων γίνεται αποκλειστικά και μόνο μέσα από αφηγήσεις αντίστασης, εξέγερσης και επανάστασης. Οι τρεις εθνικές γιορτές αυτό το χαρακτήρα έχουν: επανάσταση για την εθνική ανεξαρτησία, αντίσταση στον Άξονα, εξέγερση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Και δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλο περιεχόμενο˙ παντού στον κόσμο οι εθνικές γιορτές τέτοια γεγονότα αφορούν.

Το μεγάλο έλλειμμα βρίσκεται στις αντίστοιχες μη επαναστατικές αφηγήσεις και τα πρότυπα. Κατά την εκπαιδευτική διαδικασία οι μαθητές δεν εκτίθενται σε παραδείγματα δημιουργικής δράσης μη επαναστατικού προσανατολισμού. Με την εξαίρεση ίσως των νομπελούχων Ελύτη και Σεφέρη (που και εκεί αυτό που υπογραμμίζεται είναι η πτυχή της αντίστασής τους στη δικτατορία), κανένας άλλος σύγχρονος Έλληνας ή Ελληνίδα που δεν υπήρξε επαναστάτης / εξεγερμένος / αντιστασιακός δεν παρουσιάζεται ως πρότυπο προς μίμηση.

Φτάσαμε έτσι στην περίφημη ψευδή διχοτόμηση Τσίπρα – Λαζόπουλου η οποία βεβαίως εκφράζει και εκατομμύρια άλλους σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα: «από το να κάθονται στους καναπέδες, προτιμώ οι νέοι να πετούν μολότοφ» – λες και αυτές είναι οι μόνες τους επιλογές…

Ίσως είναι ευκολότερο κανείς να αντιτίθεται, να αγανακτά και να εξεγείρεται απέναντι σε ό,τι θεωρεί λάθος, από το να ψάχνει το τι και πώς θα βάλει στη θέση του. Δεν είναι όμως αυτό το σημαντικό, με την έννοια ότι τα δύο αυτά δεν είναι – ή καλύτερα δεν πρέπει να θεωρούνται – αντίρροπα.

Η ανατροπή του άδικου και η δημιουργία του δίκαιου, του καλού και του ωραίου εμφορούνται από την ίδια κατηγορία αξιών. Τον πολίτη που αντιστέκεται, εξεγείρεται και επαναστατεί απέναντι σε ένα καθεστώς που του αφαιρεί την ελευθερία, και τον πολίτη που, σε καθεστώς ελευθερίας, αγωνίζεται για να δημιουργήσει στα γράμματα, στην τέχνη, στην επιχειρηματικότητα, ή για να ζήσει με την οικογένειά του αξιοπρεπώς, τους ενώνει η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης – της βεβαιότητας ότι το άτομο δεν είναι πιόνι της Ιστορίας αλλά υποκείμενό της. Και βεβαίως, αυτό πολύ απέχει από την πρόσφατη προσπάθεια να αποσιωπηθούν με κάθε τρόπο τα πάθη της Ιστορίας, που απέδωσε σχολικά βιβλία με φράσεις – οξύμωρα όπως «οι Έλληνες στο Μεσολόγγι εξαναγκάστηκαν σε ηρωική έξοδο».

Αναγκαίο λοιπόν πέρα από την – επαναλαμβάνω αναγκαία – προβολή του ανατρεπτικού ηρωισμού των έκτακτων συνθηκών, να προβάλλουμε ταυτόχρονα και υποδείγματα εποικοδομητικού ηρωισμού˙ της ειρήνης, της δημοκρατίας, της καθημερινότητας. Δίπλα στην αυτοθυσία του 1821, του 1940, του 1973, τις Ελληνίδες και τους Έλληνες που δημιούργησαν και πρόκοψαν τίμια, που στάθηκαν ξανά στα πόδια τους μετά από προσφυγιές και καταστροφές, που βελτίωσαν με τα επιτεύγματά τους τις ζωές των συνανθρώπων τους.

Στο υπαρκτό, διαρκές δημοψήφισμα «μολότωφ ή καναπές» να δείξουμε επιτέλους ότι υπάρχουν και άλλες απαντήσεις!


Η λογική της τυραννίας

Οὕτως ἀπόλοιντο τύραννοι.

Δ. Δημητράκος

Σκέψεις πάνω στο θάνατο του Καντάφι

Ο Μουάμαρ Καντάφι, δικτάτορας της Λιβύης από το 1969, φονεύθηκε στις 20 Οκτωβρίου από συμπατριώτες του στην πόλη Σιρτ (Σύρτιδα) , που ήταν η γενέτειρα και το καταφύγιο του. Ο Καντάφι κατέλαβε την εξουσία πραξικοπηματικά το 1969 και την κράτησε μέχρι το θάνατό του – για 42 ολόκληρα χρόνια , πράγμα που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ. Πολιτεύθηκε με τον τυραννικότερο και αιματηρότερο τρόπο, με πλήρη έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, χιλιάδες συλλήψεις και δεκάδες δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων κάθε χρόνο. Και είχε ένα πράγματι φρικτό τέλος. Πολλοί είναι που θα πούνε ότι του άξιζε. Το ίδιο είχε ειπωθεί και το 2006 για τον ιρακινό δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, τον Τσαουσέσκου το 1989, τον Χίτλερ το 1945: Θα μπορούσε να πει κανείςSic semper tyrannis – δηλαδή, «(ας πεθαίνουν) έτσι πάντα οι τύραννοι». Η ειρωνεία είναι ότι η φράση αυτή ειπώθηκε από τον δολοφόνο του Αμερικανού προέδρου Αβραάμ Λίνκολν  ο1865, τον οποίο η ιστορία αναγνωρίζει ως μεγάλο απελευθερωτή και όχι ως τύραννο.

 

Η αυτόκατατσροφικότητα της τυραννίας

Γεγονός είναι, πάντως, ότι πολλοί θεωρούν ότι αυτό είναι τα αναπόφευκτο τέλος των δικτατόρων, πράγμα ιστορικά αβάσιμο. Ο Στάλιν πέθανε στο κρεβάτι του – το ίδιο και ο Πινοσέτ. Ο Φράνκο επίσης, όπως και ο Μάο.

Πού οφείλεται, όμως, η πεποίθηση ότι η νέμεση ακολουθεί τον τύραννο; Μία πηγή αυτής της πίστης είναι η πάγκοινη αντίδραση στην προκλητική υπεροψία του τυράννου, στην αυτό-θεοποίησή του. Οι αρχαίοι λαοί καταδίκαζαν αυτήν την ακράτεια αλαζονείας. Οι Εβραίοι την θεωρούν πρόκληση έναντι του θείου και προοίμιο καταστροφής[1]. Οι Έλληνες την ονομάζουν βρι[2] και την συνδέουν με επηρμένα προκλητική συμπεριφορά, την οποία δεν αφήνουν ατιμώρητη οι θεοί. Ο τύραννος μεθάει με τη δύναμη που έχει αποκτήσει και οδηγείται στην καταστροφή. Η τελική του συντριβή είναι, κατά κάποιον τρόπο, υπαγορευμένη από μια αδυσώπητη μεταφυσική ανάγκη. Τιμωρείται από ανώτερες δυνάμεις που δεν του συγχωρούν την έπαρσή του, την ιδέα ότι μπορεί να τις αντικαταστήσει σε δύναμη και σε δόξα. Νομοτελειακά, σύμφωνα με αυτή την ιδέα, ο τύραννος πορεύεται προς την αυτοκαταστροφή του.

Αυτό, όμως, είναι ιστορικά ανακριβές, όπως είδαμε. Δεν υπάρχει εμφανής αιτιακή συνάφεια μεταξύ τυραννίας και τιμωρίας. Αλλά όσο και αν είναι λανθασμένη αυτή η θεωρία, υποκρύπτει μια αλήθεια: ότι η τυραννική πολιτική είναι αδιέξοδη και ότι όταν βαδίζει προς το πολιτικό της τέλος, ο τύραννος δεν έχει το λειτουργικό εξοπλισμό να το αντιληφθεί, πράγμα που συχνά τον οδηγεί στην τελική καταστροφή. Το περιβάλλον του τυράννου αναγκαστικά τον ξεγελάει, διότι συμμερίζεται την απομόνωσή του από την υπόλοιπη κοινωνία, και επομένως τις αυταπάτες του.

 Οι αυλοκόλακες και άλλοι παράσιτοι του κάθε δικτάτορα δεν είναι σε θέση να δώσουν χρήσιμες συμβουλές για την επιβίωσή του, διότι κυριαρχούνται από το φόβο μη χάσουν το κεφάλι τους ή τη θέση τους. Εκπέμπουν συνεχώς ενθαρρυντικά και κολακευτικά μηνύματα. Ακόμα και όταν ο τύραννος είναι κυκλωμένος και στενεύουν ασφυκτικά τα περιθώρια δράσης, οι σύμβουλοί του θεωρούν βραχυπρόθεσμα ασφαλέστερο για τους ίδιους να επιδείξουν μαξιμαλισμό σε θετικές προσδοκίες. Δηλώνουν απερίφραστα ότι υπάρχει δυνατότητα αναστροφής της κατάστασης. Και βέβαια ο τύραννος υιοθετεί ασμένως τα ελπιδοφόρα μηνύματα των συμβούλων του.

Έτσι, ο τύραννος, τυφλωμένος από τη μέθη της φαινομενικής του παντοδυναμίας, οδηγείται στην καταστροφή, βήμα προς βήμα. Ο σύμβουλος που θέλει να συστήσει ρεαλισμό και σύνεση δεν θα εισακουσθεί, και μάλιστα κινδυνεύει να εξοντωθεί  ως «προδότης», εφόσον η συμβουλή του προσκρούει στα μαξιμαλιστικά μηνύματα των άλλων συμβούλων.

Η αυταπάτη της τυραννικής παντοδυναμίας

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί λογικά. Δεν χρειάζεται να πιστέψουμε σε μια «μυστηριώδη» ειμαρμένη που οδηγεί τον τύραννο στην καταστροφή, ούτε  να υιοθετήσουμε  μια «ψυχολογιστική» προσέγγιση που εξηγεί τη συμπεριφορά του με αποκλειστικό γνώμονα την παράνοια του. Η ανάλυση της λογικής της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, λαμβάνοντας υπόψη και το «θεσμικό περιβάλλον», δηλαδή, τον τρόπο λειτουργίας του κύκλου που τον περιστοιχίζει, οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα.

 Ο σύμβουλος βρίσκεται σε μια κατάσταση «διλήμματος του φυλακισμένου», εφόσον σε περιόδους κρίσης στο περιβάλλον του τυράννου δεν επικρατεί κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο κάθε «παίκτης» είναι δύσπιστος έναντι των άλλων και  επιλέγει τη στάση μη συνεργασίας (defection). Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει ότι επικρατεί «συστημικά» μια ισορροπία εσωτερικής τρομοκρατίας: κανείς δεν τολμά και δεν επιθυμεί να ταυτισθεί ως λιγότερο ένθερμος υποστηρικτής της κρατούσας κατάστασης από οποιονδήποτε άλλον. Αυτή η στάση δεν αποφέρει μακροπρόθεσμα, αλλά είναι για τον σύμβουλο ασφαλέστερη εκείνη τη στιγμή, εφόσον αλλιώς θα εισέπραττε άμεσα τα επίχειρα της δυσμένειας του ηγεμόνα δυσμένεια.  Έτσι φτάνει στο χειρότερο αποτέλεσμα για όλους, εφόσον και τα άλλα μέλη του τυραννικού συμβουλίου, θα κάνουν την ίδια επιλογή, υπολογίζοντας τους υπολογισμούς των άλλων[3].

Με τον τρόπο αυτό, η χίμαιρα της τυραννικής παντοδυναμίας αναπαράγεται, ενώ η ισχύς του τυραννικού καθεστώτος απομονώνεται και ατροφεί εσωτερικά. Ως  κλειστό σύστημα που είναι, δεν λαμβάνει τα σήματα που θα του επέτρεπαν την διόρθωση πορείας ή την αναδιοργάνωσή του, ώστε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη αρμοστικότητα σε σχέση με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Σε ένα εντελώς αφηρημένο πεδίο, αυτά μπορούν να χρησιμεύσουν ως λογική εξήγηση της λειτουργία του τυραννικού «συστήματος». Στο πρακτικό πεδίο ο τύραννος, δεν διαθέτει την ασφαλιστική δικλείδα της κριτικής στο έργο και στις πρωτοβουλίες, με αποτέλεσμα να μη διορθώνονται τα λάθη του. Τα εμπόδια που συναντά ξεπερνιούνται με μεγαλύτερη επίδειξη εξουσιαστικής ακράτειας. Απομονώνεται ο τύραννος και η ομάδα που τον στηρίζει. Κάποια στιγμή, το επικείμενο τέλος του είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού, αλλά ο ίδιος δεν το πιστεύει, όπως ο Μακμπέθ αδυνατεί να πιστέψει ότι το δάσος του Μπίρναμ προχωράει και κυκλώνει το ημι-εγκαταλελειμμένο κάστρο του. Μέχρι το τέλος παραμένει κυριευμένος από τη «μαγεία» της αποσαθρωμένης πλέον, δύναμής του.

Στο μεγάλο αυτό του έργο ο Shakespeare προσφέρει μια ζωηρή εικόνα της εξουσιαστικής παραφροσύνης, μέσα σε μια ατμόσφαιρα από την οποία δεν λείπει ούτε η ερεβώδης αποξένωση του τυράννου από τον κόσμο των ανθρώπινων αρμονιών, ούτε το τραγικό στοιχείο της αδυσώπητης πορείας του προς τον όλεθρο. «Σύμβουλοί» του είναι οι μάγισσες που συνεχώς τον ενθαρρύνουν και τον καθησυχάζουν και μόνο στο τέλος καταλαβαίνει ότι τον έχουν ξεγελάσει. Πιστεύει ότι είναι «μαγικά» ανοσοποιημένος κατά της ήττας και καταστροφής του. Και πεθαίνει με το λάθος του.

Οι «δυνάμει» τύραννοι και η δημοκρατία

Αναρωτιέμαι αν αυτή η λογική της πορείας της τυραννίας προς ένα άσχημο τέλος δεν ισχύει σε μικρότερο βαθμό –έστω – στην πολιτική γενικότερα, όταν υπάρχουν ελλείμματα διαφάνειας που οι θεσμοί δεν μπορούν να καλύψουν. Η αδιαφάνεια της τυραννίας είναι μια συμπυκνωμένη μορφή της αδιαφάνειας που συνοδεύει κάθε πολιτική εξουσία. Το ίδιο ισχύει και για την τάση προσωπολατρίας στο στενό ή στον ευρύτερο κύκλο του. Αυτός ο κύκλος λειτουργεί ως «σύστημα» γύρω από τον πολιτικό. Ο κάθε υπουργός ή υφυπουργός στην Ελλάδα διαθέτει ένα τέτοιο «σύστημα». Γραμματείς, οδηγοί, σωματοφύλακες, κλητήρες, σύμβουλοι και άλλοι παρατρεχάμενοι συνιστούν αυτό το «σύστημα», κύρια λειτουργία του οποίου είναι η καθημερινή επιβεβαίωση της προσωπικότητας του πολιτικού  και της υπερεπάρκειας του στο οφίκιο που κατέχει.

Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για το υπερβολικά υψηλό κόστος αυτού του «συστήματος» στη χώρα μας. Εκείνο που πρέπει επίσης να τονιστεί είναι πόσο βλαπτικά λειτουργεί, ακόμα και για τον ίδιο τον πολιτικό που ασκεί εξουσία. Στην Ελλάδα βαραίνει ακόμα η παράδοση του Οθωμανικού δοβλετιού στον κρατικό Λεβιάθαν και μαζί της η αδιαφάνεια στον τρόπο με τον οποίο ασκείται  η εξουσία. Ο εξουσιαστής είναι συνεχώς εκτεθειμένος στον πειρασμό να έχει πάντα τον πειρασμό να υιοθετήσει τα ευχάριστα μηνύματα που του δίνει το «σύστημα» και να απορρίψει τα δυσάρεστα από το ευρύτερο, περιβάλλον. Επιπλέον, ο δυνητικός τυραννίσκος εμφωλεύει σε μεγάλο αριθμό πολιτικών σε δημοκρατικές χώρες.

Ο πολιτικός, είτε έχει εκλεγεί δημοκρατικά, είτε έχει επιβληθεί ως δικτάτορας ασκεί εξουσία, δηλαδή, περιορίζει τις ελευθερίες των πολιτών. Και αντί να θεωρεί το λειτούργημά του ως αναγκαίο κακό, και να το ασκήσει με ταπεινότητα που αρμόζει στην ιδιότητα που σεμνότυφα ότι πληροί, ήτοι εκείνη του υπηρέτη του δημοσίου συμφέροντος, το ύφος και η συμπεριφορά του είναι εκείνη του άρχοντα προς υφισταμένους. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν έχει τα συνήθη γνωρίσματα του τυράννου – την ροπή προς μεγαλομανία και εξουσιαστική ακράτεια – είναι συνηθέστατα άνθρωπος κενός με την πλήρη έννοια. Η κενότητά του συνίσταται στην  έλλειψη οποιασδήποτε πνευματικής ενδοχώρας που να του δίνει τη  δυνατότητα αξιολόγησης της δράσης του και της θέσης του.

Μπορεί να πει κανείς ότι ακριβώς αυτή η κενότητα βρίσκεται στην πηγή της αναζήτησης εξουσίας – η επιβολή της θέλησής του σε άλλους ανθρώπους.  Γι αυτό και συχνά απογοητεύονται όσοι αναζητούν σε πολιτικές προσωπικότητες ιδιαίτερο «βάθος» ή «χαρακτήρα». Συνηθέστατα η πολιτική προσελκύει κοινούς ανθρώπους που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον, ή πρόσωπα με αναμφίβολες ικανότητες, αλλά μη πλήρως ισορροπημένες προσωπικότητες.[4]

Υπάρχουν, όμως, σε μια δημοκρατία, ασφαλιστικές δικλείδες κατά του εκτροχιασμού της εξουσιομανίας, σε μια δημοκρατία, όσο χαμηλή κι αν είναι η ποιότητα της τελευταίας. Κύρια ασφαλιστική δικλείδα είναι η δυνατότητα άσκησης κριτικής, είτε μέσα στο κοινοβούλιο, είτε στα έντυπα και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Σε ένα δικτατορικό καθεστώς, αυτή δεν μπορεί να δει το φως της ημέρας. Μπορεί αυτή να θέτει εμπόδια στην εφαρμογή μιας πολιτικής που συναντά δυσχέρειες, που έχει υψηλό πολιτικό κόστος. Μπορεί τα μέσα ενημέρωσης να μην είναι πάντα στο ύψος τους. Μπορεί ο συνδυασμός δημαγωγικής πολιτικής με ανεύθυνη δημοσιογραφία να οδηγεί σε αδιέξοδα. Στις δημοκρατίες, αντίθετα από το κοινώς λεγόμενο, υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισής τους, όχι πάντα αυτόματοι, αλλά πάντως αναίμακτοι – πράγμα που δεν ισχύει για τα τυραννικά καθεστώτα.

Η τελευταία παρατήρηση δεν πρέπει να  εκληφθεί ως αυτάρεσκα καθησυχαστική για  τη δημοκρατία στη χώρα μας. Μπορεί να μην κινδυνεύουμε από την αναρρίχηση ενός Καντάφι στο πηδάλιο της εξουσίας. Αλλά μινι-τυράννους, έχουμε από πάνω μας, ουκ ολίγους. Το θεσμικό περιβάλλον που έχουμε δημιουργήσει μας εξασφαλίζει έναντι της ακράτειας που θα μπορούσαν να είχαν να αναπτύξει ερήμην του. Δεν το έχουμε, όμως, ενισχύσει και αναπτύξει όσο θα έπρεπε για να προστατεύει τον πολίτη από τις αυθαιρεσίες του κράτους και γενικότερα από τις επιβουλές των εχθρών της ανοιχτής κοινωνίας.


[1] «πρ συντριβς γεται βρις» (Παλαιά Διαθήκη, Σοφία Σολομῶντος, ΙΣΤ΄, 18).

[2] «δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος»  Αἰσχύλου Εὐμενίδες,  534.

[3] Πάνω στο μοντέλο του «διλήμματος του φυλακισμένου» η κλασική μελέτη είναι των Duncan R. Luce and Howard Raiffa (1957) Games and Decisions. New York: John Wiley and Sons. βλ. Morton D. Davis  (1970, 1983) Game Theory. A Nontechnical Introduction. New York: Dover Publications και William Poundstone (1992) Prisoner’s Dilemma New York: Anchor Books.

[4] Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες που είχαν ακεραιότητα, μεγάλη πολιτική οξυδέρκεια και αποτελεσματικότητα, ενώ ταυτόχρονα ήταν και πνευματικά εναργείς. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ορισμένοι από αυτούς άφησαν πίσω τους και ένα συγγραφικό έργο υψηλής ποιότητας  : Ελευθέριος Βενιζέλος,Winston Churchill, Charles De Gaulle, Antonio Gramsci..