Τσοχατζόπουλος, αγώνες και Αριστερά
Δημοσιεύθηκε: 20/04/2012 Filed under: Uncategorized | Tags: τσοχατζόπουλος, άκης, μαιος 68 3 ΣχόλιαΠριν οκτώ χρόνια, τέλεσε τους γάμους του στο Παρίσι ο Άκης Τσοχατζόπουλος, όπως είναι γνωστό στο Πανελλήνιο. Γάμος χλιδάτος, πολυσυζητημένος. Ένας από τους καλεσμένους ρωτήθηκε από δημοσιογράφους γιατί ο κ. Τσοχατζόπουλος προτίμησε το Παρίσι για να κάνει το γάμο του, κι εκείνος του απάντησε χωρίς δισταγμό ότι τον είχε συγκινήσει ο γαλλικός Μάης 1968.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι «παριζιάνοι» φίλοι του που παρευρέθηκαν στο γάμο του, κκ. Βεργόπουλος και Δημάδης αισθάνθηκαν κάτι ανάλογο, ως «παλαίμαχοι» του γαλλικού Μάη[1]. Μαζί με τον κ. Τσοχατζόπουλο, θα πρέπει να αισθάνθηκαν ρίγη αγωνιστικής συγκίνησης πίνοντας σαμπάνια στο Hotel Four Seasons μαζί με τον συναγωνιστή Άκη Τσοχατζόπουλο. Και ας μην έρθουν οι κακεντρεχείς να πούνε ότι οι παλιοί αριστεροί μεταμορφώθηκαν σε μπουρζουάδες του χειρίστου είδους. Δεν καταλαβαίνουν ότι όλοι τους έμειναν στο βάθος αριστεροί και ότι έχουν απόλυτη επίγνωση του ότι οι αγώνες τους συνεχίζονται – και θα συνεχιστούν, το ίδιο έντονα, από διαφορετικά, όμως, μετερίζια: όχι πια στα οδοφράγματα της Saint Michel, αλλά στα σαλόνια ξενοδοχείου 5 αστέρων στην Avenue Georges V, δίπλα στα Champs-Élysées.
Όσοι γνωρίζουν το Παρίσι, αντιλαμβάνονται ότι η γεωγραφική απόσταση είναι μεγάλη και σημειολογικά ακόμη μεγαλύτερη. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξε εγκατάλειψη του πεδίου μάχης: πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά στενόμυαλος για να δεχθεί κάτι τέτοιο, διότι σημαίνει πως δεν καταλαβαίνει ότι αποτελεί κατάκτηση των δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου η παρουσία παλαίμαχων αγωνιστών σε χώρους που «δικαιωματικά» η αστική τάξη θεωρεί δικούς της κατ’ αποκλειστικότητα.
Ε, λοιπόν αυτό το κάστρο έπεσε! Ο παρισινός Μάης ζει και δικαιώνεται. Ακόμη περισσότερο, μάλιστα, ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ με αυτόν το γάμο. Διότι οι αγώνες δικαιώνονται ορισμένες φορές, κύριοι! Διότι, όσο και να σας μπαίνει στο μάτι, ο κάθε παλιός αγωνιστής που αποδεικνύεται ισάξιος σας και καλύτερος ως «καταναλωτικό πρότυπο», αυτά συνέβησαν από τη στιγμή που ο λαός ανήλθε στην εξουσία, σε πείσμα των προσπαθειών σας να τον κρατήσετε απ’ έξω.
Μπορεί να εξόκειλε ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Μπορεί και να πληρώνει για άλλους. Αλλά εσείς τον καταδικάζετε, όχι διότι «τα έπιασε» – εφόσον κι άλλοι «τα έπιασαν» και με το παραπάνω. Τον καταδικάζετε διότι σας μπήκε στο ρουθούνι ο αστικός γάμος του. Τον καταδικάζετε διότι, ερωτύλος και γαλαντόμος, πρόσφερε τα πάντα στη γυναίκα που αγαπούσε. Οι παλιοί αγωνιστές τον καταλαβαίνουν και τον θυμούνται. Πάντα.
Δ.Δ.
Υ.Γ. Η αλήθεια είναι ότι έχουν σιγήσει, από διακριτικότητα, τόσο ο Κώστας Βεργόπουλος, όσο και ο πάντα ολιγομίλητος Νίκος Δημάδης. Μέσα τους όμως, ο αγώνας συνεχίζεται.
- [1]^ Ο Κώστας Βεργόπουλος, καθηγητής στο Πάντειο και μαχητής του διεθνούς ιμπεριαλισμού, ήταν στις επάλξεις τότε. Μαζί και ο Νίκος Δημάδης, μετέπειτα φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διορίστηκε πρέσβης στις Βρυξέλλες μόλις αυτός ανέλαβε την εξουσία τον Οκτώβριο του 1981.
Βαϊμάρη
Δημοσιεύθηκε: 18/04/2012 Filed under: Uncategorized ΣχολιάστεΔ. Δ.
Υπάρχουν κόμματα που είναι απαλλαγμένα από λαϊκισμό- τα φιλελεύθερα- που γι αυτόν ακριβώς το λόγο, συγκεντρώνουν μικρά ποσοστά οπαδών. Υπάρχουν άλλα κόμματα, μεγάλα και κυβερνώντα, που πάντα περιείχαν το στοιχείο του λαϊκισμού, χωρίς όμως να ταυτίζονται μ’ αυτόν. Και υπάρχουν και άλλα, νεόκοπα, που είναι ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΑ ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΑ. Βασίζονται σε μια ΠΙΣΤΩΣΗ ΑΝΕΥ ΟΡΙΩΝ που χορηγούν σε ό,τι πιο χαμερπές κινεί τον ανθρώπινο ψυχισμό υπό συνθήκες φόβου ανακατεμένου με πολλή οργή και ακόμα περισσότερη άγνοια.
Βαϊμάρη, Ιούλιος 1932.
Η απειλή της αυτοκαταστροφής: Από τις καρδάρες, στα περίστροφα.
Δημοσιεύθηκε: 18/04/2012 Filed under: Uncategorized 3 ΣχόλιαΓ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ
Τρία δεδομένα:
Πρώτον, αν πιστέψουμε στις δημοσκοπήσεις, οι Έλληνες που δηλώνουν ως αποκλειστικό κριτήριο της επικείμενης ψήφου τους την τιμωρία του πολιτικού συστήματος – αδιαφορώντας για τις όποιες άλλες συνέπειες θα έχει πιθανώς αυτή η επιλογή τους – υπερβαίνουν σταθερά το 40%.
Δεύτερον, η προσέγγιση «Κούγκι» για την αντιμετώπιση της κρίσης (να απειλήσουμε δηλαδή τους Ευρωπαίους ότι θα τους πάρουμε μαζί μας αν δεν εκπληρώσουν τα αιτήματά μας), συνεχίζει να είναι εξαιρετικά δημοφιλής παρά τις διαβεβαιώσεις της ΕΕ περί θωράκισής της έναντι μιας δικής μας (αυτό)ανάφλεξης.
Τρίτον, έχουμε το ολοένα και συχνότερα εκφραζόμενο πνεύμα της επιστολής του συνταξιούχου κ. Δημήτρη Φωτάκη προς τους Αντώνη Σαμαρά και Ευάγγελο Βενιζέλο που δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 5 Απριλίου.[1] Γράφει ο κ. Φωτάκης:«Σας θεωρώ επικίνδυνους ηθικούς αυτουργούς που με τη θανατική ποινή των Μνημονίων που μου επιβάλατε με εξαθλιώνετε πλήρως, με οδηγείτε στην «Αυτοχειρία». Όμως σας βεβαιώ ότι σ’ αυτό το αδιέξοδο ταξίδι μου, αν δεν ικανοποιήσετε το δίκαιο αίτημά μου [να αποπληρώσουν οι Σαμαράς και Βενιζέλος τα δάνειά του], θα με «ακολουθήσετε» χωρίς επιστροφή.».[2]
Αν μη τι άλλο, η κρίση άλλαξε ριζικά τη λογική της κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Για όσο καιρό τα φτηνά δανεικά καθιστούσαν την εκπλήρωση της όποιας διεκδίκησης θέμα «πολιτικής απόφασης», το παιχνίδι ήταν «σου δίνω – μου δίνεις». Αν βάλουμε στην άκρη της μελλοντικές σωρευμένες συνέπειες αυτής της προσοδοθηρίας – όπως αδιαμφισβήτητα οι τότε συναλλασσόμενοι τις έβαζαν στην άκρη – επρόκειτο για ένα παιχνίδι θετικού αθροίσματος: όλοι κέρδιζαν. Όμως αυτές ακριβώς οι σωρευτικές συνέπειες άλλαξαν εντέλει και το παιχνίδι. Πλέον η ικανοποίηση της συντριπτικής πλειονότητας των κοινωνικών αιτημάτων δεν είναι ζήτημα απόφασης, δεν είναι καν διαθέσιμη επιλογή. Έτσι, κάποιοι από τους αιτούντες καταφεύγουν στην απειλή για μεγιστοποίηση του κόστους της μη ικανοποίησης των αιτημάτων τους– ακόμα κι αυτό σημαίνει την αυτοκαταστροφή: εκεί που όλοι κέρδιζαν, τώρα όλοι να χάνουν και μάλιστα με τον τραγικότερο τρόπο.
Δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει κανείς στη θεωρία παιγνίων για να κατανοήσει τη λογική αυτής της μπλόφας – στο βαθμό που είναι μπλόφα. Όπως επίσης, δεν χρειάζεται επιστημονική εξοικείωση για να εντοπίσει κανείς τις προϋποθέσεις για την επιτυχή της έκβαση:
– Πρώτα απ’ όλα, η απειλή πρέπει να είναι πιστευτή. Για να γίνονται πιστευτές τέτοιες απειλές, αυτοί που τις εκφέρουν πρέπει ολοένα και περισσότερο να φαίνονται παράλογοι – να φαίνονται όχι απλώς ότι δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν, αλλά επίσης ότι εκτιμούν την αυτοκαταστροφή τους (και τις παράπλευρες συνέπειές της) ως προτιμότερη από τη μη εκπλήρωση των όποιων αιτημάτων τους.
– Δεύτερον, η ζημιά που θα καταφέρει αυτοκαταστρεφόμενος ο απειλών στον απειλούμενο να είναι σημαντική και, πάντως, μεγαλύτερη της ζημιάς που θα υποστεί ο τελευταίος αν φάει την μπλόφα – συμπεριλαμβανομένης της μακροχρόνιας ζημιάς από τη δημιουργία προηγουμένου.
Με άλλα λόγια, η πρόβλεψη δυστυχώς είναι απαισιόδοξη: ολοένα και μεγαλύτερες απειλές, ολοένα και πιο παράλογες, ακραίες , τραγικές συμπεριφορές. Ήδη οι γραφικές καρδάρες με το γάλα που χύνονταν πριν την κρίση στην άσφαλτο από τους παραγωγούς δίνουν τη θέση τους στα περίστροφα.
Η νόρμα της απειλής για αυτοκαταστροφή σχετίζεται συνεπώς με τη θεσμική μας δυσλειτουργία. Δεν είναι εύκολο, αν δεν είναι και τελείως ανέφικτο, σ’ αυτές τις συνθήκες να εμπεδωθεί μια νέα κουλτούρα θεσμικής διαφάνειας και κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Τουλάχιστον, να γίνει, έστω και τώρα, αυτό που μπορεί να γίνει: από το στενότατο πια περιθώριο των εναλλακτικών για τη διάθεση πόρων ή την επιβολή βαρών οι επιλογές που θα γίνουν στο εξής να θεμελιώνονται σε ρητά κριτήρια δικαιοσύνης – το γεγονός ότι το σχετικό κριτήριο πχ του φιλελεύθερου διαφέρει απ’ αυτό το σοσιαλιστή είναι εντέλει και το αντικείμενο της πολιτικής διαμάχης.
Σε κάθε περίπτωση, η ρητή ιεράρχηση των αναγκών (κατάργηση του περιοδικού Ραδιοτηλεόραση ή μείωση συντάξεων; – μείωση κομματικών επιχορηγήσεων ή έκτακτες εισφορές;), η δήλωση μετρήσιμων στόχων και η λογοδοσία ως προς την επίτευξή τους, η διακυβέρνηση των πεπερασμένων μέσων και όχι της «πολιτικής βούλησης», ίσως οδηγήσουν κάποτε σε μια συνθήκη που θα ακυρώνει τόσο τις απειλές αυτοκαταστροφής, όσο και τους πολιτικούς δρόμους που τις καθιστούν τελευταίες επιλογές αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης ή, χειρότερα και τραγικότερα, αξιοπρεπούς στάσης ζωής, στο μυαλό όσων τις εκφέρουν.
Όλα αυτά βεβαίως, με την προϋπόθεση ότι δεν είναι ήδη πολύ αργά…
- [1]^ Ολόκληρη η επιστολή εδώ: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=680216
- [2]^ Προς αποφυγή παρεξηγήσεων τονίζω με κάθε δυνατή έμφαση ότι δεν αναφέρομαι στις πράξεις αυτοκτονίας, αλλά στις απειλές αυτοκαταστροφής.
Ένα έθιμο που γελοιοποιεί την Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε: 15/04/2012 Filed under: Uncategorized 7 ΣχόλιαΔεν συνηθίζω να υπεισέρχομαι σε θέματα θρησκευτικής πίστης, όποια και αν είναι αυτή. Δεν έχω ανάγκη να την συμμερίζομαι για να τη σέβομαι. Το θρησκεύεσθαι, αλλά και το μη θρησκεύεσθαι είναι ατομικό δικαίωμα του καθενός. Αν το πάρουμε αυτό το δικαίωμα σοβαρά, θα δεχθούμε ότι δεν πρέπει να χλευάζουμε την πίστη του άλλου ή να τον παρεμποδίζουμε στην εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Η προσβολή και η παρεμπόδιση αυτή είναι ένα κόστος που επιβάλλουμε σε κάποιον – και μάλιστα χωρίς να αντλούμε από αυτό κάποιο όφελος πέρα από το χαιρέκακο συναίσθημα ότι προσβάλλουμε ή καταπιέζουμε κάποιον που έχει άλλη πίστη από τη δική μας. Ένας άνθρωπος με φιλελεύθερες, προοδευτικές και δημοκρατικές αντιλήψεις δεν μπορεί να επιτρέψει την επιβολή ενός τέτοιου –ή οποιουδήποτε άλλου – κόστους σε κάποιον. Είναι σημαντικό να εμπεδώσει ο καθένας από μας ότι καταπίεση κάτω από οποιαδήποτε μορφή είναι επιβολή κάποιου κόστους στον άλλο. Αυτό το κόστος που υφίσταται παρουσιάζεται σε διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι κόστος σε χρήμα ή σε κόπο, ή να επιβάλλει επιβάρυνση στην υγεία, αισθητική ή περιβαλλοντική υποβάθμιση ή περιορισμό στην ελευθερία ή προσβολή στην προσωπικότητα και τα πιστεύω του. Ο απόλυτος σεβασμός, επομένως, της ελευθερίας του θρησκεύεσθαι, η ανεξιθρησκία και γενικότερα η ανεκτικότητα, που η πολιτισμένη ανθρωπότητα έχει αποδεχθεί ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα είναι η πιο σημαντική μορφή του δικαιώματος στην ελευθερία σκέψης και έκφρασης. Εκεί που δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία και δημοκρατία.
Υπάρχει, όμως και ένα έθιμο για το οποίο υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις. Αυτό είναι η μεταφορά του Αγίου Φωτός από την Ιερουσαλήμ μετά την Τελετή της Αφής το Μεγάλο Σάββατο. Προσοχή: δεν παίρνω θέση, όπως, άλλωστε, και το ίδιο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, πάνω στο θαυματουργό χαρακτήρα της Αφής. Είναι, ασφαλώς, θέμα πίστης, όπως όλα τα θαύματα. Ο πιστός μπορεί να παρακολουθήσει την τελετή αυτή, που είναι ένα πολύ παλιό έθιμο και είναι ως εκ τούτου, διατηρητέο. Επιπλέον, δεν βλέπω γιατί όσοι δεν πιστεύουν, είτε στο θαυματουργό χαρακτήρα της Αφής, είτε στην αξία της διατήρησης του εθίμου αυτού, πρέπει να το χλευάζουν. Το ίδιο θα έλεγα για οποιαδήποτε τελετή άλλης θρησκείας, εφόσον δεν δημιουργεί προβλήματα σε τρίτους.Ας πάμε παρακάτω. Είπαμε, λοιπόν ότι ο σεβασμός στη θρησκεία του άλλου είναι βασική υποχρέωση του καθενός από μας, γιατί αλλιώς του επιβάλλουμε ένα κόστος το οποίο ή θα πρέπει να υποστεί, ή να αντιδράσει βίαια. Εδώ, όμως, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον αντίλογο. Η θρησκευτική πρακτική, είτε της «επικρατούσας» θρησκείας, είτε άλλη, συνεπάγεται κάποιο κόστος. Η διακοπή της κυκλοφορίας και η περιφορά του Επιταφίου, για παράδειγμα, επιβάλλει στο κοινωνικό σύνολο ένα κόστος. Θεωρούμε ότι στην πλειονότητά τους οι Έλληνες, ως ορθόδοξοι, δέχονται πρόθυμα να υποστούν αυτό το κόστος. Εφόσον το δέχονται, δεν είναι επιβολή. Τα έθιμα τηρούνται, όσο η θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση αναγνωρίζει την ανάγκη τους.
Επομένως, αυτό το «έθιμο» μας προέκυψε επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ αρκετά πρόσφατα: 1988. Τόσο παλιές είναι οι τιμημένες περγαμηνές του. Σε περίοδο που άνθισε η διαπλοκή και ο κρατισμός – παραμονές του «Τσοβόλα, δώστα όλα»- ένας αμφιλεγόμενος ιεράρχης, ο οποίος στη συνέχεια καθαιρέθηκε και εκθρονίσθηκε, πήρε αυτή τη «θεάρεστη» πρωτοβουλία. Ήταν από εκείνα τα κατορθώματα λαϊκισμού του ΠΑΣΟΚ, που είναι δύσκολα αναστρέψιμα, ακριβώς διότι προστατεύονται από την προβλέψιμη κατακραυγή εκείνων που φρονούν ότι είναι παλιό έθιμο, και κυρίως, ότι οφείλουν όλοι να χρεώνονται το κόστος αυτής της μεταφοράς: ΟΛΟΙ να το χρεώνονται, είτε το δέχονται είτε δεν το δέχονται, ιδίως αν δεν το δέχονται! Εντάσσεται στη νοοτροπία που ενεθάρρυνε και γιγάντωσε η τότε Κατάσταση, τα επίχειρά της οποίας πληρώνουμε τώρα: να πληρώσουν άλλοι για να έχω εγώ την ικανοποίηση και την αγαλλίαση να υποδεχθώ το Άγιο Φως εδώ. Δηλαδή, πριν από το 1988 που δεν γινόταν αυτό, ήταν οι πιστοί αδικημένοι; Ήταν σε χειρότερη μοίρα οι παππούδες τους , που λάβαιναν το Άγιο φως την ώρα της Ανάστασης συμβολικά, από τον ιερέα και στη συνέχεια, ο ένας από τον άλλον;
Βέβαια, δεν θα είχε κανείς αντίρρηση, να γινόταν ναύλωση ειδικού αεροσκάφους, και να ερχόταν με έξοδα εκείνων που ενδιαφέρονται, χωρίς την πολεμική αεροπορία και ειδικά αεροσκάφη, και χωρίς τιμές αρχηγού κράτους, πράγμα που ξεπερνά το μέτρο. Και αυτό μας φέρνει στη δεύτερη αντίρρηση, που έχει να κάνει με την εθνική γελοιοποίηση. Στα μάτια οποιουδήποτε εχέφρονος ανθρώπου, η υποστασιοποίηση ενός άφατου θρησκευτικού μυστηρίου, η μεταχείρισή του σαν να ήταν πράγμα – ένα αντικείμενο που μεταφέρεται, είναι η αποθέωση του παραλόγου. Δεν μπορεί δε, παρά να προκαλέσει θυμηδία στον ξένο παρατηρητή η πληροφορία ότι σ’ αυτό το πράγμα αποδίδονται τιμές αρχηγού κράτους, και ότι η μεταφορά του είναι πολυέξοδη υπόθεση για ένα καταχρεωμένο έθνος. Η γνώση, μάλιστα ότι σοσιαλιστική κυβέρνηση καθιέρωσε αυτό το έθιμο υπογραμμίζει τον λαϊκίστικο κυνισμό της απόφασης: δώσε στους αδαείς κάτι που να τους κάνει εθνικά και δοξαστικά υπερήφανους και βάλτους να πληρώσουν το λογαριασμό, μαζί με όλες τις άλλες «παροχές».
Αυτή η γελοιότητα είναι ένα επιπλέον κόστος που μας επιβάλλεται. Ασφαλώς κάποιοι περινούστατοι στο Υπουργείο Εξωτερικών τότε, σκέφτηκαν ότι μέσα από την θεσμική παρουσία της Ορθοδοξίας στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα θα μπορούσε να παίξει ένα «ειδικό ρόλο». Μια μικρογραφία της –αποτυχημένης- «μεγάλης πολιτικής» του στρατηγού Ντεγκόλ της δεκαετίας ’60 στην Πρόσω Ανατολή! Η έμπνευση πάσχει από πλήρη έλλειψη μέτρου, αν μη τι άλλο. Αλλά η γελοιότητα του μέσου που χρησιμοποιεί οδηγεί στην εις άτοπον απαγωγή της πολιτικής αυτής.
Καλείται, λοιπόν, ο έλληνας φορολογούμενος να γίνει ανάδοχος των εξόδων αυτής της πολιτικής. Θα μου πείτε: αφού δεν ωφελεί κανέναν, γιατί δεν τίθεται τέρμα σ’ αυτό το νεόκοπο έθιμο; Η απάντηση είναι η συνήθης: κανένας δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος τερματισμού του. Και όταν μιλάμε για πολιτικό κόστος, αναφερόμαστε στην αδυναμία του πολιτικού σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο να πει και να εξηγήσει εκείνο που ισχύει, είτε διότι αυτοί στους οποίους απευθύνεται είναι -επιεικώς- ανώριμοι, είτε διότι ενέχεται ο ίδιος στην αρχική σύλληψη ή την εφαρμογή της πολιτικής που καλείται να αναστρέψει. Φοβάται, επομένως, την κατακραυγή, που θα είναι ισχυρότερη από την επιχειρηματολογία του. Δεν πρέπει, βέβαια, να υποτιμάται η ορθοκρισία που διακρίνει το έθνος και την κοινωνία μας, αλλά, όπως είπε κάποτε γνωστός πολιτικός σε ιδιωτική συζήτηση «Κανένας δεν έχασε λεφτά υποτιμώντας την ευφυΐα του Ελληνικού λαού»
.
Εθνικοί γκουρού και βιομηχανία του κενού
Δημοσιεύθηκε: 10/04/2012 Filed under: Uncategorized | Tags: culture, Greece, Politics, populism 3 Σχόλια
Γκουρού στην ινδική παράδοση είναι ο δάσκαλος και καθοδηγητής. Στις δυτικές χώρες ο όρος έχει και μια αρνητική συνδήλωση αφέλειας εκ μέρους των οπαδών του ή/και αγυρτείας του ιδίου. Λειτουργεί ως «νοητάρχης» – λίγο φιλόσοφος, λίγο προφήτης – ως πνεύμα που. Οι εύπιστοι του αποδίδουν ιδιότητες, αν όχι παντογνωσίας, ασφαλώς όμως γνωστικής παναρμοδιότητας όσον αφορά τα παρόντα και τα μέλλοντα στο οικείο περιβάλλον.
Πολλοί σημαντικοί στοχαστές στην ιστορία της δυτικής σκέψης λειτούργησαν ως πνευματικοί γκουρού με αυτήν την έννοια. Αυτό έγινε συχνά άθελά τους: δεν θέλησαν να δημιουργήσουν κάποιον «-ισμό» στο όνομά τους. Παρά τα εκατομμύρια οπαδούς που ορκίστηκαν επί δεκαετίες στο όνομά του, ο Καρλ Μαρξ είχε πει επανειλημμένως απευθυνόμενος στο γαμπρό του Paul Lafargue «το βέβαιο είναι ότι δεν είμαι μαρξιστής»[1]. Μεγάλοι επιστήμονες και φιλόσοφοι όπως ο Adam Smith, ο Charles Darwin, ο Albert Einstein , ο Bertrand Russell, ο John Maynard Keynes, ο Friedrich von Hayek, o Karl Popper, ασφαλώς δημιούργησαν σχολές σκέψης στην ειδικότητά τους, αλλά ποτέ δεν διανοήθηκαν να γίνουν γκουρού, δηλαδή, προφήτες με τη γενική έννοια, δηλαδή, καθοδηγητές και κήρυκες. Ακόμα και στις περιπτώσεις δημοσίων διανοουμένων όπως ο Bertrand Russell, ο Jean–Paul Sartre και ο Noam Chomsky, οι οποίοι εντάχθηκαν σε κινήματα που επέλεξαν να υπηρετήσουν, δεν το έκαναν ως προφήτες και γκουρού, δηλαδή, ως άρχοντες του επιστητού[2].
Και στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται η εξής πρωτοτυπία. Ελλείψει «εθνικών σωτήρων», «εθναρχών» και άλλων θεοποιημένων οντοτήτων αναφύονται εδώ και καιρό Ersatz προφήτες και νοητάρχες, επί το πλείστον διανοούμενοι γιαλαντζί, από το χώρο του θεάματος : του θεάτρου, του κινηματογράφου, του τραγουδιού. Ο λόγος γι αυτό είναι ότι «εις την φυγόπονον Ελλάδα» όπως έγραφε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, οι άνθρωποι δεν επιδίδονται στην ανάγνωση βιβλίων, αλλά μάλλον στο θέαμα. Αυτό επιτάθηκε στη διάρκεια μιας τριακονταετίας λαϊκισμού .
Η εθνική μας κουλτούρα αντλεί τις παραστάσεις της από το παλκοσένικο, την τηλεοπτική ή κινηματογραφική οθόνη, το γήπεδο. Ο λαϊκός αοιδός, ο τραγουδοποιός, ο θεατρικός ή/και τηλεοπτικός γελωτοποιός, γίνεται απόλυτα αποδεκτός σε ρόλο εθνικού γκουρού, ο οποίος κατέχει κάποιο ανεπίγνωστο γνωστικό προνόμιο να διαβάζει σωστά «τα σημεία των καιρών». Ειδικά αν είναι καλλιτεχνικός δημιουργός.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι κακοί, στο είδος του, ο καθένας, αλλά αντίθετα από το Λουμίδη, δεν περιορίζονται σ’ αυτό. Έτσι, έξοχος τραγουδιστής αποφαινόταν κάποτε επί του γλωσσικού ζητήματος, καταφερόμενος κατά του μονοτονικού. Διάσημος ηθοποιός δίκασε και καταδίκασε στη «χλεύη των λαών» τον Πρόεδρο Κλίντον στην Πλατεία Συντάγματος το 1999. Υπερήλικας μουσικοσυνθέτης κηρύσσει «εθνική επανάσταση». Στο ίδιο μήκος κύματος, γνωστός σκηνοθέτης, στην αρχή της κρίσης, παρουσιάστηκε σε τηλεοπτικό κανάλι και με περίσσια θεατρικότητα έκανε τη βαρύγδουπη δήλωση ότι οι Γερμανοί έχουν μέσα στα γονίδια τους το Άουσβιτς, ενώ οι έλληνες έχουν τον Παρθενώνα.
Δεν θέλω να σχολιάσω την ίδια τη δήλωση: οποιοσδήποτε σχολιασμός κινδυνεύει να νοθεύσει τη διαμαντένια –ή σμαραγδένια – καθαρότητα της βλακείας που την εμπνέει. Με ενδιαφέρει κυρίως να απαντηθεί το εξής : τι ιδέες πρυτάνευσαν στη σκέψη αυτών που σκέφθηκαν να τον καλέσουν; Ασφαλώς έκριναν ότι ως καλλιτεχνικός δημιουργός «βλέπει μακρύτερα» από μυωπικούς τεχνοκράτες και άλλους και στενόμυαλους ειδικούς. Και έχει το τεράστιο πλεονέκτημα ότι λέει στον Έλληνα αυτά που θέλει να ακούσει, χωρίς να καταπονείται το πνεύμα του.
Εθνικός γκουρού, προφήτης, θεωρός, διδάσκαλος του έθνους, γνώστης των «σημείων των καιρών» : μορφές εθνικής αγυρτείας που εκτρέφει η απουσία θεσμών και η έλλειψη παιδείας στον τόπο μας. Είναι μορφές που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας του κενού – μιας βιομηχανίας που, δυστυχώς δεν είναι εξαγώγιμη. Προορίζεται αποκλειστικά προς εσωτερική κατανάλωση στη χώρα που κατοικείται από τον ευφυέστερο λαό του κόσμου, όπως ο ίδιος λέει –ασφαλώς μετά λόγου γνώσεως.
[1] « Ce qu’il y a de certain, c’est que moi, je ne suis pas marxiste » http://archive.wikiwix.com/cache/?url=http://www.collectif-smolny.org/article.php3?id_article=1343#nh9&title=L%E2%80%99%C3%A9dification%20d%E2%80%99une%20doctrine%20marxiste
[2] Επί πλέον, ασφαλώς και αυτές τους οι δραστηριότητες δεν αποτελούν τη σημαντικότερή τους προσφορά στο δημόσιο χώρο του πνεύματος.




