Ανοιχτή συζήτηση και ανοιχτή κοινωνία

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Μικρό σχόλιο στο άρθρο του Γιώργου Αρχόντα

Στο άρθρο του αυτό, ο Γιώργος Αρχόντας, παίρνοντας αφορμή από την μετεξέλιξη του «κινήματος των αγανακτισμένων» στην Πλατεία Συντάγματος  σε επιδεινούμενο χάος, δείχνει με συγκεκριμένα παραδείγματα πού οδηγεί μια στάση «τοτεμικής» ταύτισης με συγκροτημένες ομάδες, με μόνο οπλοστάσιο ορισμένες ιδεοληψίες. Η κριτική εγρήγορση που απαιτείται είναι το ίδιον της ανοιχτής κοινωνίας .

Το ζητούμενο δεν είναι η «εγκαθίδρυση» της τελευταίας, η θέσμισή της με καταστατικές διατάξεις, αλλά η αποδοχή των αρχών της στην πράξη, αρχίζοντας με την κριτική απόσταση που οφείλουμε να παίρνουμε, από τις ίδιες μας τις πεποιθήσεις. Εγώ θα πήγαινα ένα βήμα πιο πέρα. Μπορούν δύο και μόνο άτομα να καταστήσουν «εν σμικρώ» την ανοιχτή κοινωνία, όταν συζητούν μεταξύ τους; Μπορούν! Αν συζητούν, με διαφορετικές –ασφαλώς- απόψεις, αλλά με απώτερο σκοπό να φτάσουν πιο κοντά στην αλήθεια, ακόμα και στο πλαίσιο της διαλεκτικής αντιπαλότητας.

Η διαδικασία αυτή είναι ταυτόσημη με αυτό που δύο οικονομολόγοι ονόμασαν Coopetition : συνδυασμό συνεργασίας και ανταγωνισμού, ή μάλλον ανταγωνισμό μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας[1]. Αν πάλι συζητούν, όχι μόνο με –αναπόφευκτη- αντιπαλότητα, αλλά αποφεύγοντας την ευθεία οδό της λογικής επιχειρηματολογίας, με υπεκφυγές, ρητορικά τεχνάσματα και γλωσσικές φιοριτούρες, και μένοντας αδιάφοροι ή κωφοί στην άλλη άποψη, τότε είναι φανερό ότι ο καθένας τους παραμένει μέσα στον κλειστό κύκλο της ιδεοληψίας του. Δεν θα προσπαθήσουν καν να προσεγγίσουν την αλήθεια, διότι θεωρούν ότι την έχουν ήδη βρει και ότι είναι απόλυτη,  αναντίρρητη και α-προβληματική. Τέτοια συζήτηση, αν δεν υπάρχουν άλλοι φραγμοί, θα οδηγήσει στη βία, εφόσον η λογική που είναι το υποκατάστατο της τελευταίας, έχει εξορισθεί αμετάκλητα από συνομιλητές αυτού του είδους.

Θα πρόσθετα ότι το «κίνημα της Πλατείας Συντάγματος» θα μπορούσε, όπως το είχε πει ο Γιώργος Αρχόντας από την αρχή, να εξελιχθεί σε πραγματικό χωνευτήρι νέων δημιουργικών ιδεών, με απώτερο σκοπό την πολιτειακή –όχι μόνο την πολιτική – αναδόμηση. Δεν το μπορεί πια. Πήρε τον δρόμο της καταστροφικής αυτοδιάλυσης που είχαν προβλέψει οι πλέον απαισιόδοξοι. Το πραγματικό χωνευτήρι νέων ιδεών διαμορφώνεται σήμερα πιο υπεύθυνα και πιο άμεσα, αλλά και πιο λογικά, μέσα από τις δεξαμενές σκέψης, τα blogs, το διαδίκτυο εν γένει. Το θετικό είναι ότι η παρουσία τους δείχνει ότι πέρα από τις καταστροφές των ημερών, πέρα από τους 20 τόνους σπασμένα μάρμαρα και τις σκηνές βίας και ανθρώπινου εξευτελισμού, υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα.  


[1] Adam M. Brandenburger & Barry Nalebuff (1996) Co-opetition New York. Doubleday.


Γουρούνια δολοφόνοι!

«Η δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε ένα πεδίο παιγνίων μηδενικού αθροίσματος (ο θάνατός σου – η ζωή μου). Ακόμα χειρότερα, χάνουμε τη δυνατότητα να αναζητούμε μέσω διαλόγου και κριτικής την αλήθεια.»

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Παρακαλώ απαντήστε ειλικρινά στην ερώτηση που ακολουθεί: πόσο προκατειλημμένοι αισθάνεστε ότι είστε; Πόσο σας προδιαθέτει, θετικά ή αρνητικά, το πρόσωπο που εκφέρει μια άποψη για την άποψη αυτή; Σε τι βαθμό η στάση σας έχει ήδη προεξοφληθεί πριν ακούσετε καν το όποιο επιχείρημα; Και, περισσότερο απ’ όλα, κατά πόσο φιλτράρετε εκ των προτέρων τις απόψεις στις οποίες θα εκτεθείτε ώστε να επιβεβαιώνουν την άποψή σας;

Αν σπεύσατε να απαντήσετε «καθόλου», λυπάμαι πολύ αλλά η επιστήμη σας διαψεύδει. Οι επαναστατικές τεχνικές που χρησιμοποιούν σήμερα οι νευροεπιστήμες για την απεικόνιση της λειτουργίας του εγκεφάλου (fMRI, EEG, PET, κτλ) καταδεικνύουν ότι, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε με προκαταλήψεις. Τίποτα καινούργιο βέβαια για την κοινωνική ψυχολογία, για στοχαστές όπως ο Edmund Burke– που χαρακτήριζε την προκατάληψη «συμπυκνωμένη σοφία των αιώνων»[1], ή ο Friedrich Hayek, ο οποίος συνδυάζοντας τη μακρά παράδοση του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού με τα πορίσματα της θεωρητικής ψυχολογίας και της οικονομικής θεωρίας υποστήριζε ότι ο άνθρωπος πρωτίστως και κυρίως ακολουθεί κανόνες και δευτερευόντως – και μόνο όπου πραγματικά χρειάζεται – χρησιμοποιεί τη λογική του για να τους ασκήσει κριτική και να εφεύρει νέους. «Οι λειτουργίες της σκέψης», γράφει ο Hayek παραθέτοντας τον Alfred North Whitehead «μοιάζουν με τις επιθέσεις του ιππικού σε μια μάχη – είναι αυστηρώς περιορισμένες σε αριθμό, απαιτούν ξεκούραστα άλογα και πρέπει να γίνονται μόνο σε καθοριστικές στιγμές»[2].

Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, μερικές φορές αυτά τα άλογα της λογικής τα παραξεκουράζουμε! Και εξηγούμαι:

Παράδειγμα πρώτο: ΜΑΤ και μπάχαλα

Στα συχνά πλέον επεισόδια στις πλατείες και αλλού, πολλοί σπεύδουν να βγάλουν συμπεράσματα, ανάλογα με ποια ομάδα συμπαθούν. «Φταίνε τα γουρούνια οι μπάτσοι» οι μεν, «φταίνε τα ζώα οι μπαχαλάκηδες» οι δε. Τα όποια τεκμήρια (φωτογραφίες, βίντεο κτλ), ερμηνεύονται συχνά ομοίως με τρόπο που να επιβεβαιώνει την αρχική στάση του καθενός.

Και μ’ αυτό τον τρόπο συμβαίνουν τα εξής ωραία: αφ’ ενός, απεκδύεται η ομάδα μας κάθε ευθύνης και μάλιστα εκ των προτέρων. Αφ’ ετέρου, οι αντίπαλοι χάνουν σιγά-σιγά την ανθρώπινή τους ιδιότητα. Οι μπάτσοι είναι γουρούνια, οι μπαχαλάκηδες ζώα (και για μερικούς οι διαμαρτυρόμενοι Αγανακτισμένοι είναι συλλήβδην μπαχαλάκηδες – άρα ζώα): δεν αξίζουν να τους συμπεριφερθείς όπως σε άνθρωπο. Κι αυτό, η αφαίρεση της ηθικής υπόστασης  είναι η πρώτη και σπουδαιότερη προϋπόθεση της βίας: συνέβη με τους Ισπανούς κονκισταδόρες στην Αμερική που κατέσφαζαν τους ιθαγενείς με τη δικαιολογία ότι καθότι αβάφτιστοι δεν έχουν ψυχή, συνέβη με τους ναζί που κατέσφαζαν «υπανθρώπους», συνέβη με τους σταλινικούς, συμβαίνει λίγο-πολύ κάθε φορά που κάποιοι αποφασίζουν ότι χρειάζεται να αφαιρεθούν ανθρώπινες ζωές. Η βία δικαιολογείται γιατί δεν έχει ως αποδέκτες ανθρώπους, ή έστω όντα που θα τους άξιζε να συμπεριληφθούν στους ανθρώπους. Είμαι βέβαιος ότι κάποιοι εν Ελλάδι έχουν ήδη κατακτήσει αυτό το στάδιο της αφαίρεσης.

Παράδειγμα δεύτερο: δίκτυο, μπλογκόσφαιρα και τα λοιπά

Καλό και άγιο το διαδίκτυο. Επαναστατικότατη η δυνατότητα πρόσβασης, αλλά και καταγραφής, μετάδοσης και σχολιασμού των γεγονότων από τους πολίτες, μέσω μπλογκ (καλή ώρα!), twitter, youtube και τα λοιπά. Με μια προϋπόθεση: να μένουμε ανοιχτοί στην αντίθετη άποψη.

Το διαδίκτυο, με όλες του τις συνταρακτικές ευκολίες που μας προσφέρει, ενέχει ένα μεγάλο κίνδυνο: τον αυτοεγκλωβισμό μας σε ένα κύκλο πηγών με τις οποίες εκ των προτέρων συμφωνούμε. Όσοι χρησιμοποιείτε το διαδίκτυο ως κύρια πηγή ενημέρωσης, αναρωτηθείτε: τι ποσοστό των πηγών που επισκέπτεστε γνωρίζετε ότι βλέπουν τα πράγματα υπό πρίσμα διαφορετικό από το δικό σας; Σας έχω άσχημα νέα. Ακόμη και για τους πλέον υποψιασμένους, οι προκαταλήψεις δουλεύουν ασταμάτητα. Με αναγκαστικά ξενόγλωσσους όρους, ιδού κάποιες από αυτές:

  • Halo bias: ένα εξέχον χαρακτηριστικό, θετικό η αρνητικό, της πηγής αρκεί για να μας επηρεάσει σημαντικά ως προς τα υπόλοιπα και κυρίως ως προς το μεταδιδόμενο μήνυμα.
  • Confirmation bias: τείνουμε να υπερεκτιμούμε τη βαρύτητα των επιχειρημάτων που επιβεβαιώνουν την αρχική μας άποψη και αντίστοιχα να υποβαθμίζουμε τα αντεπιχειρήματα
  • Cognitive dissonance: τείνουμε να ερμηνεύουμε επιχειρήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να ταιριάζουν στις αρχικές μας απόψεις, ακόμη και στο βαθμό της πλήρους διαστρέβλωσής τους.
  • Group polarization: μια ομάδα ανθρώπων που πάνω-κάτω συμφωνούν ως προς κάτι, διαβουλευόμενη τείνει να καταλήγει σε πιο ακραίες θέσεις από αυτές που κάθε μέλος της πρέσβευε ατομικά.

Για μια πλήρη έκθεση των διεργασιών αυτών και των συνεπειών τους, παραπέμπω όσους ενδιαφέρονται στο εξαιρετικό έργο του Cass Sunstein, (2005) Why Societies Need Dissent. Cambridge: Harvard University Press, καθώς και σε οποιοδήποτε σοβαρό, σχετικά πρόσφατο εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας.

Με λίγα λόγια: αν ακολουθήσουμε τα ένστικτά μας, αν δηλαδή παρακολουθούμε όλο και περισσότερο πηγές πληροφόρησης με τις οποίες γνωρίζουμε εκ των υστέρων ότι συμφωνούμε και θωρακιζόμαστε από τους αντιφρονούντες, τότε όχι μόνο η εικόνα που θα αποκομίζουμε θα είναι μονόπλευρη, αλλά θα γίνουμε και (πιο) ακραίοι στις πεποιθήσεις μας.

Παράδειγμα τρίτο: κομματική πειθαρχία

Η κομματική πειθαρχία από τη μία διαφέρει γιατί γίνεται συνειδητά. Αν εξαιρέσουμε τις μάλλον γελοίες και σίγουρα απαράδεκτες για εκλεγμένο αντιπρόσωπο του έθνους «αποκαλύψεις» ότι η πειθαρχία αυτή επιβάλλεται με απειλές κατά της ζωής του εκάστοτε βουλευτή και της οικογένειάς του, καθένας από τους 300 φέρει συνειδητά την ευθύνη της ψήφου του. Από την άλλη, μοιάζει με τα παραπάνω ως προς το εξής: ύπατος στόχος δεν είναι η αλήθεια, αλλά η επιβίωση και κατίσχυση της ομάδας έναντι των απέναντι.

Θα είχε ενδιαφέρον οι 300 να μπορούσαν (ή να υποχρεώνονταν) να διατυπώσουν ανώνυμα τις απόψεις τους πριν από κάθε ψηφοφορία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ιδιαίτερα σήμερα, μπορεί να υποθέσει κανείς με μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας ότι τουλάχιστον στα κρίσιμα νομοσχέδια παραπάνω από τους μισούς βουλευτές μάλλον δεν αισθάνονται ιδιαίτερα άνετα με την ψήφο τους.

Παρηγοριά βεβαίως η προσδοκία της εξουσίας, της διατήρησης της, ή – για την ελάσσονα αντιπολίτευση – η ακηλίδωτη (από την πραγματικότητα) προσήλωση στα νάματα της ιδεολογίας. Ενδεχομένως, για τους λιγότερο κυνικούς, και η πεποίθηση ότι η με κάθε μέσο κατίσχυση του κόμματος – ή η ιδεολογική του «καθαρότητα» – αποτελεί προϋπόθεση για το συλλογικό καλό: «για να πάει ο τόπος μπροστά πρέπει πρώτα να ρίξουμε τους άλλους (ή να τους εμποδίσουμε από το να μας ρίξουν εμάς)».

Συμπέρασμα και μια μετριοπαθής πρόταση: Η αλήθεια ως ρυθμιστική αρχή

Και στα τρία παραδείγματα, η πραγματικότητα  έρχεται σε δεύτερη μοίρα έναντι του προσώπου ή της ομάδας που επηρεάζεται από αυτή, και το επιχείρημα έρχεται σε δεύτερη μοίρα έναντι του προσώπου ή της ομάδας που το εκφέρει.

Έτσι όμως η δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε ένα πεδίο παιγνίων μηδενικού αθροίσματος (ο θάνατός σου – η ζωή μου). Ακόμα χειρότερα, χάνουμε τη δυνατότητα να αναζητούμε μέσω διαλόγου και κριτικής την αλήθεια – με την έννοια της αντιστοίχησης στα εμπειρικά δεδομένα – που θα μας πάει παραπέρα. Τα όρια μας γίνονται οι πάσσαλοι στο μαντρί που κλειστήκαμε.

Με άλλα λόγια: οι «δικοί» μας δεν έχουν πάντα δίκιο. Με άλλα λόγια: από τη στιγμή που έχουμε αποκτήσει μια σφαιρική ιδέα των επιχειρημάτων που στηρίζουν τις απόψεις μας, είναι πολύ πιο χρήσιμο να εκτεθούμε, όσο γίνεται πιο ανοιχτά, και στα επιχειρήματα των απέναντι. Με άλλα λόγια: ας επιδιώξουμε, αντί της κατίσχυσης της ομάδας μας, την αλήθεια. Όπως πρότεινε ο Popper, ας παραδεχθούμε ότι «μπορεί εγώ να έχω άδικο και εσύ δίκιο, αλλά από την κοινή μας προσπάθεια μπορεί να φτάσουμε πιο κοντά στην αλήθεια»[3].

Ας αναγνωρίσουμε λοιπόν τις προκαταλήψεις που δουλεύουν εντός μας και ας τις πολεμήσουμε, τουλάχιστον στα σημαντικά. Διαφορετικά, με τα (δανεικά) λεφτά που κάποτε εξασφάλιζαν την συναρμογή των αντιφατικών συμφερόντων αποδεδειγμένα πλέον να μην υπάρχουν, ας ετοιμαζόμαστε για ακόμα μεγαλύτερη πόλωση και βία. Ενδεχομένως δε και για νεκρά ζώα – δίποδα όμως.

 


[1].] Edmund Burke (1790) Reflections on the Revolution in France. (1955) London: J.M. Dent & Sons, 84.

[2] The Constitution of Liberty, Chicago Univerity Press, 1960, σελ 73, αλλά και Law, Legislation andLiberty vol 1: Rules and Order, Chicago Univesity Press, 1973, σσ. 11 κ.ε.

[3] Karl Popper (1945) The Open Society and Its Enemies. London: , Golden Jubilee Edition,London (Routledge) 1995,  455 .


Γιατί μας συνεπαίρνει το ποδόσφαιρο

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Ζητώ ένα διάλειμμα από τους αναγνώστες μας, διότι γράφω ένα κάπως πιο μακροσκελές άρθρο για το Ratio Vincit. Εν αναμονή, παρουσιάζω ένα παλιό μου άρθρο, που μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον, κυρίως για τους ποδοσφαιρόφιλους. Έχει μια περίεργη ιστορία πίσω του. Τον Ιούλιο του 1998, ήμουν στο Πήλιο με τους γιούς μου. Ο Γιάννης Πρετεντέρης μου ζήτησε από το τηλέφωνο να γράψω και να του στείλω με fax ένα άρθρο πάνω στο ποδόσφαιρο γενικώς, διότι σκόπευε να κάνει ένα αφιέρωμα στο Μουντιάλ που τότε το πήρε η Γαλλία με τον θρυλικό Zinedine Zidane. Του είπα ότι είχα μεγάλες δυσκολίες να γράψω ένα τέτοιο άρθρο, ως μη ποδοσφαιρόφιλος. Η απάντηση του Πρετεντέρη ήταν αφοπλιστική: γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Το συζήτησα  με τους γιους μου, 12 και 7 ετών τότε, μου έδωσαν ορισμένες ιδέες, τις οποίες επεξεργάστηκα στη συνέχεια «θεωρητικά» και το έστειλα στο Γιάννη, σκεπτόμενος «ότι βρέξει ας κατεβάσει». Φαίνεται ότι παρά πάσαν προσδοκίαν του γράφοντος πήγε καλά. Αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα ότι το είχαν συμπεριλάβει σε αναγνωστικά του γυμνασίου, υποθέτω στην προσπάθεια της Μέσης Εκπαίδευσης να παράσχουν αναγνώσματα στα παιδιά που να ανταποκρίνονται, θεματολογικά, τουλάχιστον, στα ενδιαφέροντά τους. Προσπάθησα να συμπληρώσω το κενό στη γνώση του θέματος με παρακινδυνευμένες γενικεύσεις. Ελπίζω να ανταποκρίνονται κάπως στην πραγματικότητα.
 

Είχα πάντα την απορία γιατί επικρατεί στην Ελλάδα η ισπανική επωνυμία «Μουντιάλ» για το γεγονός των ημερών. Η απορία μου αυτή δεν αποτελεί μόνο αδυναμία κατανόησης, αλλά και πραγματική αμηχανία μπρος σ’ ένα ακόμη σύμπτωμα της παγκοσμιοποίησης, όπως βιώνεται στον χώρο του μαζικού αθλητισμού. Στον τόπο μας όμως το τρισύλλαβο «Μουντιάλ» ,­ προσφερόμενο άλλοτε MUNDIAL και άλλοτε MUDIAL, προτιμάται ευλόγως σε σχέση με την πολυσύλλαβη επίσημη ονομασία:  «Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου».

Όπως, όμως, και αν ονομάζεται ή προφέρεται το Mundial, το γεγονός αυτό, δεν παύει από το να κυριαρχεί σε παγκόσμια κλίμακα. Κανένας, ακόμη και ο πιο άσχετος με το ποδόσφαιρο ­ όπως ο γράφων ­, δεν μένει ασυγκίνητος από αυτό. Από την Ιαπωνία ως το Καμερούν και από τη Χιλή ως τη Ρωσία, το ποδόσφαιρο είναι σήμερα η κοινή συνισταμένη των λαών, με αποκορύφωμα το Μουντιάλ.

Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί ως προς την αιτία για αυτό. Δύο είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν. Το πρώτο έχει να κάνει με την παγκοσμιότητα του ενδιαφέροντος που προκαλεί ένα αθλητικό γεγονός, το οποίο από τη φύση του δεν μπορεί να έχει καθοριστικές επιπτώσεις στις κοινωνίες, σε αντίθεση με ένα μείζονος σημασίας πολιτικό ή οικονομικό γεγονός. Το δεύτερο και βασικό ερώτημα αφορά άμεσα το ίδιο το άθλημα: Γιατί ειδικά το ποδόσφαιρο ­ και όχι το τένις, το κρίκετ, η κολύμβηση, ο κλασικός αθλητισμός ή ακόμη και το θεαματικότατο μπάσκετ ­ να συγκινεί και να συνεπαίρνει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους ανά την υφήλιο αδιακρίτως πολιτιστικής παράδοσης, φυλής, ιστορίας και κοινωνικών συνθηκών;

Η ψυχαγωγία του όχλου

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι η σημερινή κοινωνία είναι μαζική και μάλιστα παγκόσμια, εφόσον τα μέσα πληροφόρησης είναι μαζικά και άμεσα. Αλλά και η διασκέδαση του ευρύτατου κοινού έχει μαζικό χαρακτήρα. Αυτό το γεγονός όμως δεν είναι καινούργιο. Εχει να κάνει με τη μαζικότητα της ζωής των μεγάλων πόλεων από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ηδη από τον καιρό της αρχαιότητας το ρωμαϊκό αμφιθέατρο αποτελεί τη γνωστότερη, όχι όμως και τη μοναδική περίπτωση μαζικού θεάματος συνυφασμένου με τον αμείλικτο χαρακτήρα της ατομικής και της ομαδικής πάλης. Ας το πούμε απλά: στα μεγάλα αστικά κέντρα η πραγματική ψυχαγωγία των μαζών γίνεται στο ρωμαϊκό ιπποδρόμιο και όχι στο κλασικό αθηναϊκό θέατρο, ούτε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ψυχαγωγία του όχλου απαιτεί θέαμα βίαιης και σκληρής σύγκρουσης μεταξύ ατόμων ή ομάδων. Και αυτό το θέαμα για πρώτη φορά παρέχεται σε μαζική κλίμακα στο ρωμαϊκό αμφιθέατρο.

Στη σύγχρονη εποχή ο κινηματογράφος και ακόμη περισσότερο η τηλεόραση παρέχουν διέξοδο στην ανάγκη τέτοιου θεάματος σε κολοσσιαία κλίμακα. Συγχρόνως η σύγχρονη αρχιτεκτονική παρέχει αυτό το θέαμα σε δεκάδες χιλιάδες φιλάθλους μέσα στα τεράστιας χωρητικότητας στάδια και γήπεδα. Το περίεργο, όμως, είναι η παγκόσμια σύμπνοια γύρω από το ποδόσφαιρο. Η ατομική ένταση και η ευγένεια του τένις προσελκύουν μεγάλα πλήθη σήμερα, όχι όμως υπέρογκα. Από την άλλη μεριά, η ταυρομαχία, ένα θέαμα απίστευτης σκληρότητας και αγριότητας, προσελκύει τα πλήθη, αλλά μόνο μέσα στα όρια μιας συγκεκριμένης πολιτιστικής παράδοσης, που είναι ισπανογενής κατά βάση. Μόνο το ποδόσφαιρο ενώνει τους πάντες και έχει γίνει σήμερα όχι απλώς το παγκόσμιο άθλημα, αλλά η παγκόσμια θρησκεία· κατά τον γάλλο ακαδημαϊκό Jean d’ Ormesson, το νέο «όπιο του λαού».

Το ποδόσφαιρο ως θέαμα αναμφισβήτητα προσφέρει κάτι το μοναδικό. Πρώτα- πρώτα, συνδυάζει θαυμαστές ατομικές επιδόσεις με ομαδικό συντονισμό και αποτελεσματική στρατηγική. Κατά δεύτερο λόγο, ο συνδυασμός σκληρότητας, αντοχής, τεχνικής και «ευφυΐας των ποδιών» διακρίνει το ποδόσφαιρο από όλα τα άλλα αθλήματα. Είναι σκληρό αγώνισμα, συχνά βάναυσο, όπως δεν είναι το βόλεϊ ή το μπάσκετ. Είναι ομαδικό άθλημα, σε αντίθεση με το ακόμη σκληρότερο από αυτό, που είναι η πυγμαχία.

 

Συλλογική ταύτιση

Η ομάδα, σε αντίθεση με τα άτομα, ενώνει οπαδούς, γίνεται «ιδεολογία», απαιτεί προσήλωση και σύμπνοια, παρέχει σύμβολα, σημαίες, ύμνους και χρώματα. Ο καθένας μπορεί να γίνει «μέλος» της ομάδας γινόμενος οπαδός της. Είναι επομένως εύλογο να υποδουλώνονται σε αυτό οι πάντες: όχι μόνο οι φανατικοί «αφιθιονάδος» του ποδοσφαίρου, αλλά και όλοι οι άλλοι ­ πολιτικοί, ιεράρχες, τραγουδιστές, διαμορφωτές κοινής γνώμης. Κανένας δεν τολμά να περιφρονήσει ή να ψέξει ανοιχτά αυτόν τον μοντέρνο θεό. Διότι ακόμη και τα μέτρα και οι διαμαρτυρίες κατά των ταραχοποιών δεν αφορούν άμεσα το άθλημα του ποδοσφαίρου, εφόσον, κατά το κοινώς λεγόμενον, τους «χούλιγκαν» πολλοί εμίσησαν, το δε ποδόσφαιρον ουδείς.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Μουντιάλ και μόνο το Μουντιάλ εγείρει τόσα πάθη, κινητοποιεί τόσα εκατομμύρια οπαδούς στις πέντε ηπείρους και προσφέρει τέτοιες οικονομικές ευκαιρίες σε μεγάλους επενδυτές. Το ανδρικό, ­ ως επί το πλείστον, κοινό συγκινείται περισσότερο από το ποδόσφαιρο σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη άθληση. Είναι ένα παιχνίδι επιθετικό, ομαδικό, εξισωτικό, που ο καθένας παίζει ή έχει παίξει στα χρόνια της νεανικής ηλικίας του. Επιπλέον είναι το κατ’ εξοχήν παιχνίδι που επιτρέπει την ομαδοποίηση μαζών, τη συλλογική ταύτιση μέσα από μια μαχόμενη ομάδα, ορατή και συγκεκριμένη. Η ταύτιση ενός ατόμου με το έθνος, με ένα κόμμα ή μια ιδεολογία, ακόμη και όταν παίρνει επιθετική μορφή, προϋποθέτει τη δυνατότητα αφαίρεσης. Αντίθετα η ταύτιση με τον Ολυμπιακό ή την Τότεναμ δεν έχει τίποτε το αφηρημένο.

 

Η ανδρική «επιθετικότητα»

Η ανάγκη αυτής της επιθετικής συλλογικής ταύτισης είναι παγκόσμια, όμως αφορά κυρίως το ανδρικό φύλο. Οι γυναίκες που παρακολουθούν το Μουντιάλ συντροφεύουν άνδρες και όχι άλλες ομόφυλές τους. Και αυτό είναι φυσιολογικό, εφόσον το ποδόσφαιρο, με τις άγριες χαρές και τις ταπεινωτικές λύπες που προκαλεί, συμπυκνώνει και συμβολίζει τον ρόλο που έχει αναλάβει το ανδρικό φύλο στο ανθρώπινο είδος, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου ή πολιτιστικού περίγυρου. Ως καρποσυλλέκτης, κυνηγός, πολεμιστής, ιππότης, έμπορος ή γιάπης, ο άνδρας «εξειδικεύεται» στην επιθετικότητα.

Οσο και αν έχει μεταβληθεί η θέση της γυναίκας στην κοινωνία στις προηγμένες χώρες, η εξειδίκευση των ρόλων μεταξύ φύλων παραμένει ένα αναμφισβήτητο παγκόσμιο γεγονός σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Το ποδόσφαιρο τονώνει και εκτρέφει αυτή την τάση εν είδει ψυχαγωγίας, εφόσον το παίγνιο καθιερώνει μιμούμενο τελετουργικά και αγωνιστικά μια πράξη. Το Μουντιάλ είναι η κορυφαία εορταστική έκφραση αυτής της τάσης. Υπό συνθήκες που επιτρέπει ­ ή επιβάλλει ­ η παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης, της αγοράς, αλλά και του πολιτισμού, αυτό σημαίνει ότι η συμμετοχή σε αυτή την εκδήλωση όχι μόνο ξεπερνά σε αριθμούς οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική εορτή στον κόσμο, αλλά ότι αυτό γίνεται συγχρόνως εφόσον τον τελικό αγώνα θα τον παρακολουθήσουν πάνω από 2 δισεκατομμύρια θεατές από την τηλεόραση, δηλαδή η μεγάλη πλειονότητα του συνολικού ανδρικού πληθυσμού της γης. Μπορεί να είναι το ποδόσφαιρο η νέα παγκόσμια θρησκεία, όπως συχνά υποστηρίζεται. Αλλά η θρησκεία αυτή δεν έχει δόγμα, παρά μόνο τελετουργικό. Ενα τελετουργικό που απευθύνεται κυρίως στο ανδρικό τμήμα του πληθυσμού, που μέσα από αυτό επιβεβαιώνεται στον ρόλο του.


Κρατισμός και πολιτική αγανάκτηση

Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

«Το «πολιτικό σύστημα» που απογοητεύει τους έλληνες σήμερα, δεν είναι ο «δικομματισμός», αλλά το σπιράλ που δημιουργεί ο κρατισμός σε συνδυασμό με τον κομματισμό και την ψήφο. Είναι  μία ανατροφοδοτούμενη τριάδα: κρατισμός κομματισμός ψήφος→ … ενισχυμένος κρατισμός»

Επί σειρά ετών επαιρόταν ο κάθε Έλληνας για το πόσο ζωντανή και σφύζουσα υγείας ήταν η δημοκρατία του, εφόσον στις εκλογές ψήφιζε το 80%, συχνά και περισσότερο. Ο πολιτικά μη ενεργός πολίτης, αυτός που δεν είναι αρκούντως πολιτικοποιημένος εθεωρείτο περιθωριακός. Αντίθετα, δεν υπήρχε παρά έπαινος για την παρουσία της πολιτικής στα συνδικάτα, στα επιμελητήρια, στα πανεπιστημιακά έδρανα, στα φοιτητικά, ακόμα και μαθητικά, κινήματα.

Ποτέ δεν μου φάνηκε λογικός αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι. Σε αντίθεση με τις επικρατούσες τότε ιδέες, έγραφα επί σειρά ετών, ότι σε μια πραγματικά ανοιχτή κοινωνία, πρέπει να έχει τη θέση του αυτός που δεν θέλει να συμμετέχει στο πολιτικό παιχνίδι. Ας σημειωθεί ότι ονομάζουμε κατ’ ευφημισμόν την ενασχόληση με το τελευταίο «ενδιαφέρον για τα κοινά», λες και τα «κοινά» είναι μόνο το αλισβερίσι για την απόκτηση και άσκηση της εξουσίας, και όχι οι άλλες πολύ πιο δημιουργικές ή ευχάριστες ανθρώπινες ασχολίες, ατομικές ή ομαδικές, αλλά που ωφελούν το σύνολο: η έρευνα, οι τέχνες, το εμπόριο, οι φιλίες, οι επαγγελματικές και οτιδήποτε γεμίζει τη ζωή του ανθρώπου πέρα από την πολιτική.

Ξαφνικά αυτή η ελληνική έπαρση για την μεγάλη – και υποτιθέμενα εύρωστη – πολιτικοποίησή του, πήρε τέλος. Το «πνεύμα της εποχής» δεν αξιολογεί, πλέον, θετικά την πολιτική και τους πολιτικούς. Σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, ένα πολύ μεγάλο μέρος του κοινού, όπως όλα δείχνουν, θεωρεί το πολιτικό σύστημα χρεοκοπημένο. Αν, όμως, όλα πήγαιναν, υποτίθεται καλά εδώ και δεκαετίες τι έφταιξε τελευταία και το ανακηρύσσουμε έκπτωτο και χρεοκοπημένο; Το κράτος μεγάλωνε, διευρυνόντουσαν οι τομείς δράσης του, και ο φορολογούμενος πλήρωνε, σχεδόν αγόγγυστα, διότι κάθε τόσο «εξαγοραζόταν» με βερεσέδες. Το σύστημα λειτουργούσε. Όταν ξέμεινε από βερεσέδες δεν μπορούσε πια να αναπαραχθεί μέσα από το συνεχιζόμενο όργιο παροχών και διορισμών στο οποίο επιδιδόταν επί δεκαετίες. Και ο λαός, οι ψηφοφόροι, οι ωφελημένοι από αυτό το σύστημα ή εκείνοι που προσδοκούσαν όφελος, βρέθηκαν απλήρωτοι, άνεργοι, υπερφορολογημένοι και …υβριζόμενοι: το περίφημο «μαζί τα φάγαμε», δηλαδή, «εσείς τα φάγατε, με τη δική μας βοήθεια».  Οπότε, φυσικά, αγανάκτησαν.

Μ’ άλλα λόγια, για άλλη μια φορά η εθνική έπαρση για το σφρίγος του πολιτικού μας συστήματος βασιζόταν στην επιπολαιότητα της διάγνωσης. Μακράν από το να τεκμαίρει πολιτική συνείδηση της ανάγκης συμμετοχής στα «κοινά», η πολιτικοποίηση ήταν και είναι στη χώρα μας συνδεδεμένη την εξάρτηση από το «δοβλέτι». Το «πολιτικό σύστημα» που απογοητεύει τους έλληνες σήμερα, δεν είναι ο «δικομματισμός», αλλά το σπιράλ που δημιουργεί ο κρατισμός σε συνδυασμό με τον κομματισμό και την ψήφο. Είναι μία  ανατροφοδοτούμενη τριάδα:

κρατισμός κομματισμός ψήφος …ενισχυμένος κρατισμός.

 Η «προοδευτική» διανόηση της εποχής έσπευσε να δώσει εύσημα   «δυναμισμού» σ’ αυτή τη σπειροειδή πορεία. Κι επειδή, η σκέψη τους βασίζεται στην επιβεβαίωση που τους δίδεται από την ιδεολογική κοινότητα στην οποία απευθύνονται, ουδέποτε αμφισβήτησαν ή δέχθηκαν κριτική στην εξήγηση που έδωσαν. Θεώρησαν, μάλιστα, ότι αυτή η αλληλόδραση μεταξύ πολιτικοποίησης και κρατισμού έσπαγε το φράγμα μεταξύ κοινωνίας και κράτους, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Και ακόμα, ορισμένοι ευαγγελίζονταν την κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου! Ποτέ δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους ότι το πολιτικό σύστημα υποφέρει όταν υπερφορτώνεται. Ποτέ δεν δέχθηκαν ότι η πολιτικοποίηση των πάντων αποτελεί απειλή για τις ελευθερίες, ακόμα και για την επιστήμη και τα γράμματα.

Η πολιτική έχει πάντα και πριν απ’ όλα να κάνει με την εξουσία, και εξουσία σημαίνει επιβολή της βούλησης ορισμένων στη βούληση άλλων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η παν-πολιτικοποίηση συνδέεται με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Και για τον ίδιο λόγο, ο φιλελεύθερος αποστρέφεται την πολιτική υπερφόρτωση. Ο  φιλελεύθερος θεωρεί την πολιτική ως αναγκαίο κακό. Η στέρηση της ελευθερίας που συνεπάγεται οποιαδήποτε πολιτική απόφαση, είναι αποτέλεσμα συμμετοχής σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: ο ένας θα κερδίζει όσα θα χάνει ο άλλος. Ακριβώς αυτό επιθυμούν όσοι είναι υπέρ της «παν-πολιτικοποίησης» ή ευαγγελίζονται την «επιστροφή του πολιτικού».

Όμως, κάποια στιγμή έσκασε αυτό που προσφυώς ονομάστηκε «η φούσκα της μεταπολίτευσης», η οποία δεν ήταν μόνο οικονομική, αλλά ιδεολογική και θεσμική. Η φούσκα αυτή δεν είναι άλλη από τον κρατισμό. Και σημαντικό μέρος ευθύνης για την δημιουργία της και τη νομιμοποίησή της έχουν οι ιεροφάντες της  «προοδευτικής» διανόησης, η κύρια αποστολή των οποίων επί τρεις δεκαετίες ήταν να ευλογούν μαζί με τα γένια τους, τον κρατισμό σε όλες του τις εκφάνσεις.

Όσο για αυτούς που διαμαρτύρονται καθημερινά στην πλατεία Συντάγματος, είναι φανερό ότι η αιτία δεν βρίσκεται μόνο στην ανεργία στην οποία καταδικάζονται πολλοί, ή στο γεγονός ότι  φορολογούνται υπέρμετρα ή στην απογοήτευση με την ανικανότητα των κυβερνώντων. Βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι είχαν πιστέψει και βασιστεί στον κρατισμό, το βασικό υπόβαθρο του πολιτικού συστήματος. Και ο κρατισμός έχει μια αρχή γραμμένη στην πόρτα του: ΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ. Οι «άλλοι» -ξένοι πιστωτές – δεν δίνουν άλλη πίστωση, παρά με όρο τη –σταδιακή, έστω- εξαφάνιση του κρατισμού. Αυτό, δεν το καταλαβαίνουν και οι πολιτικοί δεν είναι σε θέση να το εξηγήσουν. Οι αγανακτισμένοι στρέφονται κατά του πολιτικού συστήματος που τους πρόδωσε, και, απαξιώνουν τους πολιτικούς ως πρωταγωνιστές μέσα σ’ αυτό το σύστημα. Θα πρέπει κάποτε να καταλάβουν ότι ο εχθρός τους είναι ο κρατισμός, η γάγγραινα του συστήματος που καταρρέει, και ότι δεν θα νικηθεί αν δεν οι πολίτες –όχι οι πολιτικοί – δεν απαιτήσουν την εξαφάνισή του.

 


Όμορφα και αμεσοδημοκρατικά

Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ

« Στην άμεση δημοκρατία, κερδισμένοι εντέλει δεν βγαίνουν οι πολλοί, αλλά αφ’ ενός οι πιο αποφασισμένοι, οι πιο ισχυροί και ηχηροί, και αφ’ ετέρου οι πιο λαϊκιστές – αρκεί κανείς να δει ποιοι οικονομολόγοι έχουν πέραση στις πλατείες.»

Όμορφα και αμεσοδημοκρατικά.

Να λοιπόν που η πλατεία στηρίζει με ψήφισμά της ανάμεσα στα άλλα και την απεργία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ! Τι σημαίνει όμως αυτό; Προφανώς, αν οι Αγανακτισμένοι αμεσοδημοκράτες εννοούν αυτά που λένε, το ψήφισμα αυτό δεν αντιπροσωπεύει κανέναν άλλο πέρα από τους ψηφίσαντες, δηλαδή κάποιες εκατοντάδες ή έστω λίγες χιλιάδες άτομα. Αλλά και οι  υπόλοιπες αμεσοδημοκρατικές αποφάσεις των πλατειών δεν εκφράζουν κανέναν πέρα από τους ψηφίσαντες ή υπογράψαντες. Διαφορετικά φτάνουμε στο συμπέρασμα πως ακόμα κι οι αμεσοδημοκράτες κάποιους αντιπροσωπεύουν, κι αυτό το έχουν αποκηρύξει ως εξοβελιστέο.

Το αίτημα για άμεση δημοκρατία – που είναι η κυρίαρχη ερμηνεία του συνθήματος «πραγματική δημοκρατία τώρα!» – δεν γεννήθηκε βεβαίως στο κενό. Ήρθε να καλύψει ένα απολύτως υπαρκτό πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης: η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ψηφίστηκε για να κάνει άλλα και κάνει τα αντίθετα. Είναι όμως όντως η άμεση δημοκρατία η καλύτερη, ή έστω εφικτή, λύση στα προβλήματά μας; Έχω ως προς αυτό δύο ιστορίες.

Ιστορία Πρώτη

Στα τελευταία χρόνια της χιλιετίας που μας πέρασε, σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο που θεραπεύει τις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες επί της λεωφόρου Συγγρού, ακουγόταν ηχηρό το αίτημα για κατάληψη. Μπορεί η κατάληψη να είναι αντισυνταγματική ως μέσο διαμαρτυρίας, όμως αφ’ ενός μια αυθαίρετη ερμηνεία του περί ασύλου άρθρου του Συντάγματος, αφ’ ετέρου οι απαράδεκτοι εκτελεστικοί νόμοι του άρθρου αυτού καθώς και η πρακτική δεκαετιών, είχαν πια δημιουργήσει τα δικά τους δεδομένα. Οι ευαγγελιστές της κατάληψης λοιπόν, θεωρώντας ότι οι νόμοι υπάρχουν για να σπάνε μπροστά στη βούληση της πλειοψηφίας, επικαλέστηκαν κατά τη συνήθειά τους την άμεση δημοκρατία. Συγκλήθηκε γι’ αυτό Γενική Συνέλευση με μόνο θέμα την κατάληψη. Από τους χιλιάδες ενεργούς φοιτητές του εν λόγω πανεπιστημίου συγκεντρώθηκε ο διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός των 1500, οι οποίοι και ψήφισαν κατά πλειοψηφία εναντίον της κατάληψης. Οι επίδοξοι καταληψίες δεν πτοήθηκαν. Συγκάλεσαν νέα Γενική Συνέλευση και μετά κι άλλη, κι ύστερα κι άλλη, με ρυθμό μία Συνέλευση κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες. Σημειωτέον δε ότι η κάθε συνέλευση κρατούσε 4 με 5 ώρες και κάθε πρόταση για συμμάζεμα της διαδικασίας απορριπτόταν ως επίθεση στο δικαίωμα για έκφραση. Στο τέλος, οι μετριοπαθέστεροι αντικαταληψίες σιχάθηκαν να παρίστανται σ’ αυτά τα σόου και με τα πολλά η πρόταση για κατάληψη υπερψηφίστηκε.

Ιστορία Δεύτερη

Το ίδιο πανεπιστήμιο, κάποια χρόνια μετά, τελούσε υπό κατάληψη που είχε αποφασιστεί με παρόμοια διαδικασία. Έλα όμως που στο πλαίσιο ενός εργαστηριακού μαθήματος είχε κληθεί – πολύ πριν αρχίσει η κατάληψη – να παρουσιάσει τη δουλειά της μια ερευνήτρια από το εξωτερικό! Το εν λόγω μάθημα γινόταν σε χώρο εκτός του κεντρικού κτηριακού συγκροτήματος του Πανεπιστημίου και οι φοιτητές του μαθήματος, χωρίς να προηγηθεί είναι η αλήθεια ψηφοφορία, ήθελαν να γίνει η παρουσίαση. Όμως, ένα τέταρτο μετά την έναρξή του μαθήματος, εμφανίστηκαν στη αίθουσα πενήντα αμεσοδημοκράτες φοιτητές άλλων τμημάτων παρέα με γνωστό φοιτητοπατέρα καθηγητή – επίσης άλλου τμήματος – και φωνάζοντας συνθήματα ανακοίνωσαν ότι το μάθημα σταματά. Γιατί; «Διότι έτσι έχουν αποφασίσει οι συνάδελφοί σας στη Γενική τους Συνέλευση». Με πρωτοβουλία των φοιτητών που έκαναν μάθημα έγινε εκείνη τη στιγμή ψηφοφορία, που ομόφωνα αποφάσισε το μάθημα να συνεχιστεί. Οι καταληψίες ανένδοτοι! «Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης υπερτερεί και είναι δεσμευτική». Κάποιος άρχισε να επιχειρηματολογεί: «Αφ’ ενός έχουμε την πλειοψηφική απόφαση μιας Γενικής Συνέλευσης για κατάληψη. Εντάξει. Πλειοψηφία όμως υπάρχει κι από κάτω, στους φοιτητές του μαθήματος – και μάλιστα ομόφωνη. Πλειοψηφία υπάρχει και παραδίπλα, στα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών όπου οι φοιτητές – για τους δικούς τους λόγους – έδωσαν αθροιστικά ποσοστό 75% σε παρατάξεις που αντιτίθενται στην κατάληψη. Πλειοψηφία υπάρχει κι από πάνω, στους πολίτες αυτής της χώρας που εξέλεξαν τη συγκεκριμένη Κυβέρνηση για να εφαρμόσει την πολιτική με την οποία εσείς διαφωνείτε. Γιατί λοιπόν να δεχθούμε την πλειοψηφία επί του συνόλου που σας βολεύει; Εξάλλου η κατάληψη βάλλει εναντίον των δικαιωμάτων του έστω και ενός φοιτητή που θέλει να απολαύσει το δικαίωμα της χρήσης του δημόσιου αγαθού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». Το αντεπιχείρημα; «Η πολιτική είναι παιχνίδι εξουσίας και ο καθένας παλεύει με τα μέσα που διαθέτει για τους στόχους του». Αυτό ακριβώς. Όταν η αμεσοδημοκρατικά εκφραζόμενη αρχή της πλειοψηφίας αναδεικνύεται σε ικανή συνθήκη λήψης αποφάσεων από μόνη της, η βία απέχει ένα μόνο βήμα.

Η άμεση δημοκρατία είναι εφικτή σε μικρές κοινότητες ή ομάδες ατόμων. Κι εκεί υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν σαφείς διαδικαστικοί κανόνες και εγγυήσεις υπέρ των εκάστοτε μειοψηφιών. Ίσως, αν εφαρμοστεί σε μικρή κλίμακα – στις γειτονιές, τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, τα δημοτικά διαμερίσματα, τις μικρές πόλεις – μπορεί να εμπλουτίσει τη δημόσια σφαίρα με υπευθυνότητα και συμμετοχική διάθεση, ιδιαίτερα αν οι μετέχοντες μπορούν να δουν τα αποτελέσματα της διαβούλευσής τους. Θέλει όμως κι εδώ προσοχή: εύκολα μπορεί να ξεφύγει σε ατέρμονες συζητήσεις και πολλοί μπορούν να βρουν καλύτερους τρόπους να περνάνε την ώρα τους, αφήνοντας εντέλει τους φανατισμένους να αποφασίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, τα προβλήματα που παρουσιάζει η άμεση δημοκρατία όταν μιλάμε για κοινωνίες εκατομμυρίων ατόμων με περίπλοκα ζητήματα είναι ανυπέρβλητα. Και το χειρότερο απ’ όλα, είναι ακριβώς ότι επιτρέπει, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι η καθ’ ημάς καθόλου ιδανική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τη δυνατότητα οι όποιες ομάδες πίεσης να επιβάλλουν την ατζέντα τους.  Κερδισμένοι εντέλει δεν βγαίνουν οι πολλοί, αλλά αφ’ ενός οι πιο αποφασισμένοι, οι πιο ισχυροί και ηχηροί, και αφ’ ετέρου οι πιο λαϊκιστές – αρκεί κανείς να δει ποιοι οικονομολόγοι έχουν πέραση στις πλατείες.

Αν λοιπόν στόχος είναι η καλύτερη, δικαιότερη, αποτελεσματικότερη διαχείριση των κοινών υποθέσεων και όχι το να βρούμε κάτι να κάνουμε τα βράδια, πρέπει αλλού να αναζητήσουμε τις θεσμικές αλλαγές που χρειάζεται η δημοκρατία μας. Ήτοι στη λογοδοσία, στους μετρήσιμους στόχους, στην ξεκάθαρη παρουσίαση των μέσων που οδηγούν στην επίτευξή τους, στον περιορισμό της ευχέρειας των φορέων της εξουσίας να την καταχρώνται, στην ουσιαστική προστασία των πολιτών έναντι της βίας της πλειοψηφίας και των ισχυρών ή ηχηρών μειοψηφιών.

Το πρόβλημα με άλλα λόγια δεν είναι το ποιος θα κυβερνά, αλλά το πώς αυτός που θα κυβερνά θα έχει όσο το δυνατόν μικρότερη δυνατότητα να κάνει κακό.

Με άλλα λόγια: Εγκληματικό το «λεφτά υπάρχουν» και εξοργιστικό το ότι η πλειονότητα των πολιτών αφέθηκε να εξαπατηθεί από αυτό. Αυτοκαταστροφική η στάση της ελληνικής κοινωνίας συνολικά μπροστά στην κρίση. Όμως οι αμεσοδημοκρατικές μπαρούφες του οικονομολόγου κ. Καζάκη, αν ποτέ εφαρμόζονταν, θα είχαν – κι όμως γίνεται! – πολύ πιο τραγικά αποτελέσματα, ή έστω πολύ πιο γρήγορα στην τραγικότητά τους. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, η συντριπτική πλειονότητα των αμεσοδημοκρατών είναι έτοιμοι να αφεθούν να τους εξαπατήσει ο επόμενος δημαγωγός. Αρκεί να τους απευθύνεται από τις πλατείες.