Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Karl Popper
Δημοσιεύθηκε: 19/07/2011 Filed under: Uncategorized | Tags: athens, Greece, Karl Popper 4 ΣχόλιαΔ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
Έχει θέση η σκέψη του Karl Popper στη χώρα μας; Είναι η Ελλάδα μια ανοιχτή κοινωνία; Φυσικά, δεν εννοώ αν έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία, απλώς και μόνο, αλλά αν ως πολιτισμός, έχουμε δεχθεί και ενστερνισθεί την ιδέα της κοινωνίας ως forum, όπου η ιδέα της αλήθειας λειτουργεί ως ρυθμιστική αρχή, και όπου η κριτική σκέψη μπορεί να παραχθεί και να εκφρασθεί απρόσκοπτα. Η εμπειρία της επίσκεψης του Popper στην Ελλάδα, ένα χρόνο πριν το θάνατό του δείχνει ότι οι ιδέες του δεν έχουν διεισδύσει στην πατρίδα μας και ότι είναι ξένες σε σχέση με τα ενδιαφέροντα της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της χώρας μας.
Η πεποίθηση ότι η ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας δεν είχε ριζώσει στην Ελλάδα και ότι υπήρχε ανάγκη να γίνει αυτό οδήγησε μια μικρή ομάδα φίλων, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο υπογράφων, να οργανώσουν έναν κύκλο ομιλιών το 1983. δώσαμε στην άτυπη ομάδα αυτή ένα όνομα: Όμιλος Κριτικής και Επιστημονικής Σκέψης. Είχαμε επίγνωση ότι δεν ήταν μόνο η πολιτική ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας που απουσίαζε στον τόπο μας, αλλά η ευρύτερη θεώρηση του Karl Popper, δηλαδή, τον κριτικό ορθολογισμό, του φιλελευθερισμό και τον ανοιχτό και δημόσιο χαρακτήρα της επιστημονικής και φιλοσοφικής αναζήτησης.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει, βέβαια, ότι αυτά ήταν και είναι πολυτέλειες για την Ελλάδα. Όμως, δεν είναι, διότι οι συνεπαγωγές της ανοιχτής κοινωνίας, με την ευρύτερη έννοια, αφορούν όλους μας. Η επαφή με την κριτική σκέψη, έστω ενός αρχικού πυρήνα, μπορεί να μπολιάσει το σύνολο, από τη στιγμή που η αρχική προκείμενη της ποπεριανής σκέψης δεν είναι κοινωνικά απωθητική ή διανοητικά δυσπρόσιτη: «Μπορεί εσύ να έχεις δίκιο, κι εγώ άδικο, αλλά με μια κοινή προσπάθεια μπορούμε να φτάσουμε πιο κοντά στην αλήθεια»[1].
Με πρωτοβουλία του Ομίλου οργανώθηκαν άτυπες εβδομαδιαίες συζητήσεις γύρω από ένα «σεμιναριακό» τραπέζι σε χώρο που μας παραχώρησε το Κέντρο Φιλοσοφικών Ερευνών, στην Οδό Χάρητος. Αλλά η τότε κυρίαρχη ιδεολογία ήταν βαριά. Η ιδεολογία αυτή ήταν ένας κακοχωνεμένος μαρξισμός, όπως τον απορροφούσε αβανταδόρικα η δημοσιογραφική προχειρολογία και η «προοδευτική» μερίδα της ακαδημαϊκής κοινότητας. Την εποχή εκείνη, ακόμα και το όνομα του Popper ήταν εκτός «πολιτικής ορθότητας». Τι ρόλο μπορούσε να παίξει η κριτική σκέψη όταν «ο λαός ήταν στην εξουσία»; Τι σημαίνει η φιλοσοφία του Popper, που είναι ο κριτικός ορθολογισμός, από τη στιγμή που δεν εκθειάζεται η ανάγκη «πολιτικοποίησης» της γνώσης; Δεν είχε γράψει ο Popper εναντίον του ολοκληρωτισμού, εναντίον όχι μόνο του Hegel αλλά και του ίδιου του Marx; Δεν ήταν φίλος και συνοδοιπόρος του Hayek, του αντιδραστικού εκείνου μέντορα της φοβερής Margaret Thatcher; Αλλά και στους συντηρητικούς κύκλους, ο Popper ήταν persona non grata αφού καταφέρθηκε κατά του Πλάτωνος, που είναι «εθνικός» μας φιλόσοφος. Δεν υπήρχε, επομένως, πρόσφορο έδαφος για την υποδοχή των ιδεών του Karl Popper. Κάποια στιγμή, το 1985, ο όμιλος αυτοδιαλύθηκε, λόγω εσωτερικών διαφωνιών, μέσα στο βαρύ κλίμα της περιόδου κατά την οποία ο Αγ. Κουτσόγιωργας είχε πει ότι από τη μια μεριά υπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις του φωτός και από την άλλη οι δυνάμεις του σκότους, εννοώντας τις πολιτικές δυνάμεις που ανήκαν στην «εν ευρεία εννοία» Αριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις») και τη ΝΔ ως διάδοχο και συνεχιστή της δικτατορίας, με επικεφαλής τον «αρχιαποστάτη» Μητσοτάκη.
Ξεφεύγοντας από τον επαρχιωτισμό της ελληνικής διανοητικής πρόσληψης του Popper, ας θυμηθούμε τι συνέβη στη διεθνή σκηνή,την εποχή εκείνη. Το 1985 είναι το έτος ανάληψης της εξουσίας από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και η αρχή της πολιτικής της διαφάνειας και της περεστρόικα, που τελικά θα επιφέρει το τέλος του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη το 1989-90, το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης το 1992 και το μετασχηματισμό όλων των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων πλην του ελληνικού. Σκέφθηκα ότι κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία να κληθεί επίσημα ο θαλερός 90χρόνος στην Ελλάδα, προκειμένου να τιμηθεί ως επίτιμος διδάκτωρ από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τότε ήμουν καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και όχι της Αθήνας, αλλά φίλοι μου στο Φιλοσοφικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών με διαβεβαίωσαν ότι θα περνούσαν την πρόταση από τη Γενική Συνέλευση και δεν θα υπήρχε αντίρρηση, εφόσον η τίμηση του μεγάλου φιλοσόφου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών τιμούσε το ίδιο το Πανεπιστήμιο. Αυτό και έγινε με τη συμβολή του καθηγητή και ακαδημαϊκού Ευάγγελου Μητσόπουλου, ο οποίος και έκανε την προσφώνηση στην τελετή. Είχα, ευτυχώς, την αμέριστη υποστήριξη του τότε πρύτανη και φίλου Πέτρου Γέμτου. Έχοντας επίγνωση των συνηθισμένων καθυστερήσεων, όταν είδα τον Popper το Σεπτέμβριο του 1992, του έκανα την πρόταση και του είπα ότι η καλύτερη περίοδος θα ήταν ο Μάιος του επομένου έτους. Αυτό μας άφηνε αρκετό περιθώριο χρόνου για την ολοκλήρωση των διαδικασιών για να δρομολογηθεί για να πραγματοποιηθεί επίσκεψη .
Η αντίδραση του φιλοσόφου ήταν χαρακτηριστική. Ενθουσιάστηκε σαν να ήταν παιδί. Μου είπε, όμως, ότι είχε δεχθεί μια πρόσκληση για το Μάιο από το Πανεπιστήμιο της Πράγας. Του πρότεινα τότε, να έρθει τον Οκτώβριο στην Αθήνα. Όμως ο Popper φοβόταν μην πεθάνει πριν προλάβει να τιμηθεί από την Αθήνα, διότι γι αυτόν ο συμβολισμός και η σημασία της δεν είχε όμοιο, παρά το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Πράγας είναι από τα αρχαιότερα στον κόσμο και τον ανέμεναν πώς και πώς. Προτρέχω για να πω ότι τελικά πήγε τον Οκτώβριο και στην Πράγα, μετά την Αθήνα. Η επίσκεψή του αποτέλεσε εθνικό γεγονός για την Τσεχοσλοβακία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Václav Havel τον δέχθηκε και η προσέλευση στο Πανεπιστήμιο για την τελετή της περιένδυσης δεν είχε προηγούμενο.
Θεωρώντας ότι ήταν πολύ μεγάλη τιμή για την Ελλάδα να έρθει ο σημαντικότερος από τους τότε ζώντες φιλοσόφους, αλλά και ότι η «φιλελεύθερη παράταξη» που τότε κυβερνούσε θα είχε τη διάθεση να «αξιοποιήσει» την επίσκεψη ενός πολύ μεγάλου φιλελεύθερου στοχαστή, προσπάθησα να κάνω ότι ήταν δυνατό ώστε να μην περάσει απαρατήρητη. Έστειλα, μαζί με τις επίσημα τυπωμένες προσκλήσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών προς συναδέλφους καθηγητές, βουλευτές, υπουργούς, μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, στο Δήμο της Αθήνας, σε προσωπικότητες των γραμμάτων και τεχνών, με τη βοήθεια του Πολιτιστικού Κέντρου των Δελφών ως συνοργανωτή. Σε ορισμένους γνωστούς μου συναδέλφους είχα στείλει και ιδιόχειρο σημείωμα.
Δεν παρέλειψα να απευθυνθώ και στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Σκέφθηκα ότι ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής θα έδινε μισή ώρα από το χρόνο του για να δεχθεί τον επίσημο ξένο, εφόσον κάποιος τον ενημέρωνε για τη σημασία αυτής της επίσκεψης. Αυτός ο «κάποιος» μου ήταν γνωστός και προσιτός και ήταν απόλυτα κατάλληλος για αυτή την αποστολή, ως νομικός σύμβουλος του Προέδρου και πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Πρόκειται για τον καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλο. Με διαβεβαίωσε, αφού τον επισκέφθηκα επί τούτω στο γραφείο του στο Προεδρικό Μέγαρο, ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Πρόεδρος να μη δεχθεί τον Karl Popper o Πρόεδρος και ότι αναλάμβανε ο ίδιος να τον ενημερώσει για τη σημασία της επίσκεψης αυτής.
Ο Karl Popper έφτασε στις 16 Μάιου και η τελετή έγινε την επομένη. Από τους προσκεκλημένους δεν είχαν έρθει παρά ελάχιστοι συνάδελφοι. Η Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου ήταν μισοάδεια. Τον κράτησε για αρκετή ώρα ο πρύτανης στο γραφείο του για να προστεθούν και μερικοί ακόμη. Από τον πολιτικό κόσμο δεν είχε έρθει κανένας. Μόνο ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε έρθει, στον οποίο δεν είχε σταλεί επίσημη πρόσκληση, εφόσον δεν είχε επίσημη ιδιότητα τότε. Πληροφορήθηκε από τις εφημερίδες και ήρθε από δικό του προσωπικό ενδιαφέρον.
Δεν δόθηκε συνέχεια στις διαβεβαιώσεις του καθηγητή Παυλόπουλου και δεν πραγματοποιήθηκε η συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ουδέποτε μου δόθηκε η ελάχιστη εξήγηση αν ενημερώθηκε ή όχι, αν απορρίφθηκε η πρόταση από τον Καραμανλή, ή αν ο σύμβουλός του έκρινε ότι δεν μπορούσε να τον ενοχλεί με επουσιώδη ζητήματα. Ο Karl Popper τις επόμενες μέρες πέρασε ένα τριήμερο στην αγαπημένη του τοποθεσία που είναι οι Δελφοί και είχα κι εγώ την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του επί θεμάτων γύρω από τη φιλοσοφία του.
Το περιστατικό αυτό δείχνει κάτι τρομερά αρνητικό για το πολιτιστικό τοπίο της σημερινής Ελλάδας. Επιπλέον, εκθέτει ανεπανόρθωτα την πολιτική τάξη και ιδίως την συντηρητική παράταξη, ακόμα και όταν αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερη.
Επειδή προσπαθώ να συνδυάσω, στο μέτρο των δυνάμεών μου, την αισιοδοξία μου με τον ορθολογισμό, πιστεύω ότι κάποτε θα αντιληφθούν οι συμπατριώτες μου πόσο ζημιώνουν με το να αγνοούν ή να παρανοούν ή να υποτιμούν τη σκέψη ενός μεγάλου θαυμαστή της αρχαίας τους παράδοσης. Μια παράδοση που «οι τα πρώτα φέροντες» της κοινωνίας μας δεν ήξεραν να τιμήσουν με την υποδοχή που του επιφύλαξαν. Ο Karl Popper, όμως, την τίμησε. Όσοι παρευρέθηκαν στην τελετή, δεν θα ξεχάσουν τα λόγια του, απευθυνόμενος σε 50 το πολύ άτομα: «Εδώ, στην Αθήνα, αισθάνομαι ότι πατώ σε ιερό έδαφος»!
[1] “I may be wrong and you may be right, and by an effort we may get nearer to the truth”. Karl Popper (1945) The Open Society and its Enemies.. Vol. II p.225 and (1994) The Myth of the Framework.London: Routledge p. xii.
Εκκλησία και σύγχρονη κοινωνία
Δημοσιεύθηκε: 16/07/2011 Filed under: Uncategorized 1 σχόλιοΔ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
«Για την Εκκλησία της Ελλάδος, η θρησκεία του καθενός δεν είναι μια επιλογή της ελεύθερης βούλησής του. Είναι μέρος της υπόστασης του κάθε γνήσιου Έλληνα. Μπορεί να είναι κανείς μουσουλμάνος, εβραίος, άθεος, καθολικός ή διαμαρτυρόμενος και να είναι Έλληνας πολίτης, αλλά όχι «πραγματικά» Έλληνας με την πλήρη έννοια. Η ορθοδοξία, πάντα σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, είναι συνυπόστατη με τηνελληνικότητα. Αν διαχωρισθεί το ένα από το άλλο, χάνει η Εκκλησία την προνομιακή της θέση στην πολιτεία, πράγμα που σημαίνει όχι μόνο απώλεια κύρους αλλά και ανυπολόγιστη οικονομική ζημία.»
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ σοβαρός προβληματισμός πάνω στη σχέση μεταξύ κράτους και θρησκείας, δηλαδή ανάγκης εδραίωσης κοσμικού κράτους. Χαρακτηριστικά, η συνήθης αναφορά στη σχέση αυτή είναι μεταξύ κράτους και εκκλησίας, υπονοώντας ότι η θρησκεία και το θρησκεύεσθαι ταυτίζεται με την ορθοδοξία: οι «εξαιρέσεις» που αποτελούν οι μουσουλμάνοι, οι ισραηλίτες, οι καθολικοί, οι μη θρησκευόμενοι και άλλοι, αποτελούν μηδαμινό ποσοστό, ώστε να δικαιολογείται αυτή η ταύτιση.
Τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια ότι συγκρούστηκε η Εκκλησία με την Πολιτεία το 2000 για το θέμα των δελτίων ταυτότητας και την αναγραφή του θρησκεύματος σε αυτά. Πολύ πιθανό να επαναληφθεί η διένεξη πιο έντονα σε σχέση με την περιουσία και γενικότερα τα οικονομικά της Εκκλησίας. Όσο, όμως, δεν αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, τέτοιες διενέξεις θα επαναλαμβάνονται και θα καθυστερεί ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Η εκκοσμίκευση του κράτους είναι προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό μιας χώρας. Ο Ο διαχωρισμός μεταξύ κράτους και εκκλησίας έχει πραγματοποιηθεί σε όλες τις προηγμένες χώρες, είτε επίσημα (Γαλλία, Ιταλία) είτε de facto (Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία). Όμως, ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι επιθυμητός μόνο ως μέσον για να επιτευχθεί ο σκοπός της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού. Υπηρετεί άμεσα μια αξία που είναι η ελευθερία συνείδησης και η ανεξιθρησκία. Η αναγνώριση μιας θρησκείας ως επίσημης ή επικρατούσας σε ένα κράτος υποβιβάζει αυτομάτως τις άλλες: η ανεξιθρησκία νοείται ως απλή ανοχή για τις «άλλες», οι οποίες ακολουθούνται «κατά συγγνώμην». Και αυτή η διάκριση, δεν είναι μόνο θεωρητική. Έχει και υλικό αντίκρισμα. Από τη στιγμή που μια θρησκεία αναγνωρίζεται ως επικρατούσα, έχει δικαίωμα προνομιακής μεταχείρισης από την πολιτεία. Και αυτή η προνομιακή μεταχείριση μεταφράζεται σε χρήμα, μεταξύ άλλων: μισθοδοσία κληρικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας –και όχι άλλων δοξασιών- την απαλλαγή από φορολογία και πολλά άλλα.
Το πρόβλημα δεν είναι καθαρά νομικό. Αν ήταν απλώς νομικό, θα μπορούσε να κλείσει οριστικά με την εναργή ανάλυση του αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση, σε συνέντευξή του λίγο πριν πεθάνει[1]. Το δικαίωμα στην ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, λέει ο διαπρεπής συνταγματολόγος, που κατοχυρώνει το άρθρο 13 του Συντάγματος, αποτελεί θεμελιώδη διάταξη του τελευταίου, μη υποκείμενη σε αναθεώρηση, σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 3, η οποία είναι αναθεωρήσιμη και αναφέρεται στην ορθοδοξία ως επικρατούσα θρησκεία. Το θρησκεύεσθαι, υποστηρίζει ορθότατα ο Α. Μάνεσης, είναι ιδιωτική υπόθεση του καθενός. Και το Σύνταγμα οφείλει να κατοχυρώσει αυτό το δικαίωμα, όπως και γενικότερα την ιδιωτικότητα και αυτό γίνεται με τη θέσπιση της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (Ν. 2472/1997).
Αν εκφράζαμε τις ίδιες σκέψεις με όρους πολιτικής κοινωνιολογίας, θα λέγαμε ότι η ορθόδοξη εκκλησία, όπως και κάθε άλλη οργάνωση σε μια σύγχρονη πολιτεία, ανήκει στην κοινωνία πολιτών. Η κοινωνία πολιτών είναι μια σφαίρα ελευθερίας και το κράτος οφείλει να τη σέβεται, ακριβώς επειδή σέβεται την ελευθερία και τα δικαιώματα του πολίτη. Το κράτος οφείλει σεβασμό στην κοινωνία πολιτών και στις οργανώσεις της, που περιλαμβάνουν τους θρησκευτικούς θεσμούς οποιουδήποτε είδους: την ορθόδοξη εκκλησία και τις οργανώσεις της, τις αντίστοιχες καθολικές, προτεσταντικές και άλλες χριστιανικές εκκλησίες ή άλλου τύπου οργανωτικές μορφές, καθώς και εκείνες που ανήκουν σε μη χριστιανικά δόγματα.
Αυτά υποστηρίζουν οι εκσυγχρονιστές. Και αυτό είναι που αρνείται η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, ως επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία. Ας προσπαθήσουμε να δούμε το ζήτημα με τα μάτια της τελευταίας. Πριν απ’ όλα, η Ελληνική Εκκλησία δεν βλέπει τον εαυτό της ως τμήμα της κοινωνίας πολιτών, αλλά ως μέρος του κράτους, με την ευρύτερη έννοια. Και δεν επιθυμεί να παραιτηθεί από αυτόν της το ρόλο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα οικονομικό μονοπώλιο με την καθαρότερη μορφή, που όπως τα περισσότερα μονοπώλια, προστατεύεται από το κράτος.Το μονοπώλιο συνίσταται στην προνομιακή θέση που κατέχει η Εκκλησία της Ελλάδος στα πολιτειακά πράγματα και στην προστασία που απολαμβάνει έναντι άλλων θρησκειών και ομολογιών.
Η ανάγκη του πιστού να θρησκεύεται είναι μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη, αξιοσέβαστη, αλλά δεν παύει από το να είναι ανάγκη, που για να εξυπηρετηθεί χρειάζεται οργάνωση και οικονομικούς πόρους.. Αν τη δει κανείς στο πλαίσιο μιας ανοιχτής κοινωνίας, η δυνατότητα παροχής των καταλλήλων υπηρεσιών που να καλύπτουν την ανάγκη αυτή πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους. Τι δικαιολογεί την αποκλειστικότητα που αναγνωρίζεται στην Εκκλησία της Ελλάδος; Μόνο η αντίληψη του κράτους ως υπεύθυνου για την προστασία της Αληθινής Πίστης. Το κράτος πρέπει, όχι μόνο να στηρίζει τη Μία και μοναδική Εκκλησία που εκφράζει την Πίστη αυτή, αλλά και να καταπολεμά τις αιρέσεις καθώς και να απαγορεύει τον προσηλυτισμό[2]. Αν, όμως, παίρναμε στα σοβαρά την αναγνώριση της ανεξιθρησκίας στη χώρα μας, δεν θα υπήρχε νόμος κατά του προσηλυτισμού και δεν θα υπήρχε Διεύθυνση «Αλλοθρήσκων» και «Αλλοδόξων» στο Υπουργείο Παιδείας. Στο πλαίσιο πραγματικής πνευματικής ελευθερίας, άρα πλουραλισμού και ελεύθερης διακίνησης ιδεών, οι έννοιες του «αλλό»-θρησκου, του «αλλό»-δοξου και του «προσηλυτισμού» δεν έχουν θέση.
Για την Εκκλησία της Ελλάδος, όμως, η θρησκεία του καθενός δεν είναι μια επιλογή της ελεύθερης βούλησής του. Είναι μέρος της υπόστασης του κάθε γνήσιου Ελληνα. Ο Ελληνας, σύμφωνα με αυτήν την ιδέα, δεν γίνεται, αλλά γεννιέται ορθόδοξος. Μπορεί να είναι κανείς μουσουλμάνος, εβραίος, άθεος, καθολικός ή διαμαρτυρόμενος και να είναι έλληνας πολίτης, αλλά όχι «πραγματικά» Ελληνας με την πλήρη έννοια. Η ορθοδοξία, πάντα σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, είναι συνυπόστατη με την ελληνικότητα. Αν διαχωρισθεί το ένα από το άλλο, χάνει η Εκκλησία την προνομιακή της θέση στην πολιτεία, πράγμα που σημαίνει όχι μόνο απώλεια κύρους αλλά και ανυπολόγιστη οικονομική ζημία. Δεν είναι μόνο οι μισθοί των κληρικών που διακυβεύονται, εφόσον σήμερα πληρώνονται από το κράτος, δηλαδή από τους φορολογουμένους ορθόδοξους και μη. Είναι η όλη προστασία που παρέχει το κράτος στην Εκκλησία της Ελλάδος έναντι των «ανταγωνιστικών» δοξασιών (Χιλιαστών, Ευαγγελιστών, Παλαιοημερολογιτών, Ουνιτών κ.ά.).
Η Εκκλησία στο σημείο αυτό δεν συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά από οποιαδήποτε συντεχνία ή άλλη ομάδα πίεσης που ζητούν προστασία των «κεκτημένων δικαιωμάτων» τους από το κράτος. Διακατέχεται από την ίδια αγοραφοβία και τον φόβο του ανταγωνισμού με τις ομάδες αυτές. Πάει πιο πέρα όμως απαιτώντας απόλυτα προνομιακή μεταχείριση, υπό την ιδιότητα του θεματοφύλακα της εθνικής υπόστασης του Ελληνα. Η επιμονή ωστόσο σε προνόμια είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της κοινωνίας πολιτών. Η ιδέα από την οποία εμπνέεται είναι προνεωτερική και προδημοκρατική. Και το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να ενδώσει στην πίεση που οποιοσδήποτε ασκεί για την αναγνώριση οποιουδήποτε προνομίου.
Ο γράφων δεν είναι κατά της θρησκείας, ούτε κατά της ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ένας φωτισμένος ιεράρχης θα έπρεπε να είναι υπέρ του διαχωρισμού θρησκείας και κράτους για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι καθαρά ωφελιμιστικός για την επικρατούσα ορθόδοξη πίστη. Η απαλλαγή από τον κρατικό προστατευτισμό και ο ανταγωνισμός με άλλες δοξασίες, θα αύξανε, αντί να μειώσει, τις παρουσίες των πιστών στις εκκλησίες, όπως συμβαίνει στην Αμερική. Η χαλάρωση που παρατηρείται εδώ και σε πολλές περιπτώσεις, ο μαρασμός της εκκλησιαστικής κοινότητας, οφείλεται στην αδιαφορία της επίσημης εκκλησίας, μια και έχει τη μονοπωλιακή σιγουριά που της προσφέρει το κράτος[3]. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο θα έπρεπε η ηγεσία της Ελληνικής Εκκλησίας να δεχθεί, ακόμα και να επιζητήσει, το διαχωρισμό από το κράτος είναι για το ίδιο της το γόητρο. Αλλιώς παραμένει ένα «προστατευμένο είδος» που μοιραία θα μαραζώσει και θα ωθηθεί στη σφαίρα του άσχετου με την ζώσα κοινωνία. Ήδη στα μάτια πολλών έχει πάρει αυτόν το δρόμο με τα σκάνδαλα που δεν συμμαζεύονται τα οπισθοδρομικά καμώματα πολλών εκπροσώπων της..
Μια άλλη πολιτική, με ένα θαρραλέο βήμα προς τα εμπρός, θα έδινε άλλο αέρα στην ίδια. Ο εύκολος δρόμος είναι συνυφασμένος με τον εκκλησιαστικό λαϊκισμό. Ελληνική παράδοση. Αυτός, όμως, μπορεί να αποδώσει πολύ λίγο, όπως έδειξε η διένεξη για τις ταυτότητες πριν από έντεκα χρόνια. Ο λόγος γι αυτό έχει να κάνει με την αποτυχία της εκκλησίας στην Ελλάδα, ακόμα και σ’ εκείνα που ανέλαβε να εκπληρώσει, και κυρίως στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας του δικού της ποιμνίου. Η ίδια η θρησκευτική υπόσταση του ελληνορθόδοξου βασίζεται σε ελάχιστα στοιχεία πίστης. Οι περισσότεροι συμπατριώτες μας είναι θρησκευτικώς αδιάφοροι, δογματικώς ανίδεοι, λατρευτικώς χαώδεις. Αυτή η διαπίστωση μετρά και την αποτυχία της ελληνορθόδοξης εκκλησίας στο διδακτικό της έργο. Αυτή είναι η «πέτρα της πίστεως» επί της οποίας εδράζεται; Στη θέση της πέτρας αυτής έχει μόνο το κράτος, που την προστατεύει έναντι άλλων ανταγωνιστών, μαζί με τα (ακόμα) κλειστά επαγγέλματα, τους απολαμβάνοντες «φόρους υπέρ τρίτων» και άλλα προσοδοθηρικά αποκτημένα προνόμια.
Αν επιμείνει σ’ αυτή την οδό η Εκκλησία της Ελλάδος, είναι βέβαιο ότι δίνει μάχες χαρακωμάτων, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο αγώνας πια έχει κριθεί αρνητικά για την ίδια. Είναι βέβαιο ότι πολλοί εκπρόσωποί της επαφίενται στην ιστορικιστική πλάνη ότι το μέλλον προβλέπεται να επιβεβαιώσει το παρελθόν. Και στο παρελθόν η εκκλησία κέρδισε πολλές – όχι όλες – τις μάχες που έδωσε με το κράτος. Δεν κέρδισε, όμως, ποτέ τη μάχη με την αγορά και την κοινωνία της κατανάλωσης. Περισσότεροι άνθρωποι θα πάνε για ψώνια απ’ ότι στην Εκκλησία αν ανοίξουν τα σουπερμάρκετ τις Κυριακές. Άλλωστε λιγότεροι εκκλησιάζονται από τότε που δεν κλείνουν υποχρεωτικώς τα καφενεία την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Και αυτό συνέβη όχι διότι η πολιτεία έγινε πιο φιλελεύθερη, αλλά διότι η τηλεόραση κατέστησε ανενεργό την απαγόρευση.
Ο δρόμος προς τον εκσυγχρονισμό είναι ανεπίστρεπτος. Υπάρχει θέση για τη θρησκεία και την πενυματικότητα στο σύγχρονο κόσμο. Αρκεί να γίνει αντιληπτό ότι είναι εξ ίσου θεμιτό, κοινωνικά αξιοπρεπές και πνευματικά ακέραιο να ζει κανείς με ή χωρίς θρησκευτική πίστη. Αν, λοιπόν, η συνύπαρξη μεταξύ θρησκευομένων και μη θρησκευομένων είναι αναγκαία και σύμφυτη με τον τρόπο ζωής μιας σύγχρονης, ανοιχτής κοινωνίας, κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει και μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών δοξασιών. Το κράτος, εκ των πραγμάτων, δεν θα μπορεί να παίξει τον προστατυτικό του ρόλο, προσφέροντας προνομιακή θέση σε μια θρησκεία, θεωρώντας την «επικρατούσα». Όσο διατηρείται «τεχνητά» στη θέση αυτή, τόσο η θα γίνεται όλο και πιο φανερή η απόστασή της από την πραγματικότητα, η αναρμοδιότητά της με το σύγχρονο κόσμο και απώτερα η περιθωριοποίησή της. Ήδη για πολλούς, οι θρησκευτικές τελετές και η εκφορά ορισμένων φράσεων προκαλούν τη θυμηδία : «απεταξάμην τον Σατανάν», «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»[4] κ.α. δηλαδή, τις ακούνε με την ανοχή που δείχνει αναγκαστικά -«κι αυτό θα περάσει»- ανόητους παρήλικες. Αυτός είναι ο προορισμός που τάσσει στον εαυτό της η ορθόδοξη εκκλησία;
[1] Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 21.5.2000.
[2] Άρθρο 13 § 2 του Συντάγματος: «Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων. Η άσκησις της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλη την δημοσίαν τάξιν ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται».
[3] Γ. Σαρηγιαννίδης «Περί διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους» στο forum για την Ελλάδα (2011) Φύλλα Ελευθερίας σ. 108.
[4] ἡ δὲ γυνήγυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα . Επιστολή Παύλου προς Εφεσίους 5, 33. Φυσικά, όλοι γελάνε όταν ακούν αυτή τη φράση σε γαμήλια τελετή, παραγνωρίζοντας ότι το κείμενο δεν λέει ‘να φοβήται’ , αλλά ίνα φοβήται, εννοώντας, βέβαια, να σέβεται τον άνδρα και όλα αυτά μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο όπου τονίζεται η ανάγκη αμοιβαίας προσήλωσης, αγάπης κλπ. Όλα αυτά παραβλέπονται, διότι η Εκκλησία, στο ζήλο της να διατηρήσει κατά γράμμα την αρχαία μορφή και την αρχαΐζουσα γλώσσα, δεν έλαβε τον κόπο να εξηγήσει πέντε πράγματα στους πιστούς της. Με αποτέλεσμα την εξ υπαιτιότητός της γελοιοποίηση του διδάγματός της.
Γιατί η Αλέκα Παπαρήγα έχει δίκιο.
Δημοσιεύθηκε: 14/07/2011 Filed under: Uncategorized ΣχολιάστεΓ. ΑΡΧΟΝΤΑΣ
Πριν από λίγες μέρες, κατά την επίσκεψή της στις εκδηλώσεις του 20ου Αντιιμπεριαλιστικού Διημέρου της ΚΝΕ στα Καμένα Βούρλα, η Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ δήλωσε, μεταξύ άλλων: «Αυτό που εμείς επιδιώκουμε, είναι να κατανοήσει ο λαός ότι δεν έχουμε κρίση χρέους. Έχουμε κρίση του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού συστήματος του καπιταλισμού. Το χρέος είναι επακόλουθο και, αν ο λαός δεν σηκώσει κεφάλι σχεδιασμένα, οργανωμένα και προσανατολισμένα, τότε και μετά από πενήντα χρόνια θα συνάπτονται δάνεια και θα πληρώνουμε ασήκωτα χρέη».
Έχει απόλυτο δίκιο η κυρία Παπαρήγα! Πολύ περισσότερο από τα όποια πυροσβεστικά και διαχειριστικά μέτρα, για να αποφευχθεί η επανάληψη της ίδιας ιστορίας στο μέλλον, χρειάζονται σημαντικές συστημικές αλλαγές. Ιδού οι δύο σημαντικότερες.
1. Σε τα μας.
Η κρίση χρέους, σε ό,τι αφορά τους χειρισμούς της Ελλάδας, δημιουργήθηκε ως επακόλουθο της δυνατότητας των εκάστοτε κυβερνήσεων να συσσωρεύουν ελλείμματα. Εμφατικά: αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να εγγράφουν ελλείμματα χρόνο με το χρόνο, το χρέος δεν θα είχε δημιουργηθεί. Και ξανά: ακόμα και ο χειρότερος πρωθυπουργός, με ολόκληρη την ορδή των Νεφελίμ να τον διατάζει, δεν θα μπορούσε να μας οδηγήσει σ’ αυτή την κρίση, αν δεν είχε τη δυνατότητα συσσώρευσης ελλειμμάτων.
Η μεγάλη δημοσιονομική εκτράχυνση κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Α. Παπανδρέου, με κύρια εργαλεία τον πληθωρισμό και τη δανειοληψία, είχε ως εμφανές αποτέλεσμα ότι «ο κοσμάκης έφαγε ψωμάκι». Είχε όμως και πολύ λιγότερο εμφανείς, καταστροφικές συνέπειες.
Πρώτα απ’ όλα διέστρεψε τα κίνητρα της οικονομικής δράσης. Η παροχή εύκολου χρήματος (το οποίο φυσικά ήταν εξ αρχής γνωστό ότι θα αποπληρώναμε έντοκα αργότερα), κατέστησε επωφελή επενδυτικά σχέδια που υπό άλλες συνθήκες κανείς δεν θα σκεφτόταν να αναλάβει. Στην καλύτερη περίπτωση δημιουργήθηκαν φούσκες οι οποίες για να διατηρηθούν έπρεπε ολοένα και περισσότερο χρήμα να διοχετεύεται σ’ αυτές (βλέπε οικοδομές). Στη χειρότερη περίπτωση, το κράτος μοίραζε τα χρήματα που δανειζόταν στους δικούς του.
Δεύτερη συνέπεια λοιπόν, η κομματικοποίηση της οικονομίας και ο μετασχηματισμός της με επίκεντρο το Δημόσιο. Ο Δημόσιος Υπάλληλος έγινε ο πρώτος κρίκος διοχέτευσης της ρευστότητας στην οικονομία. Η ανεργία αντιμετωπίστηκε με τη διόγκωση του Δημοσίου, το οποίο απαιτούσε ολοένα και περισσότερα χρήματα (από φόρους και νέα δάνεια). Ακόμη και κλάδοι τυπικά ανεξάρτητοι από το Δημόσιο, όπως ο αγροτικός, συνδέθηκαν σε τέτοιο βαθμό με το κράτος ώστε η μεγάλη πλειονότητα των αγροτών να θεωρεί εδώ και καιρό τις επιδοτήσεις βασική προϋπόθεση επιβίωσης. Όσο μάλιστα το χρήμα έρρεε, τόσο πιο ελκυστική γινόταν η προοπτική να εργαστεί κανείς στο Δημόσιο ή στο παρα-Δημόσιο έναντι της αυτόνομης απασχόλησης. Και κάπως έτσι, σταματήσαμε να παράγουμε.
Παράπλευρη συνέπεια το ότι οι ομάδες αυτές απέκτησαν με το χρόνο διαπραγματευτική δύναμη. Ούτε η ΓΕΝΟΠ θα μπορούσε να κατεβάζει διακόπτες, ούτε οι αγρότες θα είχαν λόγο να κλείνουν τις εθνικές, αν δεν ακολουθούταν αυτή η πρακτική. Οι κοινωνικές ομάδες γρήγορα εθίστηκαν στην ιδέα ότι κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο, κανένα αίτημα ανεδαφικό. Μόνη προϋπόθεση η πολιτική βούληση. Άλλωστε, λεφτά υπήρχαν, ή μπορούσαν να βρεθούν από δάνεια.
Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν το μη αναστρέψιμο της επιλογής του Α. Παπανδρέου. Από τη στιγμή που ξεκίνησε η τεχνητή ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω της κατανάλωσης, μέσω πληθωρισμού και δανείων, λίγα πράγματα μπορούσαν να κάνουν οι μετέπειτα κυβερνήσεις. Κι αυτό γιατί, αν προσπαθούσαν να τιθασεύσουν τα δημοσιονομικά ή, ακόμα πιο δύσκολο, να διορθώσουν τις στρεβλώσεις στην οικονομική δράση, θα είχαν να υποστούν όχι μόνο τη γενική λαϊκή δυσαρέσκεια αλλά και μια πολύ απτή και μετρήσιμη ύφεση και άνοδο της ανεργίας. Συνταγή σίγουρης πολιτικής αυτοκτονίας.
Συμπέρασμα: η απόδειξη ότι μάθαμε από τα όσα πάθαμε θα είναι η θεσμική κατοχύρωση, το συντομότερο δυνατό, της υποχρέωσης ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Χωρίς ελλείμματα δεν δημιουργούνται χρέη και κρίσεις δανεισμού. Από την άλλη, αν υπάρχει η δυνατότητα και η κουλτούρα των ελλειμμάτων, άπαξ και ξεκινήσει η χιονοστιβάδα του δανεισμού, δύσκολα σταματά – οι πολίτες βλέπουν τα βραχυπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα και αδιαφορούν για τις καταστροφικές συνέπειες στο μέλλον. Το οποίο μέλλον, όπως αποδείχθηκε, δεν είναι πάντα απώτερο.
2. Έξω από δω.
Σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, η ελληνική και η παγκόσμια κρίση, έχουν κοινή αιτία: τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού.
Η ιστορία είναι γνωστή: ο πατέρας Μπους, πιστεύοντας ότι η ιδιοκτησία είναι προϋπόθεση για υπεύθυνους πολίτες, υποχρέωσε τις τράπεζες ένα ποσοστό των δανείων τους να τα παράσχουν σε αφερέγγυους. Οι τράπεζες ζήτησαν εξασφαλίσεις έναντι του ρίσκου που θα αναλάμβαναν. Έτσι, υπό τις κρατικές ευλογίες, δημιουργήθηκαν τοξικά επενδυτικά προϊόντα που επιμέριζαν το ρίσκο, καταβάλλοντας ουσιαστικά μέρισμα επί του αυξημένου τζίρου (περισσότερα δάνεια ίσον περισσότερος τζίρος).
Όντως περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι υπό κανονικές συνθήκες έπαιρναν δάνεια και αγόραζαν σπίτια. Όντως, η ανάπτυξη των ΗΠΑ πήρε τα πάνω της καθώς ο κατασκευαστικός κλάδος φούσκωνε και μαζί του επακόλουθα ολόκληρη η οικονομία, χρήματα κυκλοφορούσαν και οι τράπεζες αύξαναν διαρκώς τη χρηματιστηριακή τους αξία. Όντως ο πληθωρισμός, που θα ήταν η πρώτη ένδειξη ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά αν ακολουθούταν μια καθαρά κεϋνσιανή πρακτική ενίσχυσης της ρευστότητας, καθυστέρησε να φανεί κρυμμένος κάτω από τα σπίτια που συνήθως δεν είναι καταναλωτικά αγαθά, αλλά περιουσιακά στοιχεία. Μέχρι που τα σπίτια άρχισαν να μπαίνουν σε υποθήκες για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης…
Οι υπόλοιποι πρόεδροι, Δημοκρατικοί (Κλίντον) και Ρεπουμπλικάνοι (Μπους υιός) ομοίως, βλέποντας τα φανερά επωφελή κοινωνικά και αναπτυξιακά αποτελέσματα της κρατικής παρέμβασης στην παροχή χρήματος συνέχισαν την πολιτική αυτή και μάλιστα με διαρκώς εντονότερους ρυθμούς. Οι φούσκες το έχουν αυτό: αν δεν τις τροφοδοτείς ολοένα και περισσότερο σκάνε – αλλά, από την άλλη, κάποια στιγμή σκάνε ούτως η άλλως.
Το χειρότερο όμως ήταν ότι και ο υπόλοιπος πλανήτης ακολούθησε στα βήματα των ΗΠΑ. Όταν οι αμερικανικές τράπεζες τζιράρανε έτσι, κάτι έπρεπε να γίνει και με τις υπόλοιπες, προκειμένου να ανταγωνιστούν αυτό το (αθέμιτο) πλεονέκτημα. Η λύση ήταν προφανής: χαμηλά επιτόκια. Στην περίπτωσή μας η ΕΚΤ έφτασε να ορίζει κεντρικό επιτόκιο 0,5% λίγο πριν σκάσει η κρίση το 2008! Και βεβαίως η Ελλάδα έσπευσε, όσο μπορούσε λόγω ευρώ, να «επωφεληθεί» από τα χαμηλά επιτόκια για να διευρύνει ακόμη περισσότερο το χρέος της.
Εμφατικά: αν οι κυβερνήσεις (πρώτα των ΗΠΑ και στη συνέχεια της ΕΕ και αλλού) δεν συνωμοτούσαν με τις τράπεζες για να ενισχύσουν τεχνητά την ανάπτυξη μέσω χαμηλών επιτοκίων, ούτε τέτοια κρίση θα είχαμε, ούτε τα «καταραμένα» ασφάλιστρα κινδύνου ή τα δομημένα ομόλογα θα είχαν δημιουργηθεί.
Απόδειξη λοιπόν ότι μάθαμε από όσα πάθαμε θα είναι η αφαίρεση από τις Κεντρικές Τράπεζες η δυνατότητα τέτοιων παρεμβάσεων στην παροχή του χρήματος. Δύσκολο – πολύ δύσκολο – αλλά εφικτό.
Επίλογος: Επανάσταση λαέ;
Ο καπιταλισμός λοιπόν βρίσκεται σε κρίση. Όμως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του έναντι των εναλλακτικών είναι η προσαρμοστικότητά του. Οι οικονομικές θεωρίες που μας οδήγησαν στην κρίση στην Ελλάδα και τον κόσμο, δεν είναι οι μόνες. Η Αυστριακή Οικονομική Σχολή εδώ και δεκαετίες έχει περιγράψει το μηχανισμό δημιουργίας των κρίσεων μέσα από την παρέμβαση των κυβερνήσεων στην παροχή χρήματος μέσω των τραπεζών για την τεχνητή ενίσχυση της ανάπτυξης[1]. Είναι μια εναλλακτική που δεν είχε πέραση, κυρίως γιατί υπογραμμίζει πως το εύρος των όσων μπορεί το κράτος και οι φορείς του να κάνουν επωφελώς είναι μικρότερο απ’ ό,τι συνήθως φανταζόμαστε.
Η αγορά είναι πάνω απ’ όλα μηχανισμός συντονισμού των σχεδίων των ανθρώπων. Συντονισμού κατ’ ανάγκη ατελούς καθώς οι πληροφορίες πάνω στις οποίες βασίζουμε τα σχέδιά μας είναι με τη σειρά τους πάντα ατελείς, αποσπασματικές, συχνά υπόρρητες. Λάθη συμβαίνουν διαρκώς, καθημερινά. Η οικονομία βρίσκεται σε διαρκή ανισσοροπία, είναι μια δυναμική διαδικασία προσαρμογής και αλλαγών. Προϋπόθεση για την προσαρμογή αυτή είναι η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών, που συμπυκνώνουν και καθιστούν διαθέσιμη την αναγκαία πληροφορία. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η μη παρέμβαση στην παροχή και την αξία του χρήματος. Μόνο έτσι τα λάθη γίνονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, αυτό των επιμέρους επενδυτικών σχεδίων. Και μόνο έτσι, υπάρχουν πάντα εναλλακτικές στρατηγικές, έτοιμες να πάρουν τη θέση τους.
Ο σοσιαλισμός βασίζεται στην υπόθεση ότι η πληροφορία αυτή μπορεί να συγκεντρωθεί κεντρικά. Ο καπιταλισμός που οδήγησε στην κρίση, βασίστηκε στην υπόθεση ότι είναι εφικτή και επιθυμητή η παρέμβαση στα επιτόκια για την ενίσχυση της ανάπτυξης.
Απέναντι σ’ αυτές τις λανθασμένες υποθέσεις, υπάρχει εναλλακτική. Και ως προς αυτό, για να αφαιρέσουμε από τις Κυβερνήσεις, τις Κεντρικές Τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα τη δυνατότητα να δημιουργούν κρίσεις κρύβοντας τις καταστροφικές συνέπειες των επιλογών τους κάτω από τα λαοφιλή βραχυχρόνια αποτελέσματα του πληθωρισμού, χρειάζεται όντως ο λαός να «σηκώσει κεφάλι σχεδιασμένα, οργανωμένα και προσανατολισμένα». Διαφορετικά όντως «και μετά από πενήντα χρόνια θα συνάπτονται δάνεια και θα πληρώνουμε ασήκωτα χρέη».
[1] Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση της αυστριακής προσέγγισης στο μηχανισμό αυτό βλ. το συλλογικό Richard M. Ebeling (ed). The Austrian Theory of Trade Cycle and other essays, the Ludwig von Mises Institute, 1996, δωρεάν διαθέσιμο εδώ: http://mises.org/pdf/austtrad.pdf
Η βία ως καθεστώς και ο λόγος ως δύναμη
Δημοσιεύθηκε: 07/07/2011 Filed under: Uncategorized ΣχολιάστεΕίναι πολύ λυπηρό φαινόμενο η εξάπλωση της βίας, όπως σημειώνει ο Γ. Σιακαντάρης. Ένα πρόσφατο γεγονός είναι η ματαίωση της παρουσίασης του βιβλίου Νότη Ανανιάδη «Σκιές στο Νερό» , με ομιλητές τους Φ. Κουβέλη και τον Δ. Καρύδη και Α. Ανδριανόπουλο στον Πειραιά λόγω φόβου –ή μάλλον βεβαιότητας για την πρόθεση ορισμένων να προβούν σε βίαια επεισόδια και καταστροφές.
Δυστυχώς τέτοια επεισόδια επαναλαμβάνονται συνεχώς. Είναι η επιβολή της θέλησης των ισχυρών επί των αδυνάτων. Δεν λέω «των ολίγων επί των πολλών», παρά το γεγονός ότι είναι όντως ολίγοι αυτοί που το κάνουν, είτε ως πρωταγωνιστές του «δεν πληρώνω» στα διόδια, είτε ως «μπαχαλάκηδες» στις διαδηλώσεις, είτε ως «καταληψίες» στα πανεπιστήμια και αλλού. Το σημαντικό, όμως, δεν είναι ότι είναι λίγοι και εμείς είμαστε πολλοί. Διότι και πολλοί να ήταν έναντι των ολίγων, πάλι απαράδεκτη θα ήταν μια τέτοια συμπεριφορά. Αν μη τι άλλο, μας μειώνει πολιτιστικά και μας αφοπλίζει κοινωνικά ως μέθοδος πολιτικής δράσης. Μια μέθοδος που γίνεται οσημέραι S.O.P. (standard operating procedure) σταθερή λειτουργική διαδικασία για ορισμένες πολιτικές δυνάμεις.
Το Ratio Vincit είναι αφιερωμένο στην υποστήριξη του Λόγου ως δύναμη που υπερνικά, τελικά, το ανορθόλογο σε όλες του τις μορφές. Εμπνέεται από τη φιλοσοφία του Karl Popper, ενός από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα και κύριο εκφραστή της ιδέας της ανοιχτής κοινωνίας και της λογικότητας στις ανθρώπινες σχέσεις. Μπορούμε να φανταστούμε τον Karl Popper να προσπαθεί να πείσει με λογικά επιχειρήματα έναν από τους βασιβουζούκους που ματαίωσαν την παρουσίαση του βιβλίου του Ανανιάδη, ή που προπηλάκισαν βουλευτές; Μπορούμε. Δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στη «συζήτηση» που είχε με ένστολο οπαδό «ριζικών» λύσεων στην Αυστρία το 1932, μετά από βίαια επεισόδια[1]. Ο νεαρός, του είπε «Εσύ γουστάρεις να συζητάς. Εγώ γουστάρω να πυροβολώ». Ο σύγχρονος εκπρόσωπος του είδους, νεοελληνικής εκδοχής, θα του έλεγε «Εσύ γουστάρεις κουβέντες. Εγώ γουστάρω να καταστρέφω». Και αυτό, μόνο στην εντελώς υποθετική περίπτωση που θα μιλούσε αντί να «εξηγηθεί μπουνιές» απ’ ευθείας.
Μπρος σ’ αυτήν τη ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση, οι φωνές της λογικής εξασθενούν. Οι πολιτικές δυνάμεις που επενδύουν στη βία έχουν κάθε λόγο να συνεχίσουν το έργο τους. Το καθεστώς της βίας ενισχύεται, μπρος σε μια αποδεδειγμένα άβουλη και διαιρεμένη κυβέρνηση και μια ανίκανη αντιπολίτευση, με ένα κοινωνικό σύνολο ολοκληρωτικά εξαρτώμενο από το κράτος και διαποτισμένο με την ιδεολογία του κρατισμού.
Μπορεί η κοινωνία να αναπτύξει αντισώματα; Δεν έχουμε άλλη επιλογή από την ελπίδα ότι μπορεί. Μπορεί και οφείλει να ανορθωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Με τη διαφορά ότι δεν αρκούν ρητορικές κορώνες ή εξάρσεις. Εμείς, από αυτή την έπαλξη θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε το Λόγο κατά του ανορθολογισμού και του βασιβουζουκισμού, την κριτική στάση, τη δυνατότητα διαλόγου. Πιστεύουμε στην κυριαρχία του Λόγου.
[1] Ούτε η Αυστρία, ούτε η Γερμανία ήταν τότε υπό τον έλεγχο του Χίτλερ. Ο τελευτάιος έρχεται στην εξουσία στη Γερμανία το 1933. Η Αυστρία προσαρτήθηκε το 1938.
Η πολυτέλεια του ανορθόλογου
Δημοσιεύθηκε: 06/07/2011 Filed under: Uncategorized 2 Σχόλια
«Ο ορθός Λόγος συνυφαίνεται με την ιδέα της κριτικής. Αυτό συνάγεται αβίαστα από την υποβολή οποιασδήποτε πρότασης, οποιασδήποτε θεωρίας ή δοκιμαστικής λύσης σε κάποιο πρόβλημα σε συζήτηση. Το ανορθόλογο εμφανίζεται με την άρνηση της κριτικής, συνήθως με την προβολή υποκατάστατου της κριτικής, που είναι η απειλή χρήσης βίας, ή η ίδια η χρήση βίας ή η δογματική και πεισματική εμμονή σε κάποια θέση, χωρίς χρήση επιχειρημάτων.»
Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
Μπορεί κανείς να επιδεικνύει μια ολότελα ανορθολογική στάση πάνω σ’ ένα θέμα, είτε αυτό αφορά στη δική του ζωή, στις αποφάσεις που παίρνει, είτε αφορά τον κόσμο. Αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ, αν το κόστος του ανορθολογισμού του είναι υπέρμετρο. Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι και το ανορθόλογο έχει την ψυχολογική, και ευρύτερα την κοινωνική του λειτουργία. Εξηγούμαι.
Είναι δυνατό μια ανορθολογική πεποίθηση που έχει κάποιος πάνω σε κάτι, να τον βοηθάει να είναι ευτυχέστερος ή πιο αισιόδοξος στη ζωή ή σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως ένας αγώνας τένις, στον οποίο ακόμα και οι πιο εξωφρενικές προλήψεις τονώνουν την ψυχολογία του παίκτη[1]. Στην κοινωνία επίσης, ορισμένες πρακτικές τελετουργικού τύπου, ιδίως σε κλειστές, παραδοσιακές κοινότητες, μας βεβαιώνει η ανθρωπολογική επιστήμη ότι παίζουν σπουδαίο ρολό στην εξασφάλιση κοινωνικής συνοχής. Όμως, έχοντας ξεπεράσει κάποιο στάδιο στην ανθρωπινή εξέλιξη, τόσο η ατομική ψυχολογική ισορροπία, όσο και η ενότητα και σταθερότητα μιας κοινωνικής οργάνωσης, μπορούν να στηρίζονται σε «γνωστικά ουδέτερους» αρμούς. Η θεοποίηση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, έπαιζε ένα ρολό συνοχής στο αχανές πολυεθνικό σύνολο υπό τον έλεγχό τους και ήταν, επομένως, πολιτικά αναγκαίος, αν το ζητούμενο ήταν πριν απ’ όλα, η διατήρηση της ενότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Με την ανάδυση της ανοιχτής κοινωνίας αυτό αλλάζει. Η παρουσία του ανορθόλογου στην κοινωνική ζωή δεν είναι απαραίτητη. Ας δούμε γιατί. Η ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας αποτελεί κληρονομιά του Διαφωτισμού. Τα πάντα υπόκεινται στον κριτικό έλεγχο του ανθρώπου, που πραγματοποιείται μπρος στο δικαστήριο του Λόγου, όπως έγραφε ο Kant[2]. Η κοινωνία, μπορεί με αυτόν τον τρόπο να αυτοθεσπίζεται.Γι αυτό και συνδέεται με την αρχή της δημοσιότητας και της ακηδεμόνευτης σκέψης και δράσης του ανθρώπου. H δυνατότητα και η ανάγκη ανοιχτής κριτικής συζήτησης ανάγεται σε θεμελιακή θεσμική αρχή, τόσο όσον αφορά τον κόσμο της γνώσης, όσο και την κοινωνία ευρύτερα. Αν, όμως, η σκέψη μας είναι ακηδεμόνευτη, τότε η ανοιχτή κοινωνία αποτελεί την οικολογική εστία της κριτικής σκέψης, του ορθού Λόγου. Εννοείται, ότι όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «κριτική», εννοούμε προσπάθεια αναίρεσης μιας υπόθεσης ή μιας πρότασης, και όχι επικριτική στάση σε ενέργειες, θεσμούς, πρόσωπα ή ιδέες.
Βέβαια, ορισμένα στοιχεία, φαινομενικά ή πραγματικά, ανορθολογικών στοιχείων επιβιώνουν στην ανοιχτή κοινωνία. Στη Βρετανία, που είναι η αρχαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία της υφηλίου και πρότυπο ανοιχτής κοινωνίας – με τις ατέλειες της, ασφαλώς – επιβιώνουν αμέτρητα «ανορθολογικά» κατάλοιπα. Δεν είναι μόνο η αναχρονιστική Βουλή των Λόρδων, με τους μη εκλεγμένους άρχοντες, αλλά και πολλά «περίεργα» ή «εξωτικά» πράγματα, όπως το Υπουργείο του Δουκάτου του Λάνκαστερ, ο Λόρδος Σφραγιδοφύλακας και άλλα ακόμη. Αυτά δεν αλλοιώνουν, όπως πολλοί λανθασμένα νομίζουν, το δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά αυξάνουν το κόστος της λειτουργίας του. Οι βρετανοί, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, προτιμούν να διατηρούν το παραδοσιακό περίβλημα των δημοκρατικών τους θεσμών, διότι μέσα από τη διατήρηση της παράδοσης, εξασφαλίζεται η εθνική τους συνοχή και η συλλογική εικόνα της ιστορικής συνέχειας. Υπό τις συνθήκες αυτές επωμίζονται το κόστος του παραλόγου, εφόσον ο κοινωνικός του ρόλος αξιολογείται θετικά σε σχέση με τον αρνητικό. Τώρα, ας κάνουμε την υπόθεση ότι στο μέλλον το κόστος αυτό αυξάνεται πολύ. Το σύνολο όλων αυτών των «παραδοσιακών» και κάπως «γραφικών» στοιχείων μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλεί απαράδεκτες καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες, θεσμικές ανεπάρκειες και υπέρμετρα οικονομικά βάρη για τους πολίτες. Τότε το ανορθόλογο αναγνωρίζεται ως περιττή πολυτέλεια που δεν μπορεί να αντέξει το σύστημα, και που η χώρα θα απορρίψει. Αυτό συνέβη με την παραδοσιακή υποδιαίρεση της βρετανικής λίρας σε σελίνια και πένες που αντικαταστάθηκε με τη δεκαδική υποδιαίρεση το 1971. Το κόστος διατήρησης του παλιού συστήματος ήταν μεγαλύτερο από το όφελος που προέκυπτε από τη διατήρησή του. Από τη στιγμή που υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την κριτική εξέταση μέσω ανοιχτής συζήτησης, οποιαδήποτε αλλαγή είναι δυνατή. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο παρέχεται από την ανοιχτή κοινωνία.
Η ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας βασίζεται στην θέσμιση της κριτικής ως μεθόδου ελέγχου των πολιτικών αποφάσεων, παράλληλα με την αναγνώρισή του ρόλου της τελευταίας στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Η δυνατότητα κριτικής είναι απαραίτητη, διότι είναι ο οικονομικότερος τρόπος να δοκιμάζεται μια θεωρία ή μια πολιτική πρόταση, πριν εφαρμοστεί ή πριν συνεχισθεί η εφαρμογή της, αν κριθεί ως υστερούσα. Τόσο μια πολιτική απόφαση, όσο και μια απόφαση στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας αφορά την υιοθέτηση μιας λύσης σε κάποιο πρόβλημα. Εδώ μπορεί να νομιστεί ότι η ανοιχτή κοινωνία είναι δυτικό πολιτιστικό προϊόν, ότι το δημοκρατικό πολίτευμα, που είναι η πολιτειακή έκφραση της ανοιχτής κοινωνίας, ταιριάζει σε χώρες του δυτικού πολιτισμού, όχι όμως σε άλλες, που έχουν άλλες παραδόσεις. Όμως, αυτό δεν ισχύει, από τη στιγμή που η δημοκρατία αναγνωρίζεται ότι αποτελεί, όχι πολιτιστική ιδιαιτερότητα, αλλά τουναντίον εξελικτική καθολικότητα , όπως έδειξε ο μεγάλος αμερικανός κοινωνιολόγος Talcott Parsons ήδη από το 1964[3]. Το νόημα της εξελικτικής καθολικότητας είναι ότι αποτελεί προϊόν της εξέλιξης του ανθρώπου και ότι έχει παγκόσμιο χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τις ιστορικές περιστάσεις γένεσης ή εισαγωγής της σε μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ομάδα. Ο Parsons, στο σημαντικό αυτό άρθρο, αναφέρει ορισμένες τέτοιες «εξελικτικές καθολικότητες» που απαντώνται παντού και που αποτελούν αναγκαίους σταθμούς στην ιστορία της ανθρωπότητας, ανάμεσα στις οποίες είναι η φωτιά, η χρήση της γλώσσας και η δημοκρατία.
Αν θεωρήσουμε ότι η σύγχρονη, ανοιχτή, νεωτερική κοινωνία αποτελεί μια εξελικτική καθολικότητα τότε η νεωτερικότητα αποτελεί μια σύνθεση ιστορικών στοιχείων που καθιστά ανεπίστρεπτα ορισμένα χαρακτηριστικά της: εκείνα που είναι συνυφασμένα με την αναπτυσσόμενη γνώση, την τεχνολογία, τους ελεγχόμενους θεσμούς. Όταν μιλάμε για κριτική εννοείται ότι δεχόμαστε την αλήθεια ως ρυθμιστική αρχή ώστε να μπορούν να ισχύουν οι αναιρέσεις θεωριών και προτάσεων. Η κριτική δεν απευθύνεται σε πρόσωπα, αλλά σε θεωρίες, σε υποθέσεις. Είναι δημόσια: ανοιχτή με την πλήρη έννοια. Προϋποθέτει την διεξαγωγή συζήτησης σε ανοιχτό φόρουμ, ακόμα κι αν αυτό αποτελείται από ένα στενό σεμιναριακό κύκλο. Η συζήτηση έχει δημόσιο χαρακτήρα, με την έννοια ότι διεξάγεται μέσα σε ένα ανοιχτό φόρουμ. Βασίζεται στην δυνατότητα δι-υποκειμενικών ελέγχων που συνδέονται με την ίδια την έννοια της δημοσιότητας, δηλαδή του ανοιχτού χαρακτήρα της γνώσης και των θεσμών.
Η ανοιχτή κοινωνία πρέπει να νοηθεί ως ένα τέτοιο φόρουμ. Ο λόγος για τον παραλληλισμό ανάμεσα στην ανοιχτή κοινωνία και την επιστημονική πολιτεία συνίσταται στο ότι εντάσσονται και οι δύο σε ένα κοινό θεωρητικό μοντέλο εξελικτικής διαδικασίας: μια τεχνητή εξελικτική πίεση [4]. Η πίεση αυτή ασκείται μέσω του Λόγου, με στόχο την επίλυση πρακτικών ή/και θεωρητικών προβλημάτων, και τη συνακόλουθη βελτίωση των συνθηκών ζωής ή/και την ανάπτυξη της γνώσης. Η δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία σε μια ανοιχτή κοινωνία ως εξελικτική καθολικότητα, κατά Talcott Parsons, μπορεί α νοηθεί ως θεσμικό καταστάλαγμα της αναγνώρισης της ανάγκης ελέγχου της εξουσίας. Και έλεγχος σημαίνει αυστηρή χρήση της λογικής, εφόσον η τελευταία πρέπει να νοηθεί ως όργανο της κριτική , όπως γράφει ο Popper [5]. Ο ορθός Λόγος, μ’ άλλα λόγια, συνυφαίνεται με την ιδέα της κριτικής. Αυτό συνάγεται αβίαστα από την υποβολή οποιασδήποτε πρότασης, οποιασδήποτε θεωρίας ή δοκιμαστικής λύσης σε κάποιο πρόβλημα σε συζήτηση. Το ανορθόλογο εμφανίζεται με την άρνηση της κριτικής, συνήθως με την προβολή υποκατάστατου της κριτικής, που είναι η απειλή χρήσης βίας, ή η ίδια η χρήση βίας ή η δογματική και πεισματική εμμονή σε κάποια θέση, χωρίς χρήση επιχειρημάτων.
Δεν γίνεται πάντα αντιληπτό ότι η κριτική, δηλαδή, η χρήση της γλώσσας έναντι οποιασδήποτε μορφής βίας, είναι ένα σπουδαίο εργαλείο στα χέρια του ανθρώπου. Και αυτό δεν είναι ηθικό επιχείρημα, αλλά ρεαλιστικό για τον απλό λόγο ότι είναι οικονομικό. Μπορεί να φαίνεται ότι είναι κυνική μια τέτοια θέση, όμως δεν είναι. ακριβώς επειδή είναι πρωτίστως οικονομικότερη, με την ευρύτερη έννοια, η μη χρήσης βίας, είναι προτιμότερη ως μόνιμος τρόπος επίλυσης προβλημάτων και γι αυτόν ακριβώς το λόγο καθιερώνεται ως μέρος των ηθών μας. Αλλιώς δεν θα είχε επιβιώσει ως κανόνας.
Επανέρχομαι στην κριτική στάση. Ο ορθολογικός άνθρωπος έχει τη λογική ως στάση ζωής και δεν φοβάται, μάλιστα επιζητεί, την κριτική εξέταση των απόψεών του, ιδίως όταν τις προτείνει ως λύσεις σε κοινά προβλήματα. Αλλά μπορεί αρκετά συχνά να εμμένει σε μια συνήθεια που είναι ανορθολογική, με την έννοια ότι δεν έχει επιλεγεί ως η πιο πρόσφορη επιλογή ανάμεσα σε πολλές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους επιλογές. Το κάπνισμα, για να πάρω μια από τις πιο κραυγαλέα ανορθολογικές συνήθειες, δεν μπορεί να κοπεί εύκολα. Γιατί; Διότι η εξάρτηση από αυτή τη συνήθεια είναι μεγάλη. Το δρων υποκείμενο, στην προκειμένη περίπτωση θα φερθεί ανορθόλογα, προσπερνώντας με απίστευτη ελαφρότητα οποιαδήποτε σοβαρή επιχειρηματολογία. Συχνά, θα αποπειραθεί να παρουσιάσει την καπνιστική του επιλογή με μια επίφαση ορθολογικού επιχειρήματος. Παρά το γεγονός ότι το «επιχείρημα» αυτό είναι πασίγνωστο, το παραθέτω χάριν της συζήτησης. Υποστηρίζει, λοιπόν, ο «εκ πεποιθήσεως» καπνιστής, ότι έχει κάνει μια ορθολογική επιλογή μεταξύ της ευχαρίστησης που του παρέχει αυτή τη στιγμή και την ευτυχία που θα έχει σε ένα μελλοντικό χρόνο να μην αντιμετωπίσει σοβαρά – έως και μοιραία – προβλήματα υγείας. Αυτή η θέση είναι κατ’ επίφαση ορθολογική. Θα μπορούσε να είναι, αν ο καπνιστής μας είχε μια ανάλυση κόστους/οφέλους. Καμιά τέτοια ανάλυση δεν έχει κάνει, ούτε είναι σε θέση να κάνει, αφ’ ενός διότι δεν έχει τα στοιχεία που χρειάζονται γι αυτήν, αφ’ ετέρου και κυρίως, διότι διαισθάνεται ότι αν τα είχε και την έκανε, η πλάστιγγα θα γείρει σαφέστατα προς την πλευρά που δεν θέλει να γείρει! Είναι προειλημμένη, επομένως, η επιλογή του. Το μόνο που τον «απειλεί» είναι η κριτική συζήτηση, η διαλογική εξέταση του «ορθού Λόγου» στην απόφασή του. Εκεί λειτουργεί «προστατευτικά» υπέρ της απόφασής του. Ο προστατευτισμός αυτός παίρνει τη μορφή άρνησης της συζήτησης: επιζητεί να την προφυλάξει από την αντιπαράθεση με άλλες σκέψεις, γνωρίζοντας ότι δεν θα τα βγάλει πέρα. Οι μη καπνιστές θα έχουν εμπειρίες της επιθετικής στάσης που επιδεικνύουν τέτοιοι «εκ πεποιθήσεως» καπνιστές, όταν επιχειρηματολογούν υπέρ του καπνίσματος[6].
Εδώ έχουμε μια ξεκάθαρη περίπτωση επικράτησης του ανορθόλογου, που συνδέεται με την άρνηση του κριτικού ελέγχου. Αυτό γίνεται όσο μπορεί κάποιος να απολαμβάνει την πολυτέλεια του ανορθόλογου. Από ένα σημείο κι έπειτα δεν μπορεί. Είναι συχνά, ζήτημα επιβίωσης. Αν φτάσει ο θεριακής καπνιστής στη ζώνη του κινδύνου και ο γιατρός του δώσει καταληκτικές προθεσμίες για διακοπή της αγαπημένης του συνήθειας, ξέρει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η εμμονή στο ανορθόλογο θα έχει ολέθριες συνέπειες. Θέλοντας και μη σταματάει.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ανάλογη κατάσταση. Με τη διαφορά ότι έχει εγκατασταθεί πολύ πιο βαθιά στην πολυτέλεια του ανορθόλογου από τον φανατικό καπνιστή. Τουλάχιστον ο τελευταίος, αντιλαμβάνεται ότι απολαμβάνει μια πολυτέλεια και ότι κάποια στιγμή, αν είναι ανάγκη, οι πολυτέλειες κόβονται με το μαχαίρι. Η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της , δεν έχει αντιληφθεί το ανορθόλογο που κυριαρχεί σ’ αυτήν και που είναι η ρίζα του κακού. Το ανορθόλογο αυτό είναι η απουσία πραγματικά ανοιχτής κοινωνίας, δηλαδή η απουσία κριτικής συζήτησης, πράγμα που θέτει σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα των θεμελίων της δημοκρατίας. Η αγοραφοβία και συγχρόνως η πολιτισμική αυταρέσκεια μιας κοινωνίας που δεν υφίσταται, ούτε ανέχεται, τον κριτικό έλεγχο είναι σύστοιχη με μια πολιτική παραδοση αποφυγής λογοδοσίας, και επομένως τακτικής προσφυγής στο λαϊκισμό. Εδώ εντοπίζεται το κύριο νόσημα: στην άρνηση μιας πολιτικής υποχρέωσης που είναι σύμφυτη με τη σύγχρονη έννοια της δημοκρατίας, ενώ είναι συγχρόνως ο απαραίτητος όρος για οποιαδήποτε αναζήτηση λύσης σε συγκεκριμένα προβλήματα : είτε αυτά είναι επιστημονικά, είτε είναι κοινωνικά. Ο όρος αυτός είναι η δυνατότητα και η υποχρέωση κριτικής συζήτησης, που υπάρχει στην ανοιχτή κοινωνία, αν η τελευταία είναι όντως ανοιχτή.
[1] Είναι πασίγνωστο ότι μεγάλος σουηδός τενίστας Björn Borg ήταν εξαιρετικά προληπτικός. Και έλεγε ο ίδιος ότι είχε πολλές άλλες παράλογες εμμονές που τον βοηθούσαν στη διάρκεια του κάθε ματς.
[2]Αυτό αναφέρεται από τον Kant στoν Πρόλογο της 1ης έκδοσης της «Κριτικής του καθαρού Λόγου», (1781). Βλ. Immanuel Kant (1781, 1787) Kritik der reinen Vernunft Α xii.
[3] H έννοια της εξελικτικής καθολικότητας (evolutionary universal) ανήκει στον Talcott Pasons. Bλ. Talcott Pasons (1964) ‘Evolutionary Universals in Society’. American Sociological Review 29, σ. 339-57.. Βλ. σχετ. και N.Mouzelis (1993), “Evolution and Democracy: Talcott Parsons and the collapse of Eastern European Regimes”, Theory, Culture and Society, τχ. 10, 145-151
[4] “artificially intersified selection pressure«)[4]. Karl Popper (1974) ‘Replies to My Critics’ In: P.A.Schilpp (1974) The Philosophy of Karl Popper.La Salle,Illinois:Open Court . 1024.
[5] Karl Popper (1963) Conjectures and Refutations. The Growth of Scientific Knowledge.London: Routledge and Kegan Paul 64
[6] Στην πραγματικότητα δεν είναι επιθετικοί, αλλά αμυντικοί. Αισθάνονται ότι ο άλλος εισβάλλει, κατά κάποιον τρόπο, στον ιδιωτικό κόσμο των επιλογών χαράς του. Είναι και αυτή μια στάσις. Νιώθεται.

